
Γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1945 και φεύγει από τα
αυτά τελειώνοντας το σχολείο. Με εξετάσεις περνά
στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ασχολείται με τη χαρακτική και έχει καθηγητή το
Γραμματόπουλο. Ενώ είναι μαθητής στη σχολή
φτιάχνει την ξυλογραφία «Κόκκινο Γυμνό» στην οποία
εφαρμόζει την τεχνική των «Ντεγκραντέ» (μετάβαση
χρωμάτων). Αυτό ενθουσιάζει το Γραμματόπουλο ο
οποίος τον παίρνει στο προσωπικό εργαστήριο του.
Το 1977 Διδάσκει στην ΑΣΚΤ ως Βοηθός, Επιμελητής,
Λέκτορας και το 1999 : Εκλέγεται Αναπληρωτής
Καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Έργα του υπάρχουν σε ιδιωτικές
συλλογές στην Ελλάδα, Φιλανδία, Σουηδία, ΗΠΑ,
Αργεντινή, Ιταλία, στις Πινακοθήκες των Δήμων
Αθηναίων, Ρόδου, Ιωαννίνων, Φλώρινας, στο
Υπουργείο Πολιτισμού καθώς και στις συλλογές
πολλών ελληνικών Τραπεζών. Απεβίωσε στις 4
Αυγούστου 2006.

Μια πρώτη
κατηγοριοποίηση στα έργα
του Καζάκου είναι η εξής:
• 1960 -70 Φοιτητική
περίοδος: Επεξεργάζεται
θέματα που του δίνονται
από τους καθηγητές του
στη Σχολή.
• 1970-80 και 1980-90
έχουμε τις κλασσικές
ξυλογραφίες του.
• Από το 1988 όμως και μετά
αρχίζει να υπάρχει μια
αλλαγή στα έργα του
Καζάκου, τόσο
θεματολογικά όσο και
τεχνοτροπικά.
Εξετάζοντας την πρώτη
ενότητα των χαρακτικών,
διαπιστώνουμε πρώτα από
όλα ότι ο Καζάκος μας δίνει
μία εκπληκτική αποτύπωση
του Κάστρου των Ιωαννίνων,
με κάθε λεπτομέρεια, το
Ρολόι στην Πύλη του
Κάστρου, το Ασλάν Τζαμί, τα
τείχη του Κάστρου και
φυσικά τη Λίμνη. Όλα αυτά
τα στοιχεία τα διαπιστώνει
κανείς με πρώτη ματιά στο
χαρακτικό με τίτλο «Τζαμί,
ημέρα».

Βλέπουμε πως με τις προ του 1988 ξυλογραφίες
ο Καζάκος πετυχαίνει να μας μεταφέρει σε έναν
κόσμο ονειρικό και φανταστικό, στον κόσμο
δηλαδή της παιδικής ηλικίας, όπου όλα
φαίνονται απόλυτα λογικά. Εδώ ρεαλισμός και
όνειρο γίνονται ένα, τα ίδια τα ποδήλατα
διαθέτουν ρεαλιστική ρόδα, αλλά και τεράστια
φτερά. Με τα ποδήλατα φαίνεται πως ο Καζάκος
κυνηγά το όνειρο, ένα όνειρο απροσδιόριστο με
όχημα το ποδήλατο. Στα έργα του ο γενέθλιος
χώρος υπάρχει, απεικονίζεται με σαφήνεια, αλλά
δεν του είναι αρκετός, θέλει κάτι παραπάνω από
αυτόν, γι’ αυτό και πετάει πάνω από αυτόν. Και περνάμε τώρα
στα έργα μετά το 1988. Βλέπουμε
ότι η θεματική του έχει αλλάξει, δεν είναι πια τα
ποδήλατα και οι βόλτες με αυτά γύρω από τη Λίμνη,
αλλά οι γυναίκες στα μπαρ. Θα μπορούσαμε να
πούμε ότι η θεματική αλλάζει καθώς και ο ίδιος ο
Καζάκος μεγαλώνει ηλικιακά. Είναι πια ένας ώριμος
άντρας με ενδιαφέρον για το άλλο φύλο. Τα έργα του από το 1988 και μετά είναι, όπως ήδη
αναφέραμε, ανθρωποκεντρικά, και συγκεκριμένα
έχουν θέμα τη γυναίκα. Όπως θα δούμε οι γυναίκες
τώρα είναι εκείνες που έχουν τα φτερά και όχι τα
ποδήλατα τα οποία εμφανίζονται και αυτά αλλά στη
«σωστή τους θέση», στο έδαφος.




Θεόδωρος Παπαγιάννης Γλύπτης(1942-)

Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης γεννήθηκε στο Ελληνικό Ιωαννίνων, κατάγεται δηλαδή από την Ήπειρο, από "μία περιοχή που με τη τραχιά της διαμόρφωση, τους γλυπτικούς ορεινούς της όγκους και την πέτρινη αρχιτεκτονική της, αφυπνίζει την καλλιτεχνική ροπή και υπαγορεύει την αυστηρότητα και τον σεβασμό στη χρήση των υλικών. Ο πολύτροπος καλλιτέχνης εξερευνά όχι μόνο τα παραδοσιακά υλικά ( πέτρα, μάρμαρο, χαλκό ) αλλά και κάθε άλλη μορφή πρώτης ύλης όπως ξύλο, σίδερο, πηλό, συνθετικές ύλες αλλά και αντικείμενα δεύτερης χρήσης, που προσθέτουν την δική τους στην αφήγηση του έργου."
Ο Ηπειρώτης γλύπτης είναι ένας από τους τελευταίους δεξιοτέχνες της χειροτεχνικής παράδοσης " Η μακρά μαθητεία αρχικά, και η θητεία αργότερα του Θεόδωρου Παπαγιάννη πλάι στον Γιάννη Παππά, έναν αυστηρό δάσκαλο με ρωμαλέο έργο και πλούσια πλαστική παιδεία, του εξασφάλισε στέρεα θεμέλια για να οικοδομήσει το δικό του έργο. Έργο βασικά ανθρωποκεντρικό, με μικρές παρεκβάσεις, όπως τα πουλιά, που δεν παραβιάζουν ουσιαστικά τον κανόνα."
Από το 1960 μέχρι το 1965 σπούδασε με υποτροφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου είχε καθηγητές τους Γιάννη Παππά και Νίκο Κερλή. Την περίοδο 1966-68 πραγματοποίησε μελέτες πάνω στην αρχαιοελληνική και μεσογειακή τέχνη ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και έπειτα ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της Μεσογείου (Μικρά Ασία, Κύπρος, Κρήτη, Αίγυπτος ) και της Ευρώπης. Επίσης, το 1967 κατά τη διάρκεια έκθεσης στο Ζάππειο παρουσίασε έργα του για πρώτη φορά στο κοινό. Το 1970 εγκαινίασε την πανεπιστημιακή του πορεία ως βοηθός στο εργαστήριο γλυπτικής του παλιού του δάσκαλου, Γιάννη Παππά στην ΑΣΚΤ. Την ίδια δεκαετία ηγήθηκε ομάδας σπουδαστών της ΑΣΚΤ που επισκέφτηκε τα Ζαγοροχώρια αποτυπώνοντας διάφορα στοιχεία της λαϊκής και παραδοσιακής τέχνης της περιοχής και συμμετείχε στην ίδρυση του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών της Αθήνας, όπου το 1975 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια δεκάδες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά και σε χώρες του εξωτερικού ( Κύπρος, Ελβετία, Αγγλία, Γαλλία, Ουγγαρία, Τουρκία κλπ ).

Το 1981-82, συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole des Arts Appliques et des Metiers d' Art στο Παρίσι. Το 1987 εκλέχτηκε αναπληρωτής καθηγητής στην ΑΣΚΤ και το 1991 αναδείχτηκε τακτικός καθηγητής στο Α΄ Εργαστήριο Γλυπτικής στο οποίο σήμερα είναι διευθυντής.
Επηρεασμένος από τις σύγχρονες τάσεις στη γλυπτική, συνδυάζει στο έργο του στοιχεία από τα προϊστορικά ειδώλια με τις εξπρεσιονιστικές φόρμες και την αφαίρεση του Χένρυ Μουρ. Πέρα από τα γλυπτά έργα του, ο Παπαγιάννης φιλοτέχνησε και μετάλλια, όπως το μετάλλιο της εισόδου της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. το 1979 και το μετάλλιο για τον εορτασμό των 150 χρόνων της Βουλής των Ελλήνων το 1978. Ανάμεσα στις γλυπτικές δημιουργίες του, ανδριάντες, μνημεία και προτομές, περιλαμβάνονται:
- Προτομή Ελευθερίου Βενιζέλου (1980, Πρέβεζα).
- Προτομή Νικολάου Κονεμένου (1980, Πρέβεζα).
- Ανδριάντας Ελευθερίου Βενιζέλου (1985, Κεντρική Πλατεία Ιωαννίνων).
- Μνημείο για τα θύματα του Πολυτεχνείου (1986, Ιωάννινα).
- Μνημείο Εθνικής Αντίστασης (1987, Παραλία - Βόλος).
- Μνημείο για τον Ανώνυμο Δάσκαλο (Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων).
- Προτομή Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας(Αθήνα - Πλατεία Φιλικής Εταιρείας - Κολωνάκι).
- Προτομή Γεωργάκη Ολύμπιου, μέλους της Φιλικής Εταιρείας (Πεζόδρομος Γεωργάκη Ολύμπιου, Κουκάκι).
- Προτομή Κωνσταντίνου Οικονόμου (1991, Αθήνα - Πλατεία Μεγάλης του Γένους Σχολής, έναντι Ξενοδοχείου Χίλτον).
- Προτομή Γεωργίου Ριζάρη (1994, Αθήνα - Περίβολος Αγίου Γεωργίου Ριζαρείου).
- Προτομή Γεωργίου Θεοτοκά (2000, Αθήνα - Πάρκο Ελλήνων Λογοτεχνών - Περίβολος Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων).
- Προτομή Άγγελου Τερζάκη (2000, Αθήνα - Πάρκο Ελλήνων Λογοτεχνών - Περίβολος Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων).
- Μνημείο στον Έλληνα Δάσκαλο (2000, Αθήνα - Πλατεία Μαδρίτης - Οδός Μιχαλακοπούλου, όπισθεν Ξεν. Χίλτον).
- Προτομή Γεωργίου Σεφέρη (2001, Αθήνα - Πεζόδρομος Ζαλοκώστα, δίπλα στο Υπουργείο Εξωτερικών).
Το 2009 δημιούργησε στον τόπο καταγωγής του, το Ελληνικό Ιωαννίνων, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που φέρει το όνομα του, σε πέτρινο κτίριο που στέγαζε κατά το παρελθόν το δημοτικό σχολείο του χωριού. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Θεόδωρου Παπαγιάννη άρχισε την λειτουργία του στις 7 Σεπτεμβρίου του 2009. Η έδρα του μουσείου είναι στα Ιωάννινα. Το μουσείο διαθέτει πάνω από πενήντα εκθέματα.
Γλυπτά του κοσμούν πολλούς δημόσιους χώρους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς επίσης περιλαμβάνονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές μουσείων και πινακοθηκών όπως η Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Βορρέ, η Πινακοθήκη Πιερίδη, το Μουσείο Θεσσαλονίκης, η Πινακοθήκη Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, η Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου, η Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας, η Πινακοθήκη Φλώρινας, η Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο.
Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, ανάμεσα στα οποία είναι Α’ Βραβείο στο διαγωνισμό για το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης, Βόλος (1985), Α’ Βραβείο στο διαγωνισμό για το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης, στη Μεταμόρφωση Αττικής (1992). Με το έργο του έχει ασχοληθεί ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος, καθώς επίσης το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη
![]() |
Τα φαντάσματα |
Με τριάντα υπερφυσικές ανθρώπινες φιγούρες «τα φαντάσματα
μου» όπως τ’ αποκαλεί, στήνει ένα τραγικό χορό. Τα έργα που είναι
φιλοτεχνημένα από τα αποκαΐδια του Πολυτεχνείου (Νοέμβριος του
1993) και άλλα ανακυκλώσιμα υλικά φτιάχνουν ένα χορό της
σύγχρονης Ελληνικής Τραγωδίας. Στη μέση του χορού ένα ταψί με
ψωμιά , σύμβολο της επιβίωσης του ανθρώπου και μια πεσμένη
μορφή συμπληρώνουν το σκηνικό της έκθεσης που κάτω από τις
τραγικές συνθήκες που βιώνει η χώρα παίρνει συμβολικές διαστάσεις.
Επίσης ένα άλλο αξιόλογο έργο του Ηπειρώτη γλύπτη που εκτίθεται στο Μουσείο Μπενάκη είναι Κεραμικά ψωμιά-δημιουργίες του Θεόδωρου Παπαγιάννη
ξεχειλίζουν από ένα μεγάλο ταψί με φόντο σακιά γεμάτα
σιτάρι, ενώ δυο σταυροειδή «τοτέμ» τονίζουν την ιερότητα
του ψωμιού
• «Η επιβίωση συμβολίζεται
με το ψωμί, γιατί αυτό
βάζουμε μπροστά. Λέμε:
δουλεύω για το ψωμί μου,
αγωνίζομαι για το ψωμί μου,
τρώω πικρό ψωμί, φάγαμε
ψωμί κι αλάτι. Η ίδια η
θρησκεία βάζει στην πρώτη
γραμμή "τον άρτον ημών
των επιούσιον δος ημίν
σήμερον"»
"Οι Δρομείς" του Θ. Παπαγιάννη στο Σικάγο
Ο γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης, ομότιμος καθηγητής γλυπτικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, δημιούργησε μια γλυπτική σύνθεση που έλαβε υπ’όψιν του πολλές παραμέτρους και θέλησε να στείλει πολλαπλά μηνύματα.
Πρώτο, έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν του ότι το έργο θα στηθεί στην πόλη του Σικάγου που είναι μια σύγχρονη πόλη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης. Γι’αυτό θέλησε να κάνει ένα σύγχρονο έργο που θα μπορούσε να σταθεί σε αυτό το περιβάλλον. Δεύτερο, έπρεπε να εκφράζει την ιδέα της αδελφοποίησης των δύο πόλεων και την φιλία των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Αμερικής.
Οι δρομείς εκφράζουν την κίνηση, άρα την κινητικότητα των λαών, τη μετανάστευση που συντελείται παντού στον κόσμο. Οι λαοί, για πολλούς και διάφορους λόγους, μετακινούνται διαρκώς και από αρχαιοτάτων χρόνων. Εκφράζει επομένως και τη μετακίνηση του λαού μας προς όλες τις χώρες και ειδικά την Αμερική.
Οι δρομείς είναι συνυφασμένοι με τους Ολυμπιακούς Αγώνες με το μαραθώνιο δρόμο που είναι αφιερωμένος στο πρώτο μαραθωνοδρόμο που έφερε το μήνυμα της νίκης από το Μαραθώνα στην Αθήνα (φέτος γιορτάζουμε 2500 χρόνια). Επομένως οι δρομείς φέρνουν το μήνυμα της αρχαιότητας στο σήμερα. Φέρνουν το μήνυμα της ειρήνης, της αδελφοσύνης των λαών και της συνεργασίας.
Πέρα από το μαραθώνιο δρόμο και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εκφράζει και το ρητό του Ηράκλειτου " τα πάντα ρει " δηλαδή, όλα είναι κίνηση. Είναι πέντε δρομείς συν πέντε είδωλά τους, οι σκιές τους, συμβολίζουν τις πέντε Ηπείρους επομένως όλον τον κόσμο.
Είναι ένα έργο σύγχρονο που αρμόζει σε μια σύγχρονη πόλη, που παρακολουθεί την εξέλιξη της τέχνης, που απαιτεί νέα αντίληψη. Ο γλύπτης εκφράζεται με καθαρές γλυπτικές αξίες, παίζει με τα κενά και τα γεμάτα, το θετικό και το αρνητικό, το φωτεινό και το σκοτεινό, δηλαδή με τις αντιθέσεις που είναι χαρακτηριστικό και ισορροπία της ζωής. Δίνει βάρος στο μέτρο, το ρυθμό, την αρμονία. Είναι κατασκευασμένο από υλικά που αντέχουν στο χρόνο, στις τοπικές καιρικές συνθήκες και χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία.
Είναι αιώνιο, θα μείνει εκεί για πάντα να θυμίζει τον Ελληνισμό του Σικάγου αλλά και τη φιλία των δύο χωρών και, γιατί όχι, όλων των λαών της γης. Περνάει γρήγορα το μήνυμα στο θεατή ειδικά στο χώρο που βρίσκεται, όπου κανείς δεν μπορεί να σταθεί για πολύ. Ο κόσμος σήμερα έτσι κι αλλιώς βιάζεται, θέλει αυτό που έχεις να του πεις να το παίρνει με μια ματιά.
Είναι τοποθετημένο στην κύρια είσοδο του Σικάγου, στη μεγάλη πύλη στο αεροδρόμιο O’Hare, από την οποία μπαίνουν και βγαίνουν εκατομμύρια επισκέπτες, δίπλα στην επιγραφή "Καλώς ήλθατε στο Σικάγο". Βαδίζουν προς την πόλη φέρνοντας το πανανθρώπινο μήνυμά τους. Ο Αμερικανικός λαός το αγάπησε, γιατί εκτός των άλλων εκφράζει και την αγαπημένη του συνήθεια το τρέξιμο (τζόκινγκ).
Το 2014 διοργανώθηκε από την κινηματογραφική Λέσχη Βριλησίων ολοήμερο αφιέρωμα στον Ηπειρώτη γλύπτη Θ. Παπαγιάννη.
Λίγα λόγια για το γλύπτη από την Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης:
Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης ανήκει σε μια οικογένεια δημιουργών που σπανίζουν ολοένα και περισσότερο: σε αυτούς που ξαναγράφουν την ιστορία της τέχνης, ξεκινώντας από την παράδοση, για να κατακτήσουν, με επώδυνους ερευνητικούς αναβαθμούς, την προσωπική τους απελευθέρωση.
Ο διάλογος με τον καιρό τους και τις εκφραστικές τους υπαγορεύσεις δεν αποτελεί για αυτούς τους καλλιτέχνες απλή συμμόρφωση με τους συρμούς, αλλά εσωτερική αναγκαιότητα.
Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης κατάγεται από την Ήπειρο, από μία περιοχή που με την τραχιά της διαμόρφωση, τους γλυπτικούς ορεινούς της όγκους και την πέτρινη αρχιτεκτονική της, αφυπνίζει την ενδιάθετη καλλιτεχνική ροπή και υπαγορεύει την αυστηρότητα και το σεβασμό στη χρήση των υλικών. Αυτή την αυστηρότητα και συνέπεια την επαληθεύει το πολύμορφο έργο του Παπαγιάννη σε κάθε του φάση και στα ποικίλα υλικά που χρησιμοποιεί. Γιατί ο πολύτροπος καλλιτέχνης δεν κουράστηκε να εξερευνά όχι μόνο τα παραδοσιακά υλικά (πέτρα, μάρμαρο, χαλκό), αλλά και κάθε άλλη μορφή πρώτης ύλης: ξύλο, σίδερο, πηλό, συνθετικές ύλες, αλλά και αντικείμενα δεύτερης χρήσης, που προσθέτουν τη δική τους ιστορία στην αφήγηση του έργου. Μια παλιά φωτογραφία του έφηβου Θεόδωρου μας αποκαλύπτει την πρώιμη κλίση του. Δεν θα ’ταν πάνω από δώδεκα – δεκατριών χρονών και είχε κιόλας εκδηλώσει το ταλέντο του: μια σειρά κεφάλια σκαλισμένα στην πέτρα, απειρότεχνα ακόμη, αλλά πολύ εκφραστικά προαγγέλλουν δύο βασικές σταθερές της μελλοντικής δημιουργίας του: τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα και την αναζήτηση της έκφρασης.Ίσως εδώ αξίζει να επισημάνουμε έναν άλλο χαρακτήρα της ποιητικής του Θεόδωρου Παπαγιάννη, που δεν είναι άσχετος με την ηπειρωτική του καταγωγή. Η Ήπειρος και ιδιαίτερα τα Ιωάννινα φημίζονται για τη χειρωνακτική τους παράδοση, μια παράδοση που την πλούτισαν με τα έργα τους πολλοί τεχνίτες, από τους αδρούς πελεκάνους που λάξευσαν τον γκρίζο γρανίτη για να χτίσουν σπίτια και γεφύρια, ως τους εκλεπτυσμένους αργυροχόους που φιλοτέχνησαν τα ξακουστά γιαννιώτικα κοσμήματα. Ο Ηπειρώτης γλύπτης είναι ένας από τους τελευταίους δεξιοτέχνες της χειρωνακτικής παράδοσης. Του αρέσει όχι μόνο να λαξεύει ο ίδιος τα έργα του, αλλά και να τα τελειοποιεί με τη μαστοριά της αρχαίας τορευτικής. Στα τελευταία του έργα φαίνεται να επικαλείται τη γηγενή παράδοση της πατρίδας του για να «κοσμήσει» τις μορφές του με το μεράκι ενός καλλιτέχνη αργυροχόου.
Η μακρά μαθητεία αρχικά, και θητεία αργότερα του Θεόδωρου Παπαγιάννη πλάι στον Γιάννη Παππά, έναν αυστηρό δάσκαλο με ρωμαλέο έργο και πλούσια πλαστική παιδεία, του εξασφάλισε στέρεα θεμέλια για να οικοδομήσει το δικό του έργο. Έργο βασικά ανθρωποκεντρικό, με μικρές παρεκβάσεις, όπως τα πουλιά, που δεν παραβιάζουν ουσιαστικά τον κανόνα. Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης μοιράζεται με τον δάσκαλό του, τον Γιάννη Παππά την υγιεινή συνήθεια για έναν καλλιτέχνη: το πάθος του σχεδίου. Αναρίθμητα σχέδια σημαδεύουν την κάθε στιγμή της ζωής του από τότε που επέλεξε το δύσκολο προορισμό του γλύπτη. Μελετά με το πάθος ενός Λεονάρτνο Ντα Βίντσι, πρώτα απ’ όλα το ανθρώπινο σώμα σε κάθε του στάση, σε ανάπαυση και δράση. Το γυμνό από μοντέλο, αλλά και ανθρώπους στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο. Με ευλαβική εμμονή μελετά τις Ελληνικές αρχαιότητες πραγματοποιώντας ταξίδια – προσκυνήματα σ’ όλους τους τόπους που καθαγίασαν οι πρόγονοί μας. Γλυπτά, ανάγλυφα αλλά και αρχιτεκτονικά μέλη, κιονόκρανα, ανθέμια, ραβδώσεις του δίνουν την ευκαιρία να μελετήσει το βηματισμό του ήλιου πάνω στα αρχαία σπαράγματα, το δραματικό διάλογο φωτός και σκιάς. Θησαυρίζει εικόνες, ψηλαφεί γλυφές, πλουτίζει την οπτική του μνήμη μ’ ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο, από όπου θα αντλήσει αργότερα έμπνευση και διδάγματα για τα δικά του γλυπτά, τα δικά του ανάγλυφα. Οι πτυχώσεις, το παιχνίδι του σκιοφωτισμού, η διακοσμητική σχηματοποίηση διατηρούν τη μνήμη αυτών των αρχαιολογικών εξερευνήσεων με το μολύβι στο χέρι.
Όπως οι γλύπτες τον παλιό καιρό, ο Θεόδωρος Παπαγιάννης δεν απαξιώνει κανένα έργο. Βαθύς γνώστης της ανδριαντοποιίας, θα φιλοτεχνήσει πολλά μνημεία και προτομές με φιλαλήθεια, εντιμότητα και γνώση, που συχνά απουσιάζουν από ανάλογα έργα του δημόσιου χώρου. Στο καθαρά δημιουργικό του έργο διακρίνουμε δύο κύριες κατευθύνσεις από την πρώιμη κιόλας φάση: τα τεκτονικά γλυπτά, με συμπλέγματα μορφών λαξευμένα στο μάρμαρο και την πέτρα, που διατηρούν τη μνήμη των ορθογώνιων σχημάτων απ’ όπου προήλθαν. Τα μετακυβιστικά αυτά έργα έλκουν τη μακρινή καταγωγή τους από κυβιστές γλύπτες όπως ο Zadkine ή ο Lipchitz. Μια δεύτερη ομάδα γλυπτών εμπνέεται από οργανικές μορφές και αξιοποιεί τις δυνατότητες της «ζωικής φόρμας». Επιλέγοντας διαβρωμένες πέτρες και βότσαλα, ο γλύπτης εκμεταλλεύεται την τυχαία μορφική τους κλίση για να ανασύρει, με μικρές καίριες επεμβάσεις, ανθρώπινες φιγούρες με ιδιαίτερη εκφραστικότητα. Σε αυτή την ομάδα έργων αναγνωρίζουμε, ως μακρινούς «δασκάλους», μοντέρνους γλύπτες που θεμελίωσαν την παράδοση της «ζωτικής φόρμας», όπως ο Henry Moore.
Τα πουλιά διεκδικούν μία προνομιακή θέση στη θεματογραφία του Θεόδωρου Παπαγιάννη. Οι αεροδυναμικές φόρμες τους, οι αρμονικές καμπύλες τους, ο διάλογος ανάμεσα σε κυρτούς και κοίλους όγκους οδηγεί το γλύπτη σε μία συμπυκνωμένη αφαίρεση που διατηρεί από το θέμα τη δυναμική της πτήσης και τη μελωδία των γραμμών. Η στίλβωση της επιφάνειας, το παιχνίδι της εναλλαγής ανάμεσα σε γυαλισμένα και αδρά μέρη προσθέτουν τη χάρη τους σε αυτά τα ερατεινά έργα, από τα πιο όμορφα που έπλασε ποτέ η γλυπτική τέχνη με αυτό το θέμα. Η «θωπεία» της επιφάνειας του χαλκού από την αστραφτερή αντανάκλαση ως τη σγουρή θαμπάδα μαρτυρεί το γόνιμο δίδαγμα του Brancusi.
Παράλληλα, μία νέα ανθρωπότητα κάνει την εμφάνιση της στο έργο του γλύπτη, μία ανθρωπότητα που αναδύεται από αρχέγονες, αρχετυπικές και αρχαιολογικές μνήμες της Μεσογείου. Στην αρχή τα «ειδώλια» αυτά έχουν διαστάσεις μικρογλυπτικής όπως οι μορφές που αποτέλεσαν την πηγή της έμπνευσης του γλύπτη: τα αναθηματικά ειδώλια της υστερομινωικής και της μυκηναϊκής εποχής. Τα πήλινα ειδώλια σε σχήμα Φ ή Ψ που σχηματοποιούν τη Θεά «μεθ’ υψωμένων των χειρών», όπως βάφτισε αυτήν τη στάση ικεσίας ο Στέλιος Αλεξίου στην ομώνυμη μελέτη του. Μοναχικές ή σε ζευγάρια αυτές οι κλειστές μορφές είναι στην πρώτη τους φάση οικείες και γνώριμες. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί μια σειρά από μικρογλυπτά όπου συχνά διαφοροποιεί με άλλο κράμα και χρώμα μετάλλου τα φύλα και όπου τα κυρτά και τα κοίλα σχήματα δημιουργούν αρμονικές συζυγίες. Είναι από τα πιο γοητευτικά μικρογλυπτά της μοντέρνας ελληνικής πλαστικής.
Οι μορφές αυτές θα μεγεθυνθούν, θα πάρουν μνημειακές διαστάσεις και θα αλλάξουν χαρακτήρα, σε μία σειρά νέων έργων που κυριαρχούν στη δημιουργία του γλύπτη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: μορφές περίκλειστες, μετωπικές, ιερατικές, συμβολικές, με παράστημα ραδινό και λυγερό, αναπτυγμένες σε υπερφυσική κλίμακα, που την τονίζει ακόμη περισσότερο το μικρό σε μέγεθος σχηματοποιημένο κεφάλι. Οι φιγούρες αυτές μας θυμίζουν τις «βαθύζωνες» ομηρικές μορφές των θρηνωδών στους αττικούς γεωμετρικούς αμφορείς και τα πρώιμα αρχαϊκά αγάλματα, όπως η «Κυρία της Auxerre» στο Λούβρο. Γυναικείες και ανδρικές μορφές διαφοροποιούνται από την υπεροχή της καμπύλης ή της ευθείας και από τα ενδύματα. Ποδήρεις μανδύες στους άνδρες, περίκοσμοι χιτώνες στις γυναίκες. Τα διακοσμητικά στοιχεία, οι ζώνες, οι ταινίες, οι χρωματικές εναλλαγές δεν αποτελούν απλά στολίδια, τονίζουν, αρθρώνουν, οργανώνουν τη σύνθεση, οριοθετούν επίπεδα, άξονες. Οι χειρονομίες έχουν τελετουργικό χαρακτήρα: χέρια που ακουμπούν στη μέση, στο κεφάλι, που ανασύρουν πέπλα, που αγκαλιάζονται, που χαιρετούν.
Ο γλύπτης, βαθύς γνώστης και ακάματος εξερευνητής νέων υλικών, επινοεί καινούργια μέθοδο για να δώσει μορφή και πνοή σ’ αυτή την ιερή ανθρωπότητα. Καταφεύγει στα συνθετικά υλικά, στον πολυεστέρα, αλλά τον υποτάσσει στη δική του εκφραστική βούληση. Ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη είναι και η ποιητική των έργων. Αφού κατασκευάσει το μεταλλικό σκελετό της μορφής, δημιουργεί ένα εκμαγείο από πηλό που «ντύνει» την αρματωσιά του έργου. Μέσα εκεί διοχετεύεται το ρευστό συνθετικό υλικό. Στην ύλη του έχει ενσωματωθεί το χρώμα μαζί με άλλα αδρανή υλικά, όπως άμμος, χώμα , μαρμαρόσκονη κ.α. Τα χρώματα, ώχρες, γαιώδη, φωτεινά γαλάζια, γκρίζα ακτινοβολούν μέσα από την ύλη των έργων προσδίδοντας τους έναν αίθριο χαρακτήρα, που φαιδρύνει την αυστηρότητα τους. Οι λεπτομέρειες, κοσμήματα και στολίδια, ενσωματώνονται στο υλικό με διάφορους τρόπους (σφραγίσματα, ενθέσεις, χαράξεις κ.λ.π). Ο ιερατικός χαρακτήρας των μορφών επιβάλλει τα τελετουργικά ενδύματα με τον πλούσιο εμβληματικό διάκοσμο. Η συμπαράθεση αυτών των έργων σε συντάγματα εντείνει τον τελετουργικό τους χαρακτήρα και μεταβάλλει το χώρο που ενοικούν σε ναό. Ανάλογα με τον τρόπο που διατάσσονται στο χώρο οι μορφές σχηματίζουν άλλοτε επικλητικές λιτανείες, άλλοτε χορούς αρχαίας τραγωδίας. Με ιδιαίτερο χαρακτήρα φορτίζονται, όταν το κτίριο που τις υποδέχεται έχει μνημειακό ή τελετουργικό χαρακτήρα, όπως το Γενί Τζαμί στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση του 1995.
Οι καταστροφές που προκάλεσαν στο Πολυτεχνείο πριν από περίπου δέκα χρόνια οι «εορτασμοί» της ηρωικής εξέγερσης των φοιτητών συγκλόνισαν τον γλύπτη. Από τα αποκαΐδια των πυρπολήσεων θα αναστήσει μία νέα τοτεμική ανθρωπότητα με υλικά καθαγιασμένα από τη φωτιά. Μ’ ένα συγκλονιστικό κείμενο συνόδεψε τότε την πρώτη παρουσίαση αυτής της τραγικής μαρτυρίας στο κλιμακοστάσιο του κεντρικού κτιρίου της αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου. Οι πασσαλόμορφες φιγούρες μοιάζουν αυτή τη φορά να έρχονται από τα βάθη της Αφρικής κουβαλώντας μία ανεξιχνίαστη μαγική δύναμη, όπως τα αντίστοιχα έργα και οι μάσκες που πυροδότησαν στην αρχή του 20ου αιώνα την επανάσταση της μοντέρνας τέχνης. Άλλωστε, ο γλύπτης δεν κρύβει το θαυμασμό του στην πρωτόγονη τέχνη. Ο καμένος πάσσαλος, η σταυρική διάταξη οριζοντίων στοιχείων που σχηματίζουν κορμούς και χέρια, τα ορατά καρφιά, η προσθήκη εμβληματικών στοιχείων, όπως στέφανα ξερής δάφνης, μεταβάλλουν αυτά τα έργα σε μία συναρπαστική και μαζί καθαρτική μαρτυρία. Γηγενής προελληνική παράδοση και πρωτόγονη τέχνη διαλέγονται και στα τελευταία τοτεμικά γλυπτά του Θεόδωρου Παπαγιάννη. Όπως μου εξομολογήθηκε ο γλύπτης, ο πυρήνας του έργου λαξεύτηκε και πάλι πάνω στα καμένα ξύλα της κατεστραμμένης δεξιάς πτέρυγας του Πολυτεχνείου. Ο πυρήνας αυτός ντύθηκε από μεταλλικά δαντελένια πλέγματα που ολοκληρώνουν τον όγκο των μορφών αρθρώνοντας τα μέλη της. Συχνά το ξύλο σκάβεται στο στήθος όπου δημιουργείται μία τράπεζα προσφορών. Ο γλύπτης αποθέτει σ’ αυτή την κόγχη πρωτόλειους καρπούς, όπως θα έκανε ένας αρχαίος προσκυνητής στο ειδώλιο της θεότητάς του.
Τον τελετουργικό χαρακτήρα που έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια η δημιουργία του Παπαγιάννη υπογραμμίζουν οι «εγκαταστάσεις» και τα περιβάλλοντα που δημιουργεί. Φόρο τιμής στον επιούσιο άρτο αποτέλεσε το περιβάλλον που οργάνωσε το 1998 ο γλύπτης στη Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Ένας βολόσυρος με τους κοπτήρες του από οψιανό, που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι Έλληνες αγρότες στο αλώνισμα, περιβάλλεται από αρκετά σακιά με αλεύρι και ψωμιά, όλα κεραμικά, όλα φιλοτεχνημένα με ψευδαισθησιακή αληθοφάνεια. Στο κέντρο της αίθουσας μία τεράστια χαλύβδινη γάστρα, τοποθετημένη πάνω σε κάρβουνα, μας θυμίζει πώς έψηναν άλλοτε το ψωμί στα ορεινά χωριά της Ηπείρου. Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης επιβεβαιώνει άλλη μία φορά την καταγωγή του και μας θυμίζει που πρέπει να αναζητήσουμε την αυθεντικότητα της μαρτυρίας του.
Η εξέλιξη του έργου του Θεόδωρου Παπαγιάννη ευνοήθηκε από το κλίμα του Μεταμοντερνισμού, που ενθάρρυνε την επιστροφή σε τοπικές παραδόσεις και απελευθέρωσε τον καλλιτέχνη από την αυστηρή συμμόρφωση με τα διεθνή ρεύματα. Η ηπειρωτική καταγωγή του καλλιτέχνη, βιώματα της παιδικής του ηλικίας στην ύπαιθρο, οι θησαυροί των απέραντων μελετών του, η τιμιότητα του χειρωνακτικού μόχθου, το ακέραιο ήθος του ανθρώπου εξηγούν τον πλούτο, την ποικιλία, τη γνησιότητα και κυρίως την αισιοδοξία του έργου του Παπαγιάννη. Ενός έργου πανάρχαιου και σύγχρονου, που αποπνέει βαθιά ανθρωπιά.
Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
Το 2014 διοργανώθηκε από την κινηματογραφική Λέσχη Βριλησίων ολοήμερο αφιέρωμα στον Ηπειρώτη γλύπτη Θ. Παπαγιάννη.
Λίγα λόγια για το γλύπτη από την Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης:
Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης ανήκει σε μια οικογένεια δημιουργών που σπανίζουν ολοένα και περισσότερο: σε αυτούς που ξαναγράφουν την ιστορία της τέχνης, ξεκινώντας από την παράδοση, για να κατακτήσουν, με επώδυνους ερευνητικούς αναβαθμούς, την προσωπική τους απελευθέρωση.
Ο διάλογος με τον καιρό τους και τις εκφραστικές τους υπαγορεύσεις δεν αποτελεί για αυτούς τους καλλιτέχνες απλή συμμόρφωση με τους συρμούς, αλλά εσωτερική αναγκαιότητα.
Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης κατάγεται από την Ήπειρο, από μία περιοχή που με την τραχιά της διαμόρφωση, τους γλυπτικούς ορεινούς της όγκους και την πέτρινη αρχιτεκτονική της, αφυπνίζει την ενδιάθετη καλλιτεχνική ροπή και υπαγορεύει την αυστηρότητα και το σεβασμό στη χρήση των υλικών. Αυτή την αυστηρότητα και συνέπεια την επαληθεύει το πολύμορφο έργο του Παπαγιάννη σε κάθε του φάση και στα ποικίλα υλικά που χρησιμοποιεί. Γιατί ο πολύτροπος καλλιτέχνης δεν κουράστηκε να εξερευνά όχι μόνο τα παραδοσιακά υλικά (πέτρα, μάρμαρο, χαλκό), αλλά και κάθε άλλη μορφή πρώτης ύλης: ξύλο, σίδερο, πηλό, συνθετικές ύλες, αλλά και αντικείμενα δεύτερης χρήσης, που προσθέτουν τη δική τους ιστορία στην αφήγηση του έργου. Μια παλιά φωτογραφία του έφηβου Θεόδωρου μας αποκαλύπτει την πρώιμη κλίση του. Δεν θα ’ταν πάνω από δώδεκα – δεκατριών χρονών και είχε κιόλας εκδηλώσει το ταλέντο του: μια σειρά κεφάλια σκαλισμένα στην πέτρα, απειρότεχνα ακόμη, αλλά πολύ εκφραστικά προαγγέλλουν δύο βασικές σταθερές της μελλοντικής δημιουργίας του: τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα και την αναζήτηση της έκφρασης.Ίσως εδώ αξίζει να επισημάνουμε έναν άλλο χαρακτήρα της ποιητικής του Θεόδωρου Παπαγιάννη, που δεν είναι άσχετος με την ηπειρωτική του καταγωγή. Η Ήπειρος και ιδιαίτερα τα Ιωάννινα φημίζονται για τη χειρωνακτική τους παράδοση, μια παράδοση που την πλούτισαν με τα έργα τους πολλοί τεχνίτες, από τους αδρούς πελεκάνους που λάξευσαν τον γκρίζο γρανίτη για να χτίσουν σπίτια και γεφύρια, ως τους εκλεπτυσμένους αργυροχόους που φιλοτέχνησαν τα ξακουστά γιαννιώτικα κοσμήματα. Ο Ηπειρώτης γλύπτης είναι ένας από τους τελευταίους δεξιοτέχνες της χειρωνακτικής παράδοσης. Του αρέσει όχι μόνο να λαξεύει ο ίδιος τα έργα του, αλλά και να τα τελειοποιεί με τη μαστοριά της αρχαίας τορευτικής. Στα τελευταία του έργα φαίνεται να επικαλείται τη γηγενή παράδοση της πατρίδας του για να «κοσμήσει» τις μορφές του με το μεράκι ενός καλλιτέχνη αργυροχόου.
Η μακρά μαθητεία αρχικά, και θητεία αργότερα του Θεόδωρου Παπαγιάννη πλάι στον Γιάννη Παππά, έναν αυστηρό δάσκαλο με ρωμαλέο έργο και πλούσια πλαστική παιδεία, του εξασφάλισε στέρεα θεμέλια για να οικοδομήσει το δικό του έργο. Έργο βασικά ανθρωποκεντρικό, με μικρές παρεκβάσεις, όπως τα πουλιά, που δεν παραβιάζουν ουσιαστικά τον κανόνα. Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης μοιράζεται με τον δάσκαλό του, τον Γιάννη Παππά την υγιεινή συνήθεια για έναν καλλιτέχνη: το πάθος του σχεδίου. Αναρίθμητα σχέδια σημαδεύουν την κάθε στιγμή της ζωής του από τότε που επέλεξε το δύσκολο προορισμό του γλύπτη. Μελετά με το πάθος ενός Λεονάρτνο Ντα Βίντσι, πρώτα απ’ όλα το ανθρώπινο σώμα σε κάθε του στάση, σε ανάπαυση και δράση. Το γυμνό από μοντέλο, αλλά και ανθρώπους στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο. Με ευλαβική εμμονή μελετά τις Ελληνικές αρχαιότητες πραγματοποιώντας ταξίδια – προσκυνήματα σ’ όλους τους τόπους που καθαγίασαν οι πρόγονοί μας. Γλυπτά, ανάγλυφα αλλά και αρχιτεκτονικά μέλη, κιονόκρανα, ανθέμια, ραβδώσεις του δίνουν την ευκαιρία να μελετήσει το βηματισμό του ήλιου πάνω στα αρχαία σπαράγματα, το δραματικό διάλογο φωτός και σκιάς. Θησαυρίζει εικόνες, ψηλαφεί γλυφές, πλουτίζει την οπτική του μνήμη μ’ ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο, από όπου θα αντλήσει αργότερα έμπνευση και διδάγματα για τα δικά του γλυπτά, τα δικά του ανάγλυφα. Οι πτυχώσεις, το παιχνίδι του σκιοφωτισμού, η διακοσμητική σχηματοποίηση διατηρούν τη μνήμη αυτών των αρχαιολογικών εξερευνήσεων με το μολύβι στο χέρι.
Όπως οι γλύπτες τον παλιό καιρό, ο Θεόδωρος Παπαγιάννης δεν απαξιώνει κανένα έργο. Βαθύς γνώστης της ανδριαντοποιίας, θα φιλοτεχνήσει πολλά μνημεία και προτομές με φιλαλήθεια, εντιμότητα και γνώση, που συχνά απουσιάζουν από ανάλογα έργα του δημόσιου χώρου. Στο καθαρά δημιουργικό του έργο διακρίνουμε δύο κύριες κατευθύνσεις από την πρώιμη κιόλας φάση: τα τεκτονικά γλυπτά, με συμπλέγματα μορφών λαξευμένα στο μάρμαρο και την πέτρα, που διατηρούν τη μνήμη των ορθογώνιων σχημάτων απ’ όπου προήλθαν. Τα μετακυβιστικά αυτά έργα έλκουν τη μακρινή καταγωγή τους από κυβιστές γλύπτες όπως ο Zadkine ή ο Lipchitz. Μια δεύτερη ομάδα γλυπτών εμπνέεται από οργανικές μορφές και αξιοποιεί τις δυνατότητες της «ζωικής φόρμας». Επιλέγοντας διαβρωμένες πέτρες και βότσαλα, ο γλύπτης εκμεταλλεύεται την τυχαία μορφική τους κλίση για να ανασύρει, με μικρές καίριες επεμβάσεις, ανθρώπινες φιγούρες με ιδιαίτερη εκφραστικότητα. Σε αυτή την ομάδα έργων αναγνωρίζουμε, ως μακρινούς «δασκάλους», μοντέρνους γλύπτες που θεμελίωσαν την παράδοση της «ζωτικής φόρμας», όπως ο Henry Moore.
Τα πουλιά διεκδικούν μία προνομιακή θέση στη θεματογραφία του Θεόδωρου Παπαγιάννη. Οι αεροδυναμικές φόρμες τους, οι αρμονικές καμπύλες τους, ο διάλογος ανάμεσα σε κυρτούς και κοίλους όγκους οδηγεί το γλύπτη σε μία συμπυκνωμένη αφαίρεση που διατηρεί από το θέμα τη δυναμική της πτήσης και τη μελωδία των γραμμών. Η στίλβωση της επιφάνειας, το παιχνίδι της εναλλαγής ανάμεσα σε γυαλισμένα και αδρά μέρη προσθέτουν τη χάρη τους σε αυτά τα ερατεινά έργα, από τα πιο όμορφα που έπλασε ποτέ η γλυπτική τέχνη με αυτό το θέμα. Η «θωπεία» της επιφάνειας του χαλκού από την αστραφτερή αντανάκλαση ως τη σγουρή θαμπάδα μαρτυρεί το γόνιμο δίδαγμα του Brancusi.
Παράλληλα, μία νέα ανθρωπότητα κάνει την εμφάνιση της στο έργο του γλύπτη, μία ανθρωπότητα που αναδύεται από αρχέγονες, αρχετυπικές και αρχαιολογικές μνήμες της Μεσογείου. Στην αρχή τα «ειδώλια» αυτά έχουν διαστάσεις μικρογλυπτικής όπως οι μορφές που αποτέλεσαν την πηγή της έμπνευσης του γλύπτη: τα αναθηματικά ειδώλια της υστερομινωικής και της μυκηναϊκής εποχής. Τα πήλινα ειδώλια σε σχήμα Φ ή Ψ που σχηματοποιούν τη Θεά «μεθ’ υψωμένων των χειρών», όπως βάφτισε αυτήν τη στάση ικεσίας ο Στέλιος Αλεξίου στην ομώνυμη μελέτη του. Μοναχικές ή σε ζευγάρια αυτές οι κλειστές μορφές είναι στην πρώτη τους φάση οικείες και γνώριμες. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί μια σειρά από μικρογλυπτά όπου συχνά διαφοροποιεί με άλλο κράμα και χρώμα μετάλλου τα φύλα και όπου τα κυρτά και τα κοίλα σχήματα δημιουργούν αρμονικές συζυγίες. Είναι από τα πιο γοητευτικά μικρογλυπτά της μοντέρνας ελληνικής πλαστικής.
Οι μορφές αυτές θα μεγεθυνθούν, θα πάρουν μνημειακές διαστάσεις και θα αλλάξουν χαρακτήρα, σε μία σειρά νέων έργων που κυριαρχούν στη δημιουργία του γλύπτη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: μορφές περίκλειστες, μετωπικές, ιερατικές, συμβολικές, με παράστημα ραδινό και λυγερό, αναπτυγμένες σε υπερφυσική κλίμακα, που την τονίζει ακόμη περισσότερο το μικρό σε μέγεθος σχηματοποιημένο κεφάλι. Οι φιγούρες αυτές μας θυμίζουν τις «βαθύζωνες» ομηρικές μορφές των θρηνωδών στους αττικούς γεωμετρικούς αμφορείς και τα πρώιμα αρχαϊκά αγάλματα, όπως η «Κυρία της Auxerre» στο Λούβρο. Γυναικείες και ανδρικές μορφές διαφοροποιούνται από την υπεροχή της καμπύλης ή της ευθείας και από τα ενδύματα. Ποδήρεις μανδύες στους άνδρες, περίκοσμοι χιτώνες στις γυναίκες. Τα διακοσμητικά στοιχεία, οι ζώνες, οι ταινίες, οι χρωματικές εναλλαγές δεν αποτελούν απλά στολίδια, τονίζουν, αρθρώνουν, οργανώνουν τη σύνθεση, οριοθετούν επίπεδα, άξονες. Οι χειρονομίες έχουν τελετουργικό χαρακτήρα: χέρια που ακουμπούν στη μέση, στο κεφάλι, που ανασύρουν πέπλα, που αγκαλιάζονται, που χαιρετούν.
Ο γλύπτης, βαθύς γνώστης και ακάματος εξερευνητής νέων υλικών, επινοεί καινούργια μέθοδο για να δώσει μορφή και πνοή σ’ αυτή την ιερή ανθρωπότητα. Καταφεύγει στα συνθετικά υλικά, στον πολυεστέρα, αλλά τον υποτάσσει στη δική του εκφραστική βούληση. Ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη είναι και η ποιητική των έργων. Αφού κατασκευάσει το μεταλλικό σκελετό της μορφής, δημιουργεί ένα εκμαγείο από πηλό που «ντύνει» την αρματωσιά του έργου. Μέσα εκεί διοχετεύεται το ρευστό συνθετικό υλικό. Στην ύλη του έχει ενσωματωθεί το χρώμα μαζί με άλλα αδρανή υλικά, όπως άμμος, χώμα , μαρμαρόσκονη κ.α. Τα χρώματα, ώχρες, γαιώδη, φωτεινά γαλάζια, γκρίζα ακτινοβολούν μέσα από την ύλη των έργων προσδίδοντας τους έναν αίθριο χαρακτήρα, που φαιδρύνει την αυστηρότητα τους. Οι λεπτομέρειες, κοσμήματα και στολίδια, ενσωματώνονται στο υλικό με διάφορους τρόπους (σφραγίσματα, ενθέσεις, χαράξεις κ.λ.π). Ο ιερατικός χαρακτήρας των μορφών επιβάλλει τα τελετουργικά ενδύματα με τον πλούσιο εμβληματικό διάκοσμο. Η συμπαράθεση αυτών των έργων σε συντάγματα εντείνει τον τελετουργικό τους χαρακτήρα και μεταβάλλει το χώρο που ενοικούν σε ναό. Ανάλογα με τον τρόπο που διατάσσονται στο χώρο οι μορφές σχηματίζουν άλλοτε επικλητικές λιτανείες, άλλοτε χορούς αρχαίας τραγωδίας. Με ιδιαίτερο χαρακτήρα φορτίζονται, όταν το κτίριο που τις υποδέχεται έχει μνημειακό ή τελετουργικό χαρακτήρα, όπως το Γενί Τζαμί στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση του 1995.
Οι καταστροφές που προκάλεσαν στο Πολυτεχνείο πριν από περίπου δέκα χρόνια οι «εορτασμοί» της ηρωικής εξέγερσης των φοιτητών συγκλόνισαν τον γλύπτη. Από τα αποκαΐδια των πυρπολήσεων θα αναστήσει μία νέα τοτεμική ανθρωπότητα με υλικά καθαγιασμένα από τη φωτιά. Μ’ ένα συγκλονιστικό κείμενο συνόδεψε τότε την πρώτη παρουσίαση αυτής της τραγικής μαρτυρίας στο κλιμακοστάσιο του κεντρικού κτιρίου της αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου. Οι πασσαλόμορφες φιγούρες μοιάζουν αυτή τη φορά να έρχονται από τα βάθη της Αφρικής κουβαλώντας μία ανεξιχνίαστη μαγική δύναμη, όπως τα αντίστοιχα έργα και οι μάσκες που πυροδότησαν στην αρχή του 20ου αιώνα την επανάσταση της μοντέρνας τέχνης. Άλλωστε, ο γλύπτης δεν κρύβει το θαυμασμό του στην πρωτόγονη τέχνη. Ο καμένος πάσσαλος, η σταυρική διάταξη οριζοντίων στοιχείων που σχηματίζουν κορμούς και χέρια, τα ορατά καρφιά, η προσθήκη εμβληματικών στοιχείων, όπως στέφανα ξερής δάφνης, μεταβάλλουν αυτά τα έργα σε μία συναρπαστική και μαζί καθαρτική μαρτυρία. Γηγενής προελληνική παράδοση και πρωτόγονη τέχνη διαλέγονται και στα τελευταία τοτεμικά γλυπτά του Θεόδωρου Παπαγιάννη. Όπως μου εξομολογήθηκε ο γλύπτης, ο πυρήνας του έργου λαξεύτηκε και πάλι πάνω στα καμένα ξύλα της κατεστραμμένης δεξιάς πτέρυγας του Πολυτεχνείου. Ο πυρήνας αυτός ντύθηκε από μεταλλικά δαντελένια πλέγματα που ολοκληρώνουν τον όγκο των μορφών αρθρώνοντας τα μέλη της. Συχνά το ξύλο σκάβεται στο στήθος όπου δημιουργείται μία τράπεζα προσφορών. Ο γλύπτης αποθέτει σ’ αυτή την κόγχη πρωτόλειους καρπούς, όπως θα έκανε ένας αρχαίος προσκυνητής στο ειδώλιο της θεότητάς του.
Τον τελετουργικό χαρακτήρα που έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια η δημιουργία του Παπαγιάννη υπογραμμίζουν οι «εγκαταστάσεις» και τα περιβάλλοντα που δημιουργεί. Φόρο τιμής στον επιούσιο άρτο αποτέλεσε το περιβάλλον που οργάνωσε το 1998 ο γλύπτης στη Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Ένας βολόσυρος με τους κοπτήρες του από οψιανό, που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι Έλληνες αγρότες στο αλώνισμα, περιβάλλεται από αρκετά σακιά με αλεύρι και ψωμιά, όλα κεραμικά, όλα φιλοτεχνημένα με ψευδαισθησιακή αληθοφάνεια. Στο κέντρο της αίθουσας μία τεράστια χαλύβδινη γάστρα, τοποθετημένη πάνω σε κάρβουνα, μας θυμίζει πώς έψηναν άλλοτε το ψωμί στα ορεινά χωριά της Ηπείρου. Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης επιβεβαιώνει άλλη μία φορά την καταγωγή του και μας θυμίζει που πρέπει να αναζητήσουμε την αυθεντικότητα της μαρτυρίας του.
Η εξέλιξη του έργου του Θεόδωρου Παπαγιάννη ευνοήθηκε από το κλίμα του Μεταμοντερνισμού, που ενθάρρυνε την επιστροφή σε τοπικές παραδόσεις και απελευθέρωσε τον καλλιτέχνη από την αυστηρή συμμόρφωση με τα διεθνή ρεύματα. Η ηπειρωτική καταγωγή του καλλιτέχνη, βιώματα της παιδικής του ηλικίας στην ύπαιθρο, οι θησαυροί των απέραντων μελετών του, η τιμιότητα του χειρωνακτικού μόχθου, το ακέραιο ήθος του ανθρώπου εξηγούν τον πλούτο, την ποικιλία, τη γνησιότητα και κυρίως την αισιοδοξία του έργου του Παπαγιάννη. Ενός έργου πανάρχαιου και σύγχρονου, που αποπνέει βαθιά ανθρωπιά.
Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης
Κώστας
Μπαλάφας
Φωτογράφος (1920 – 2011)

…] Γεννήθηκα σ’ ένα
κακοτράχαλο ηπειρώτικο
χωριό που λες πως και το ίδιο
γεννήθηκε για αγώνες πρώτα
με την ίδια τη φύση, για να
μπορέσει να επιβιώσει στην
κακοτράχαλη γη που
γεννήθηκε Και ένα μεγάλο
μαράζι ήταν ο ξενιτεμός.
Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για
λόγους βιοπορισμού, μόλις
τέλειωσα το Δημοτικό —το
τέλειωσα και δεν το τέλειωσα.
Ήμουν τότε έντεκα χρονών και
δούλευα σ’ ένα
γαλακτοπωλείο.Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα
γράψει λίγα πράγματα με το
μολύβι σ’ ένα μπλοκάκι, τα
βιώματά μου. Επειδή έγραφα
και για το αφεντικό μου
πράγματα όχι τόσο ευχάριστα,
μου σκίσανε το μπλοκάκι και
στενοχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό,
γιατί είχα γενικά όλα μου τα
βιώματα, πως έφυγα από το
χωριό μου, πως κατέβηκα σε μια
πολιτεία όπου είδα φώτα που
δεν τα έσβηνε η βροχή και ο
αέρας, πως, τέλος πάντων,
μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό
μου και την οικογένειά μου.Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς
του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε
υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη.
Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα
είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική
φωτογραφία. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει
αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και
αγγάρεψαν έμένα.
«Όταν κατάλαβα ότι αυτό το μηχάνημα που
κρατούσα στα χέρια μου μπορεί να αποτυπώσει σε
εικόνα πάνω σε χαρτί ό,τι έχω ζωντανό μπροστά
μου, μαγεύτηκα...»

Ο Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη Άρτας από την οποία έφυγε σε αναζήτηση εργασίας στην Αθήνα. Εργαζόμενος σε γαλακτοκομείο πατριώτη του και φοιτώντας σε νυχτερινό σχολείο μετέβη στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων και κατόπιν στην Ιταλία έως το 1939 όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη γαλακτολογία. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα διορίστηκε έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτοκομική Σχολή.

Δεν υπήρξε επαγγελματίας φωτορεπόρτερ, ούτε βρέθηκε τυχαία στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων: ήταν αντάρτης-τυφεκιοφόρος και παράτολμος φωτογράφος.Κατά την περίοδο των σπουδών του στα Ιωάννινα αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή (Junior Kodak) την οποία αντικατέστησε στην περίοδο της Ιταλίας με μια Robot, μαθαίνοντας εμπειρικά την τέχνη του σκοτεινού θαλάμου σε γειτονικό φωτογραφείο. Τη μηχανή του χρησιμοποίησε αργότερα για να απαθανατίσει την πορεία του ελληνικού στρατού προς το αλβανικό μέτωπο, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ, τον οποίο ακολούθησε ως τυφεκιοφόρος.

Ο Κώστας Μπαλάφας είναι «ανθρωπιστής» φωτογράφος που παρατηρεί και αποτυπώνει τα δρώμενα με ειλικρίνεια, είναι ο καλλιτέχνης που δημιούργησε, κάτω από αντίξοες συνθήκες, φωτογραφίες ντοκουμέντα για να διασωθεί το μεγαλείο του λαού μας.

Ο Κώστας Μπαλάφας
εικονογράφησε τη σύγχρονη
ελληνική ιστορία, αλλά και την
ιστορία της τέχνης της
φωτογραφίας, με εκατοντάδες
γνήσια ντοκουμέντα: για την
πορεία του ελληνικού στρατού
στην Αλβανία, την Κατοχή, το
αντάρτικο και τον αγώνα του
ΕΛΑΣ στην Ήπειρο, αλλά και
τον άνθρωπο του μόχθου και
της σκληρής επιβίωσης. Στα
δικά του καρέ πρέπει να
ανατρέξει όποιος θέλει να δει
ζωντανή την αλήθεια της
μεταπολεμικής Ελλάδας.
Το 2008 δώρισε το
φωτογραφικό αρχείο
του στο Μουσείο
Μπενάκη,
αποτελούμενο από
15.000 ασπρόμαυρα
αρνητικά από το 1939
έως το 2000 και 60
ταινίες μικρού μήκους
έτοιμες για ψηφιακή
επεξεργασία, με
κεντρικό θέμα τα ήθη
και τα έθιμα της
ηπειρωτικής και
νησιωτικής Ελλάδας.
Το τελευταίο κλικ της ζωής του
ήταν την Κυριακή, σε ηλικία 91
ετών. Ο Κώστας Μπαλάφας
έφυγε αναγνωρισμένος για το
έργο του.
Γιάννης Μόραλης(1916-2009)
- Γεννήθηκε στην Άρτα το 1916.
- Σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Παρθένη και τον Αργυρό και
- Το 1936 πήγε στη Ρώμη με τον Ν. Νικολάου και από εκεί μαζί στη Σχολή του Παρισιού.
- Με τον πόλεμο του 40 γύρισε στην Ελλάδα και το 1947 έγινε καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας μέχρι το 1983.
- Το έργο του είναι ευρέως γνωστό και σημαντικό. Ρεαλισμός-Αφαιρετικός ρεαλισμός-γεωμετρικότητα-Αυστηρή γεωμετρική σύνθεση-γαιώδη χρώματα αλλά και καθαρά αργότερα-Επιτυμβιακή και αρχαιοαναγλυφική σύνθεση, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του στην εξέλιξή της.
- Ο Μόραλης έπαιξε ρόλο σαν δάσκαλος στα εικαστικά δρώμενα της σύγχρονης Ελλάδας με τα 36 χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών.
- Είχε εκατοντάδες μαθητές και η εικαστική του προσωπικότητα είναι πολύπλευρη.
- Εικονογράφησε βιβλία, μάσκες, δίσκους, κεραμικά.
- Συνεργάστηκε με σημαντικούς ανθρώπους του Λόγου του Θεάτρου και της Μουσικής, οι δε εκθέσεις του ήταν και είναι πάντα ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός.

Κενάν Μεσαρέ(1880-1965)- Ο ζωγράφος των βαλκανικών πολέμων

Ο Κενάν Μεσαρέ γεννήθηκε στα Γιάννενα και σπούδασε στην σχολή Γαλατά Σεράι της Κωνσταντινούπολης.
Ο πατέρας του Χασάν Ταχσίν Πασά ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, στον 1ο Βαλκανικό πόλεμο, Διοικητής της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας.
Ο Κενάν Μεσαρέ υπηρέτησε ως υπασπιστής του πατέρα του τον οποίο ακολούθησε στις διάφορες στρατιωτικές μετακινήσεις του σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν παρών κατά την υπογραφή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης το 1912, στο Διοικητήριο.
Μιλούσε άπταιστα αλβανικά, τουρκικά, περσικά, αραβικά, γαλλικά και ελληνικά και φέρεται να συνέταξε το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στα γαλλικά.
Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη και πήρε την ελληνική υπηκοότητα.
Το 1934 παντρεύτηκε την Γιαννιώτισσα Ραφέτ, κόρη του Μουσταφά Πασά και εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Γιάννενα.
Όταν πέθανε, θάφτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο αλβανικό νεκροταφείο Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη.
Ο Κενάν Ταχσίν Μεσαρέ αποτύπωσε στα έργα του τοπία της Λίμνης των Ιωαννίνων, ζωγράφισε διάφορα πορτρέτα και υπήρξε ο εικονογράφος της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων το 1912-13 ενώ μετά δούλεψε για τη χαρτογράφηση των νέων συνόρων της Ελλάδας.
Συνήθιζε να χαρίζει έργα του και για το λόγο αυτό πολλά βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές ενώ πολλοί από τους πίνακές του χάθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Ο Κενάν Μεσαρέ, η Θάλεια Φλωρά – Καραβία, ο George Scott, ο Γεώργιος Ροϊλός, ο Περικλής Λύτρας, ο Γεώργιος Στρατηγός και ο Λυκούργος Κογεβίνας είναι οι ζωγράφοι των βαλκανικών πολέμων 1912 – 1913. Μεταξύ αυτών δίκαια ο Κενάν Μεσαρέ θεωρείται, μαζί με την Θάλεια Φλωρά – Καραβία, ως κορυφαίος.
Oι πίνακες του Κενάν Μεσαρέ που αφορούν στον αγώνα του Μπιζανίου και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων εκτίθενται στο Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων στο Εμίν Αγά. Τα έργα αυτά, σύμφωνα με την μαρτυρία του γιού του Σαχίν – Σέργιου (Ίνη) Μεσαρέ, δημιουργήθηκαν μετά το 1935 βάσει των περιγραφών τρίτων προσώπων, μιας και ο ζωγράφος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων.
![]() |
Απελευθέρωση των Ιωαννίνων/Είσοδος του Κωνσταντίνου στην πόλη |
Ο Κενάν Μεσαρέ αγάπησε τα Γιάννενα όσο και οι ντόπιοι καλλιτέχνες και άνθρωποι των γραμμάτων, γι’ αυτό και η πόλη τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε μεγάλο δρόμο της πόλης των Ιωαννίνων.
![]() |
Ψαράδες στη Λίμνη |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.