13 Μαρτίου, 2018

Αρχαιότητες της Ηπείρου

Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα(ή της Εφύρας)


Τα πιο γνωστά Μαντεία της Αρχαιότητας ήταν της Δωδώνης, των Δελφών και του Αχέροντα. Έχουν όμως μια σημαντική διαφορά. Στα δύο πρώτα οι επισκέπτες αιτούνταν από τους ιερείς ή τις ιέρειες χρησμό. Δηλαδή πρόβλεψη. Και επειδή η πρόβλεψη είναι πάντα παρακινδυνευμένη, δινόταν πάντα αλληγορικά, ώστε να εξηγηθεί κατά το δοκούν. 
Αντίθετα στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα δεν έχουμε αίτημα χρησμού αλλά μυσταγωγία επαφής με είδωλα και ήχους νεκρών συγγενικών και φιλικών προσώπων. 
Καταλυτικός για τα Μαντεία ήταν ο ρόλος των ιερέων, οι οποίοι επεδίωκαν συζητήσεις με τους επισκέπτες, για να γνωρίσουν τις προθέσεις τους και να δώσουν τις ανάλογες απαντήσεις, καθώς και η ιεροτελεστία που ακολουθούνταν. Υπέβαλαν τους επισκέπτες σε ψυχολογικές και σωματικές δοκιμασίες, είτε με τη δαιδαλώδη, επιβλητική κατασκευή του μαντείου και τις σκοτεινές γεμάτες υγρασία αίθουσες είτε με δίαιτα και με τη βοήθεια κυάμων και άλλων βοτάνων που μασούσαν ώστε να θολώνουν το μυαλό τους και να εξάπτουν τη φαντασία τους.

Το νεκρομαντείο του Αχέροντα/Εφύρας ήταν το πρώτο γνωστό μαντείο της αρχαιότητας, που ήταν αφιερωμένο στον θεό του Κάτω Κόσμου βρίσκεται σε έναν λοφίσκο στο χωριό Μεσόποταμο του νομού Πρέβεζας και ανακαλύφτηκε τη δεκαετία του ’60. Ήταν χτισμένο κοντά στο σημείο που ενώνονται τα ποτάμια Πυριφλεγέθων,  Αχέροντας και  Κωκυτός, που συμβόλιζαν τη θλίψη, τους στεναγμούς και τη στεναχώρια του θανάτου. Είναι γνωστό ως το Νεκρομαντείο του Αχέροντα ή το Νεκρομαντείο της Εφύρας,  από την ομώνυμη μυκηναϊκή αποικία, η οποία βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. 
Σύμφωνα με τον Όμηρο, από αυτό το σημείο κατέβηκε ο Οδυσσέας στον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει τον Τειρεσία και να πάρει χρησμό για τον γυρισμό του στην Ιθάκη. 
«ἄραξ’ ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη, καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ’ ἀραχνιασμένο σπίτι, Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα, κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν»,έτσι περιέγραφε στην Οδύσσεια ο Όμηρος την είσοδο για τον Άδη.
 Το νεκρομαντείο θεωρούταν το σημαντικότερο ιερό που είχε χτιστεί προς τιμήν του Άδη και εκεί βρισκόταν η είσοδος για το βασίλειο του Κάτω Κόσμου.


Ο θεός Άδης 
Στην αρχαία Ελλάδα ο Άδης ήταν ο θεός του θανάτου και αδερφός του Δία. Συμμετείχε στον πόλεμο εναντίον του Κρόνου και των Τιτάνων και αφού τους νίκησε, ανέλαβε τη βασιλεία του Κάτω Κόσμου. Στο πλευρό του είχε την Περσεφόνη, την κόρη της θεάς Δήμητρας, την οποία απήγαγε από τις πεδιάδες της Σικελίας. Ο Ερμής αναλάμβανε τη μεταφορά των ψυχών στις όχθες του ποταμού, απ’ όπου τις παραλάμβανε ο Χάροντας και τις μετέφερε με τη βάρκα του μέσα από την Αχερουσία λίμνη στον Κάτω Κόσμο. Η Αχερουσία λίμνη σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν η «χώρα του Άδη».


Ο Άδης αναφερόταν και ως Άιδης, Αιδωνεύς, Εύβουλος, Ευρύπυλος, Κλυμενος, Αγησίλαος, Κρατερός. και ήταν αόρατος χάρη στο κράνος που φορούσε. 


Ο Κέρβερος, ο τρικέφαλος σκύλος ήταν ο φύλακας της πύλης του Κάτω Κόσμου. Ο Άδης απαγόρευε αυστηρά την είσοδο των ζωντανών και την έξοδο των νεκρών από το βασίλειο των νεκρών.




Το ιερό του Νεκρομαντείου πυρπολήθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ.Τον 18ο αιώνα μ. Χ. στον χώρο του μαντείου χτίστηκε η εκκλησία του Άγιου Ιωάννη του Προδρόμου.

 Επικοινωνία με τα πνεύματα 



 Οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι νεκροί μπορούσαν να προβλέπουν το μέλλον. Όσοι ήθελαν να  επικοινωνήσουν μαζί με τις ψυχές και να πάρουν προβλέψεις για το μέλλον πήγαιναν στο νεκρομαντείο του Αχέροντα. Για να φτάσουν στη σκοτεινή αίθουσα και να πάρουν τον χρησμό έμεναν στις υπόγειες αίθουσες του μαντείου. Οι επισκέπτες  συναντούσαν τους ιερείς στην είσοδο, οι οποίοι τους συνόδευαν στα δωμάτια υποδοχής. Στην συνέχεια τους έκαναν κάποιες ερωτήσεις, ώστε να μάθουν τον σκοπό της επίσκεψής τους. Έπειτα τους μετέφεραν στα δωμάτια παραμονής, όπου προετοιμάζονταν για την επικοινωνία τους με τα πνεύματα.
Το νεκρομαντείο ανασκάφηκε τα έτη 1958-1964 και 1976-1977. Σύμφωνα με έρευνες η υπόγεια αίθουσα κατασκευάστηκε με τόξα ώστε να δημιουργεί ψυχοακουστικά φαινόμενα, καθώς επικρατεί η απόλυτη ησυχία Οι επισκέπτες οδηγούνταν στα υπνοδωμάτια όπου ακολουθούσαν συγκεκριμένο διαιτολόγιο και μασούσαν κύαμο για να θολώσει το μυαλό τους. Στη συνέχεια με τη συνοδεία του ιερέα πήγαιναν σε ένα δωμάτιο απομόνωσης. Στο τελικό στάδιο πραγματοποιούσαν θυσίες ζώων και πήγαιναν στο ιερό για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές. Αφού έκαναν προσφορές ώστε να τις ξυπνήσουν από τη λήθη, συνομιλούσαν μαζί τους.

Πηγή: http://www.mixanitouxronou.gr/to-nekromantio-tou-acheronta-itan-to-proto-gnosto-mantio-pou-itan-afieromeno-ston-adi-pou-vriskonte-i-ipogies-ethouses-opou-i-archei-zitousan-na-milisoun-me-ta-pnevmata-ton-nekron-vinteo-me-enaeria/


Η διαδικασία της μυσταγωγίας των πιστών
   
Μόλις ο επισκέπτης διέσχιζε την είσοδο του Νεκρομαντείου, βρισκόταν στην υπαίθρια αυλή (1).    Οι ιερείς τον υποδέχονταν και τον οδηγούσαν στα δωμάτια υποδοχής (2) που βρισκόταν δίπλα. Εκεί υπήρχαν και άλλα δωμάτια, τα οποία ήταν βοηθητικοί χώροι ή χώροι προσωπικού (2).
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι ιερείς του νεκρομαντείου ήταν να πάρουνπληροφορίες για το λόγο της επίσκεψης, την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση του επισκέπτη και στη συνέχεια τον οδηγούσαν στο νότιο τμήμα της αυλής όπου βρισκόταν τα δωμάτια παραμονής και προδιαίτησης (3). Εκεί παρέμειναν οι επισκέπτες για να προετοιμαστούν για τη δοκιμασία που θα ακολουθούσαν.
  Μετά την προετοιμασία τους, ο ιερέας τούς οδηγούσε μέσα από τις δύο πύλες (4) & (5) στα υπνοδωμάτια (6). Εδώ οι επισκέπτες υποβάλλονταν σε ειδική δίαιτα με κουκιά, χοιρινό λίπος και όστρακα, ουσίες που προκαλούσαν αναστάτωση στον οργανισμό τους. Όταν έκρινε ο ιερέας ότι κάποιος ήταν έτοιμος, τον οδηγούσε στον ανατολικό διάδρομο μέσα από την τρίτη πύλη (8). Πριν από αυτό όμως επισκεπτόταν το λουτρό (7) όπου έριχνε μια πέτρα δεξιά του για να εξορκίσει το κακό και έπλενε τα χέρια του στο λουτήρα (ένα πιθάρι με νερό).
Μετά το πλύσιμο των χεριών ο επισκέπτης οδηγούνταν στο τελευταίο βόρειοδωμάτιο παραμονής (9) για άγνωστο χρονικό διάστημα όπου η δίαιτα ήταν αυστηρότερη και με τις συνεχείς προσευχές αλλά και τις διηγήσεις του ιερέα μέσα στο σκοτάδι, οι αισθήσεις άρχισαν να υπολειτουργούν οδηγώντας τον σε μια κατάσταση παραισθήσεων.
Τελικά με οδηγό τον ιερέα, ο επισκέπτης έβγαινε στον ανατολικό διάδρομο (10) όπου θυσίαζε ένα ζώο (συνήθως πρόβατο) και κατευθύνονταν στην πύλη (11) του νότιου διαδρόμου.
Ο νότιος διάδρομος (12) ήταν δαιδαλώδης σαν λαβύρινθος με τρεις τοξωτές πύλες που είχαν σιδερένιες πόρτες με καρφιά ώστε να ενισχύει την αίσθηση του κάτω κόσμου. Εδώ πρόσφεραν στους θεούς άλευρα (άλφιτα) μέσα σε πήλινες λεκάνες που τις έσπαζαν επιτόπου.
Η τελευταία πύλη ήταν η είσοδος του ιερού (13) επίσης σιδερόφρακτη και οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα του ιερού (14), μια αίθουσα μεγέθους 15 Χ 4,25 μ. δεξιά και αριστερά της οποίας υπήρχαν από τρία δωμάτια τα οποία ήταν αποθηκευτικοί χώροι (15) για δημητριακά και προσφορές των επισκεπτών.
Εδώ στην κεντρική αίθουσα (14) γινόταν οι «χοές» δηλ. προσφορές σε υγρή μορφή, όπως γάλα, μέλι, κρασί και αίμα θυσιασμένων ζώων, που χύνονταν στο πλακόστρωτο δάπεδο για να εξευμενίσουν τους θεούς του κάτω κόσμου.    Μετά από αυτό, σ’ αυτό το χώρο εμφανιζόταν και οι «σκιές» των νεκρών και μιλούσαν στον επισκέπτη.
Στο τέλος ο επισκέπτης οδηγούνταν στην έξοδο (16) του ανατολικού διαδρόμου για να μη συναντηθεί με τους άλλους που ακόμα προετοιμαζόταν. Δεν έπρεπε να πει σε κανέναν τι είδε και τι έζησε γιατί θεωρούνταν βλασφημία.
Κάτοψη του Νεκρομαντείου του Αχέροντα






Μονή Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου
ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Τα αρχαιότερα ευρήματα του Νεκρομαντείου, ανάγονται στη μυκηναϊκή εποχή (14ος -13ος αι.π.Χ.), κατά την οποία χρονολογούνται και τρεις παιδικοί τάφοι με ελάχιστα ευρήματα. Όστρακα αγγείων και πήλινα είδωλα που βρέθηκαν δυτικά του λόφου ανάγονται στα μέσα του 7ου αι.π.Χ., ενώ τα λείψανα του Νεκρομαντείου που σώζονται τοποθετούνται στην ελληνιστική περίοδο. Το κύριο τμήμα του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου –αρχές 3ου αι.π.Χ.)
Το 167 π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους και έπαυσε η λειτουργία του για να κατοικηθεί ξανά τον 1ο αι.π.Χ. Τον 18ο αι.μ.Χ. οικοδομήθηκε στο χώρο η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου η οποία σώζεται μέχρι σήμερα με το αντίστοιχο νεκροταφείο. 
Στο χώρο βρέθηκαν επίσης εκατοντάδες αγγεία που περιείχαν προσφορές, λυχνάρια και μικρότερα αγγεία διακοσμημένα με το ρυθμό «δυτικής κλιτύος». Στις αποθήκες βρέθηκαν μυλόπετρες, θαλασσινά όστρεα, γεωργικά και οικοδομικά εργαλεία και ειδώλια της Περσεφόνης και του Κέρβερου.
Η Αρχαιολογική Εταιρία διενήργησε ανασκαφές στο χώρο του Νεκρομαντείου τα έτη 1958-1964 και 1976-1977 υπό τον καθηγητή αρχαιολογίας Σωτήριο Δάκαρη.



Η αρχαία Δωδώνη


Η αρχαία Δωδώνη υπήρξε λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης. Υπήρξε, επίσης, γνωστή από το αρχαιότερο μαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που βρισκότανε στην περιοχή. 
  Προσδιορίζεται γεωγραφικά σε απόσταση περίπου 2 χλμ. από τον οικισμό της Δωδώνης και κείται σε κλειστή, επιμήκη κοιλάδα, στους πρόποδες του όρους Τόμαρου, σε υψόμετρο 600 μ.

Υπάρχουν πολλές αναφορές για την ονομασία του ιστορικού ονόματος της αρχαίας Δωδώνη, Μερικοί πιστεύουν πως έρχεται από το Δία, άλλοι από τη νύμφη Δώδωνα, άλλοι απο το ρήμα "Δωδώ", που σημαίνει μπουμπουνίζω και άλλοι από το ρήμα δίδωμι, που σημαίνει πλούσια και εύφορη επειδή  πεδιάδα,  γεμάτη καρπούς, που έδινε  στον κόσμο.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Δωδώνης βρίσκεται 22 χιλ. νότια των Ιωαννίνων, στη στενή κοιλάδα ανάμεσα στον Τόμαρο και τη Μανώλιάσσα. Η χρήση της θέσης ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Η πρώτη λατρεία είναι αυτή της θεάς Γαίας
Η λατρεία του Δία και της Δρυός εισάγεται στη Δωδώνη από κλάδο των Θεσπρωτών (Σελλοί) (19ος - 14ος π.Χ. αιώνας) και σύντομα εξελίσσεται σε κυρίαρχη λατρεία. Τα πρώτα αφιερώματα από τη νότια Ελλάδα εμφανίζονται στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα.
Η αρχή της οικοδομικής δραστηριότητας τοποθετείται στον 4ο π.Χ. αιώνα. Η μεγαλύτερη άνθηση του ιερού σημειώνεται τον 3ο π.Χ. αιώνα. Καταστρέφεται το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς, επανοικοδομείται όμως και λειτουργεί μέχρι τη ρωμαϊκή επέμβαση και καταστροφή του 167 π.Χ.        Το ιερό λειτουργεί με άλλο χαρακτήρα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Το τέλος του έρχεται τον 4ο αιώνα μ.Χ. επί Θεοδοσίου του Μεγάλου και στο χώρο του οικοδομούνται Βασιλικές. 
Σήμερα το θέατρο χρησιμοποιείται για θεατρικές παραστάσεις.
Οι πρώτες ανασκαφές του 1875 από τον Κ. Καραπάνο επιβεβαίωσαν τη θέση του ιερού και απέδωσαν πολυάριθμα ευρήματα. Το 1913 ακολούθησε η ανασκαφική διερεύνηση του χώρου από την Αρχαιολογική Εταιρεία και υπό τη διεύθυνση του Γ. Σωτηριάδη, αλλά διακόπηκε από τα γεγονότα του 1921. Οι έρευνες συνεχίστηκαν από το Δ. Ευαγγελίδη στο διάστημα 1929-32. Η περίοδος των νεότερων συστηματικών ανασκαφών εγκαινιάστηκε στη δεκαετία του 1950 υπό τη διεύθυνση των Δ. Ευαγγελίδη και Σ. Δάκαρη. Από το 1981 και εξής οι ανασκαφές γίνονται υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας με συγχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Συστηματικές εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης του θεάτρου και σταδίου και των λοιπών χώρων ξεκίνησαν μετά το 1961 με πιστώσεις της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Σημαντικότερα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου της Δωδώνης είναι:
- Η Ιερά Οικία /Ναός Διός, Διαστάσεις 20.80 Χ 19.20 μ. Παρουσιάζει τέσσερις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις. Η αρχαιότερη μορφή του ιερού δεν είναι γνωστή. Αρχικά ήταν υπαίθριο με ένα κύκλο χάλκινων λεβήτων σε τρίποδες γύρω από την ιερή βαλανιδιά. Ο πρώτος ναός κτίστηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα. Ακολούθησαν επεκτάσεις και διορθωτικές επεμβάσεις κατά τον 4ο, 3ο και 2ο π.Χ. αιώνα.
Ο χώρος του ιερού του Δία

-
 
Το Θέατρο, από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας, με χωρητικότητα περίπου 18.000 ατόμων. Κατασκευάστηκε τον 3ο π.Χ. αιώνα επί Πύρρου. Τα κυριότερα τμήματά του ήταν το κοίλο, η ορχήστρα, η δωρική στοά και ξύλινο προσκήνιο. Καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς. Στα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα αποκαταστάθηκε και συμπληρώθηκε. Καταστράφηκε το 167 π.Χ. από τον Αιμίλιο Παύλο. Τον 1ο π.Χ. αιώνα λειτουργούσε σαν αρένα.
Τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της Δωδώνης

-
 Το Βουλευτήριο . Αποτελείται από αίθουσα διαστάσεων 43.60 Χ 32.35 μ. και δωρική στοά στην πρόσοψη. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου ή αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. Ανοικοδομήθηκε μετά την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και μετά την καταστροφή του από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.). Επισκευάστηκε επί Αυγούστου και λειτουργούσε ως τα τέλη του 1ου π.Χ. αιώνα.
-Το Στάδιο. Δεν είναι πλήρως ανασκαμμένο. Είναι από τα λίγα αρχαία στάδια με λίθινα καθίσματα (21 ή 22 σειρές). Είναι σύγχρονο με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου (τέλη 3ου π.Χ. αιώνα).

Η Ακρόπολη.
Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος του 4ου π.Χ. αιώνα, περιμέτρου περίπου 750 μ. Το τείχος ενισχύεται κατά τόπους με ορθογώνιους πύργους. Διακρίνονται τρεις πύλες. Στο εσωτερικό του τείχους διακρίνονται θεμέλια κτιρίων και υπόγεια δεξαμενή νερού λαξευμένη σε βράχο.
Το Πρυτανείο . Ορθογώνιο οικοδόμημα του 4ου π.Χ. αιώνα, διαστάσεων 17.30 Χ 10.70 μ. Είναι το αρχαιότερο κτίριο του ιερού μετά την "Ιερά Οικία." Χρησίμευε ως κατάλυμα των ιερέων του Δία ή των ηγεμόνων του Κοινού των Μολοσσών. Καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς.





Η αρχαία Νικόπολη

 Η πόλη ιδρύθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο το 31 π.Χ., λίγα χιλιόμετρα από τη σημερινή Πρέβεζα, σε μια στενή λωρίδα εύφορης γης που χωρίζει το Ιόνιο πέλαγος από τον Αμβρακικό κόλπο- μια πόλη «Θρίαμβος» που θα δόξαζε αιώνια τη νίκη του Οκταβιανού έναντι του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου. Μια αψίδα θριάμβου, ακόμα και η ίδρυση μιας πολίχνης με το όνομα του νικητή δεν ήταν αντάξιες του γεγονότος. Γιατί με τη νίκη του Οκταβιανού εγκαινιάζεται η μετάβαση της ρωμαϊκής διακυβέρνησης από τη δημοκρατία (republicae) στο αυτοκρατορικό μοντέλο. 
Με την ίδρυση της «πόλης της Νίκης» ξεκινά μια περίοδος που στο ανατολικό, μετέπειτα βυζαντινό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ειδικά στον ελλαδικό χώρο, θα διαρκέσει 15 αιώνες.
Η Νικόπολη υπήρξε διοικητική πρωτεύουσα της Ηπείρου για 7 αιώνες. Ο Οκταβιανός για να δώσει ζωή στο φιλόδοξο σχέδιό του μετέφερε στη νέα πόλη πληθυσμούς από τις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις της ευρύτερης περιοχής- η (ελληνο)ρωμαϊκή Νικόπολη υπολογίζεται ότι στην περίοδο της ακμής της είχε (έως) 100.000 κατοίκους, όντας ένα από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα του ρωμαϊκού κόσμου. 
Από τις αρχές του 7ου αι. οι αναφορές στις πηγές και τα ανασκαφικά ευρήματα σπανίζουν,  ώστε δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τη συνέχεια της αστικής ζωής.
Σήμερα αποτελεί έναν μοναδικό στην Ελλάδα αρχαιολογικό χώρο- η έκτασή, οι «μνημειακοί πυρήνες» και το μουσείο του αντιπροσωπεύουν το πληρέστερο ενιαίο παράδειγμα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και τρόπου ζωής. 
 Άλλες μεγάλες πόλεις της ρωμαϊκής περιόδου σκεπάστηκαν από τις μεταγενέστερες εκδοχές τους. Στη Νικόπολη αυτό δε συνέβη- ο αστικός χώρος έγινε εξοχή με διάσπαρτα ερείπια εν μέσω αγρών, εκατέρωθεν των μεγάλων τειχών που ποτέ δεν γκρέμισαν. Η στάχτη (στην Πομπηία) έκανε πολύ καλύτερα τη δουλειά της- εκεί ο χρόνος ακινητοποιήθηκε απότομα κι ενώ η πόλη άκμαζε. Η Νικόπολη είχε ήδη σχεδόν «ξεθεμελιωθεί» από επιδρομές- και μετά τον 10ο αιώνα πρέπει να εγκαταλείφθηκε εντελώς. Πάντως, κανείς δεν έκτισε τσιμέντα πάνω από τα περίτεχνα ψηφιδωτά.
Για όποιον «ταξιδεύει» με την ιστορία, είναι ένας καταπληκτικός προορισμός.
Από τον ίδιο λοφίσκο όπου υπάρχουν σήμερα τα απομεινάρια του Τροπαίου της Νίκης, παρακολούθησε ο Οκταβιανός την εξέλιξη της ναυμαχίας. Η θέα είναι εξαιρετική και εκεί έστησε το στρατηγείο του. Προληπτικός καθώς ήταν, όταν συνάντησε έναν χωρικό με τον γάιδαρό του, ρώτησε τα ονόματά τους. «Ευτύχιος» απάντησε ο χωρικός. «Και ο γάιδαρος;», επέμεινε ο Αύγουστος- «Νίκων» του απάντησε ο χωρικός και ο μετέπειτα αυτοκράτορας το θεώρησε τόσο καλό οιωνό, που μετά την μάχη διέταξε να κατασκευαστεί άγαλμά τους... Στο σημείο ανήγειρε ένα πομπώδες μνημείο, το «Τρόπαιο»- αποτελούνταν από πέτρινο κτίσμα όπου εντοίχισε έμβολα των ηττημένων πλοίων, χώρο λατρείας και μνημειώδη βωμό. Η πέτρινη επιγραφή μήκους 48 μέτρων όπου ο Κάισαρας γράφει στα λατινικά πως αφιερώνει το Τρόπαιο στον Άρη και τον Ποσειδώνα, ξεκινά ως εξής: «Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ, γιος του Θεϊκού Ιουλίου, νικητής του πολέμου που διεξήγαγε υπέρ της Δημοκρατίας...».
Μετά τη νίκη του ο Οκταβιανός ονομάστηκε Αύγουστος (Σεβαστός) από τη Σύγκλητο και ο ίδιος «έχρισε» τον εαυτό του «Πρώτο Πολίτη»- η δημοκρατία (res publica) καταργήθηκε.
Ο νέος Καίσαρας δεν λυπήθηκε τα έξοδα. Η πόλη της νίκης του θα ήταν μια λαμπρή πόλη. Στις υπώρειες του «Τροπαίου» ο Οκταβιανός δημιούργησε ένα σύμπλεγμα εγκαταστάσεων άθλησης και ψυχαγωγίας- το Προάστιο, όπως λεγόταν, βρισκόταν ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης και περιελάμβανε το Θέατρο, το Στάδιο και το Γυμνάσιο. Στην κατασκευή τους συνετέλεσε πάλι η δεισιδαιμονία του Οκταβιανού- θεωρώντας ότι κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας είχε την εύνοια και την συνδρομή του Ακτίου Απόλλωνα, αναβάθμισε τα «Άκτια», τους αγώνες που διοργανώνονταν κάθε χρόνο προς τιμή του θεού. Μετέφερε την έδρα τέλεσής τους στη νέα πόλη και δημιούργησε τις υποδομές όπου θα στεγάζονταν- αθλητές από όλη την αυτοκρατορία ταξίδευαν στη Νικόπολη για να συμμετάσχουν.
Το αρχαίο θέατρο
Στο θέατρο φιλοξενήθηκαν οι μουσικοί αγώνες των Νέων Ακτίων αλλά λειτούργησε και σαν ένα οποιοδήποτε ρωμαϊκό θέατρο- τραγωδίες ή σατυρικά έργα, αλλά και μονομαχίες και θηριομαχίες πρέπει να εξελίχθηκαν εντός του. Χωρούσε 5.000 ανθρώπους, χωρισμένους σε 3 διαζώματα ανάλογα με την κοινωνική τους τάξη και το φύλο- οι αριστοκράτες πιο κοντά στην σκηνή, οι υπόλοιποι άνδρες στη μεσαία ζώνη και πιο πάνω τα γυναικόπεδα. Στέκεται ακόμη όρθιο- το κοίλο των θεατών, η ημικυκλική ορχήστρα μπροστά του και πιο πίσω το σκηνικό οικοδόμημα, άλλοτε διακοσμημένο με αγάλματα θεών και μουσών. Εντυπωσιακό κτίσμα που η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει όλο και περισσότερο. Στην πρόσφατη ανασκαφική περίοδο αποκαλύφθηκαν το προσκήνιο, το θεωρείο, θολωτές υποδομές και κλιμακοστάσιο στο άνω κοίλο, ενώ κατασκευάστηκε περιμετρική διαδρομή περιήγησης.
Από το συγκρότημα του Γυμνασίου που εκτεινόταν σε πολλά τετραγωνικά μέτρα και πρέπει να περιελάμβανε στεγασμένο προπονητήριο, παλαίστρα, λουτρά και αίθουσες διαλέξεων, αλλά και από το μεγάλο, αμφιθεατρικό Στάδιο της Νικόπολης, ελάχιστα έχουν απομείνει. Το αποτύπωμα της κάτοψης του σταδίου είναι όμως ακόμη ορατό, δίνοντας μια αχνή εντύπωση των διαστάσεων. Η θέση επίκειται να ανασκαφεί συστηματικά.
 Η Νικόπολη υπήρξε η αγαπημένη πόλη του Αυγούστου- εργασίες ανέγερσής της εικάζεται ότι παρακολούθησε και ο ίδιος. Η δημιουργία εκ του μηδενός της νέας πόλης ακολούθησε την ρωμαϊκή πολεοδομία. Το άστυ, μια έκταση 1.400 στρεμμάτων, επιμερίστηκε σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα σε οικοδομικές νησίδες (insulae) και τον οικιστικό ιστό έτεμναν δύο κάθετες λεωφόροι- πλακόστρωτο τμήμα της decamanus maximus, της μεγαλύτερης από αυτές, διατηρείται ακόμα σε κατάσταση τόσο καλή ώστε ο σύγχρονος επισκέπτης μπορεί να αναπαραστήσει στο νου του την αρχαία κίνηση και ζωή. Οι δύο λεωφόροι διασταυρώνονταν στην Αγορά (forum), έναν τεράστιο ελεύθερο χώρο, μια πλατεία από αυτές που σήμερα στις ελληνικές πόλεις σπανίζουν.
Τα αρχαία τείχη
Παρότι η ρωμαϊκή ειρήνη (Pax Romana) είχε επιβληθεί αποτελεσματικά από τις λεγεώνες, τη ρωμαϊκή νομοθεσία και έναν κραταιό διοικητικό μηχανισμό, ο Οκταβιανός, για να αισθάνονται οι κάτοικοι της Νικόπολης ασφαλείς, όρθωσε σε μια περίμετρο 5,5 χιλιομέτρων γύρω από το άστυ, ψηλά τείχη με μεγάλες πύλες. 
 Για την ύδρευση της Νικόπολης οι μηχανικοί του μετέφεραν νερό από τις πηγές του Λούρου σε απόσταση 55 χιλιομέτρων- μέσω πήλινων ή λίθινων αγωγών, στηριγμένων σε τοξωτές γέφυρες στις χαράδρες, μέσα από σήραγγες που τρυπούσαν τα βουνά ή από πέτρινα αυλάκια στα πιο επίπεδα μέρη, το νερό έφτανε σε δύο υδατόπυργους και από εκεί διακλαδωνόταν στα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια. Είναι ενδιαφέρον ότι από τις ίδιες πηγές υδρεύονται και σήμερα η Άρτα, η Πρέβεζα και η Λευκάδα.
Ρωμαϊκό υδραγωγείο
Από τα δημόσια κτίρια της Νικόπολης διασώζεται το Ωδείο- ειδικά μετά τις τελευταίες εργασίες της Επιστημονικής Επιτροπής Νικόπολης, είναι όχι μόνο επισκέψιμο αλλά και λειτουργικό, ώστε το καλοκαίρι φιλοξένησε σειρά εκδηλώσεων. Κατασκευάστηκε στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ.. Με στέγη στην αρχική του μορφή χωρούσε περίπου χίλιους ανθρώπους που ψυχαγωγούνταν με μουσική ή θέατρο, ποιητικές απαγγελίες και ρητορικές επιδείξεις. Σήμερα, αν καθίσεις στο κοίλο των θεατών ή περπατήσεις την περιμετρική στοά του θεάτρου, θα νιώσεις την ατμόσφαιρα της ρωμαϊκής εποχής ζωηρά γύρω σου- τις αντιδράσεις των θεατών, ηθοποιούς επί σκηνής και άλλους να προετοιμάζονται στους χώρους της στοάς, τους τεχνικούς να χειρίζονται τον μηχανισμό της αυλαίας.
Ποιοι ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς ζούσαν, σε ποιο κοινωνικό πλαίσιο και ποια καθημερινότητα είχαν, οι πληβείοι και οι αριστοκράτες της Νικόπολης- έμποροι, τεχνίτες, στρατιωτικοί και αξιωματούχοι γραφειοκράτες, αγρότες, έποικοι και δούλοι από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας;
Οι απαντήσεις, «ιδίοις όμμασι» στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Νικόπολης στην Πρέβεζα. Ο επισκέπτης μπορεί να αντικρίσει υπαρκτά πρόσωπα στις προτομές, που είναι πιο «χοντροκομμένες» αλλά και περισσότερο ρεαλιστικές από αυτές των κλασικών χρόνων. Στα αγάλματα θα δει τις κομμώσεις και τα ρούχα τους, χιτώνες με απανωτές πτυχώσεις που αποδίδονται με τέχνη στο λευκό μάρμαρο. Θα δει τα νομίσματα των καθημερινών συναλλαγών των εμπόρων ή των αποταμιεύσεων των λεγεωνάριων- κλειδιά των σπιτιών τους, σφραγίδες των εγγράφων τους, επιστήθια σταυρουδάκια σαν τα σημερινά, επιτύμβιες στήλες με το όνομα και την ηλικία του κάθε νεκρού. Τους αμφορείς όπου αποθήκευαν το κρασί, το στάρι και το λάδι τους- τα πήλινα ή χάλκινα σκεύη των φτωχών και τα ασημένια των πλουσίων. Ζάρια και επιτραπέζια παιχνίδια, μυροδοχεία και γυάλινα φιαλίδια αρωμάτων.
Ο πληθυσμός της Νικόπολης ήταν κατά βάση ελληνικός και η πόλη σίγουρα ελληνόφωνη- δεν αποικίστηκε μαζικά από ιταλιώτικους πληθυσμούς, όπως συνέβη, για παράδειγμα στην περίπτωση της Κορίνθου. Υπήρξε όμως σίγουρα ένα αστικό περιβάλλον πολυπολιτισμικό και πολυφυλετικό- άνθρωποι από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, λεγεωνάριοι και ακτήμονες πολιτικοί υποστηρικτές του Οκταβιανού, μετοίκησαν στην πόλη και συνυπήρχαν υπό τη σκέπη της ρωμαϊκής ειρήνης και νομοθεσίας. Η περίοδος ακμής της εντοπίζεται στους τρεις πρώτους αιώνες της ζωής της, στο ασφαλές περιβάλλον που η Pax Romana διαμόρφωνε. Ο σημαντικότερος γεωγράφος της αρχαιότητας, ο Στράβων έγραψε για την πόλη: «η μεν ουν Νικόπολις ευανδρεί και λαμβάνει καθ’ ημέρα επίδοσιν, χώραν τε έχουσα πολλήν».
Ο Οκταβιανός παραχώρησε σημαντικά προνόμια- κάποια διοικητική αυτοτέλεια, νομισματοκοπείο όπου η πόλη «έκοβε» δικό της νόμισμα, φοροαπαλλαγές και μια (έξω από τα τείχη) αγροτική περιοχή που κατατμήθηκε σε κλήρους και μοιράστηκε στους πολίτες της. 
Διαθέτοντας τρία λιμάνια και βάση της γεωγραφικής της θέσης, η Νικόπολη έγινε σπουδαίος σταθμός του διαμετακομιστικού εμπορίου της εποχής- τα περισσότερα πλοία που ταξίδευαν ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική περιοχή της αυτοκρατορίας, περνούσαν από τα λιμάνια της.
Υπήρχαν εργαστήρια τεχνιτών κάθε είδους αλλά σίγουρα τα ψηφιδωτά της Νικόπολης είναι διαχρονικά έργα τέχνης- από τα λεπτοδουλεμένα θέματά τους παίρνουμε πληροφορίες για το φυσικό περιβάλλον, τις γεωργικές εργασίες αλλά και την έντονη αλιευτική δραστηριότητα των κατοίκων της πόλης στον Αμβρακικό και το Ιόνιο. 
Στην περιτειχισμένη πόλη έχουν βρεθεί ερείπια 5 κτιριακών συγκροτημάτων που, μάλλον, λειτουργούσαν ως δημόσια λουτρά- βέβαια οι ρωμαϊκές θέρμες δεν αποτελούσαν μόνο χώρους υγιεινής αλλά με τους κήπους, τα γυμναστήρια, τις βιβλιοθήκες που διέθεταν ήταν ολοκληρωμένα κέντρα αναψυχής, πολυτελώς διακοσμημένα και κατάφορτα από έργα τέχνης. Στη Νικόπολη δεν έχουν ακόμη ανασκαφεί συστηματικά. Πάντως ενδεικτικό του υψηλού πολιτισμού της πόλης είναι πως ο επιφανέστερος στωικός φιλόσοφος, ο Επίκτητος, στη Νικόπολη ίδρυσε τη Σχολή του.


Στη Νικόπολη έχουν ανασκαφεί δύο πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες,  που με έκταση πολλών τετραγωνικών μέτρων η καθεμιά, προφανώς ανήκαν σε μέλη της τοπικής αριστοκρατίας- όπως θα ήταν ο Μάνιος Αντωνίνος. Έζησε σε ένα σπίτι που θα ζήλευαν και σημερινοί μεγιστάνες- ένα ιδιωτικό οικιστικό συγκρότημα πολλών επιμέρους χώρων, υπνοδωματίων, αιθουσών υποδοχής και δεξιώσεων που τα δάπεδά τους ακόμη κοσμούνται από πολύχρωμα ψηφιδωτά. Απέμειναν τα ερείπιά του αλλά όλοι οι κυρίως χώροι έχουν ταυτοποιηθεί- το αίθριο με περιστύλιο, δεξαμενές και λουτρά με λεβητοστάσιο, ατομικός λουτήρας με ψηφιδωτό θόλο, πηγάδι (που στις πρώτες ανασκαφές της οικίας το 1970 βρέθηκε να έχει ακόμα νερό), το γραφείο που ο Αντωνίνος χρησιμοποιούσε για τις επαγγελματικές του υποθέσεις. Η ζωή του στην πολυτελή κατοικία των 3.400 τ.μ. που κτίστηκε κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ. ήταν σίγουρα εντελώς διαφορετική και ασύγκριτα πολυτελέστερη από τη ρουτίνα των συνηθισμένων ανθρώπων, που οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι ζούσαν σε ταπεινές μονοκατοικίες ή στενόχωρα διαμερίσματα πολυώροφων κτιρίων. Η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει ανακαλύψει ούτε καν ίχνη αυτών των αρχαίων πολυκατοικιών- όπως στο μέλλον θα δυσκολευτεί σίγουρα να αποκαλύψει πλαστικά απομεινάρια των ζωών μας στα οικόπεδα των σημερινών πολυκατοικιών.
Η ταξική διαστρωμάτωση περισσότερο εμφανής από ότι στα σπίτια, είναι στις (5) νεκροπόλεις των ανθρώπων εκείνων, όπου τα επιβλητικά μαυσωλεία των πλουσίων οικογενειών, συνυπήρχαν με τους απλούς τάφους των φτωχών. Ανάμεσα σε ταφικούς θαλάμους με μαρμάρινα δάπεδα και ψηφιδωτά, με αγάλματα και διακοσμημένες σαρκοφάγους, παρεμβάλλονταν συστάδες λίθινων πλακών με νεκρούς που στον Άδη τους συνόδευαν απλοϊκά κτερίσματα από πιο ευτελή υλικά. Νεκρά βρέφη και νήπια συχνά τοπουθετούνταν σε αμφορείς που θάβονταν στο χώμα (εγχυτρισμοί). Η καύση των νεκρών, μέχρι τον 2ο αι. μ.Χ., ήταν συνηθισμένη...
Στους δύο πρώτους αιώνες μ.Χ. η ζωή στην πόλη άνθισε. Μετά, η ρωμαϊκή ειρήνη που αποτελούσε τη βάση της ευημερίας, «ξέφτισε» από εμφυλίους πολέμους και βαρβαρικές επιδρομές. Δίχως την ασφάλεια της Pax Romana η Νικόπολη μετατρέπεται από κοσμοπολίτικο σε θρησκευτικό κέντρο. Η (πρώιμη) βυζαντινή περίοδος της πόλης είναι μια «άλλη ιστορία.










Η αρχαία Εφύρα
  
 Η Εφύρα είναι από τις παλαιότερες πόλεις της αρχαίας Ηπείρου. Βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Μεσοπόταμος. Ήταν η σπουδαιότερη αποικία των Ηλείων στη συμβολή του Κωκυτού ποταμού με τον Αχέροντα, κοντά στο Νεκρομαντείο. Επικοινωνούσε με το λιμάνι Χειμέριο και έγινε μεγάλο εμπορικό κέντρο.
 Στα 1400 – 1300 π.Χ. ήρθαν άποικοι από τις Μυκήνες και έφτιαξαν κυκλώπεια τείχη 1.200 μέτρων σαν της Τίρυνθας με εντολή του βασιλιά Αχαιού. Βρέθηκαν τάφοι της εποχής του σιδήρου. 
 Ο Φίλιππος ο Β’ την παραχώρησε στους Ηπειρώτες. Τελικά καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ.
  Από την Εφύρα  καταγόταν και ο Αντίφος που ως αρχηγός στόλου 30 πλοίων έλαβε μέρος στον τρωικό πόλεμο. 
  Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι οι “Μυκηναίοι” έμποροι ίδρυσαν στο φυσικά προστατατευόμενο κόλπο  του “Γλυκού Λιμένα” έναν εμπορικό σταθμό, την Εφύρα, σε θέση κοντά στις εκβολές του Αχέροντα.



Η αρχαία Κασσώπη

  
 Στους λόφους του σημερινού χωριού Καμαρίνα του Δήμου Ζαλόγγου Πρέβεζας , υπάρχουν τα ερείπια της αρχαίας πόλης Κασσώπης, η οποία ιδρύθηκε από τους Κασσωπαίους, ένα Ηπειρωτικό φύλο, κλάδο των Θεσπρωτών και πιθανώς αργότερα εποικίσθηκε και από εποίκους Ηλείους και Αρκάδες. H ίδρυση της πόλης ήταν το αποτέλεσμα ενός συνοικισμού των διάσπαρτων οικισμών της περιοχής. Μια άποψη λέει ότι η πόλη κτίσθηκε από γηγενείς Ηπειρώτες Θεσπρωτούς με σκοπό να προστατευθεί η εύφορη κοιλάδα – πεδιάδα του δυτικού τμήματος του Νομού Πρέβεζας από τις βλέψεις των Ηλείων εποίκων. Κάποια πρώιμα ευρήματα υποδεικνύουν ότι πιθανόν στη θέση της πόλης να προϋπήρχε κάποιος μικρότερος οικισμός. Ο καθηγητής αρχαιολογίας Σωτήριος Δάκαρης διεξήγαγε ανασκαφές στην Κασσώπη για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείαςστο διάστημα 1952-1955, αργότερα δε οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από το 1977-78 έως το 1983, με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου, αργότερα δε έγινε έκδοση τόμου των ερευνών στο Μόναχο.
 Οι απόψεις για τη χρονολογία ίδρυσης της Κασσώπης διίστανται. Μία άποψη φέρει την Κασσώπη να ιδρύεται στον 8ο – 7ο αιώνα π.Χ. από Αρκάδες και Ηλείους εποίκους και άλλη άποψη τον 4ο αιώνα π.Χ. από Κασσωπαίους, κλάδο των Θεσπρωτών
 Η άποψη του Υπουργείου Πολιτισμού (Ελλάδα) είναι ότι «η Κασσώπη, πρωτεύουσα της Κασσωπαίας, κτίστηκε πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (340 π.Χ), σε φυσικά οχυρή θέση, σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο 550-650 μ., στις πλαγιές του Ζαλόγγου, με σκοπό να προστατεύσει από την εκμετάλλευση των Ηλείων αποίκων, την εύφορη πεδιάδα που απλωνόταν νοτιότερα». 
   Η αλήθεια είναι κάπου ενδιάμεσα. Πιθανώς παλιότερα, αλλά έλαβε τη μεγάλη ανάπτυξη και αίγλη της τον 4ο αιώνα π.Χ.. Ο Στέφανος Βυζάντιος, συγγραφέας της εποχής του 6ου αιώνα μ.Χ., αναφέρει την Κασσώπη στο βιβλίο του «Εθνικά»: «Πόλις εν Μολοσσοίς επώνυμος τη Κασσωπαία Χώρα». Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται με τον ευρύτερο όρο Κασσωπαία χώρα και όχι τόσο στην πόλη Κασσώπη. Εξαίρεση αποτελεί ο Διόδωρος Σικελιώτης (80-20 π.Χ.) στο βιβλίο του «Ιστορική Βιβλιοθήκη ΙΧ, 88» πού αναφέρει «Κασσώπη, πόλις με το όνομα τούτο εις τον Ηπειρωτικόν χώρον» και ο προαναφερθείς Στέφανος Βυζάντιος.
 Η αρχαία Κασσώπη έλαβε μέρος τόσο στην εθελοντική ομοσπονδία πόλεων Ηπειρωτική Συμμαχία που συνέστησε η Μυρτάλη - Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όσο και αργότερα στο πλέον μακρόβιο Κοινό των Ηπειρωτών.
  Η Κασσώπη είναι σήμερα ο πλέον άρτιος για επίσκεψη αρχαιολογικός χώρος του νομού Πρέβεζας. Στον αρχαιολογικό της χώρο εντυπωσιάζουν τα ψηλά  κυκλώπεια τείχη βορείως και εντός του πολεοδομικού ιστού.


  Μέσα στο πολυγωνικό τείχος της αρχαίας Κασσώπης, πρωτεύουσας της Κασσωπαίας χώρας, πάχους περίπου 3,50 m., υπήρχαν περίπου 600 διώροφα σπίτια, μέσα σε οικόπεδα των 230 m2. Όλα διέθεταν μεσημβρινό προσανατολισμό και άρτια κατασκευή και λειτουργικότητα, με κοινό αποχετευτικό διάδρομο και σκεπασμένο υπόνομο. Το αποχετευτικό σύστημα της Κασσώπης είναι εξαιρετικό και αφορούσε τόσο τα λύματα όσο και τα όμβρια ύδατα. 
 Η Κασσώπη ήταν κτισμένη κατά το Ιπποδάμειο σύστημα και διέθετε 20 παράλληλους δρόμους, τους «στενωπούς», πλάτους 4,20 m, που μεταξύ τους απείχαν 30 m, και διασταυρώνονταν με τους πλατύτερους δρόμους, τις «πλατείες» πλάτους 6 m, σχηματίζοντας 60 περίπου οικοδομικά τετράγωνα. Το εμβαδόν της Κασσώπης εντός του οικιστικού χώρου της είναι 300 στρέμματα και υπάρχουν άλλα 370 στρέμματα που κατοικούντο εκτός των τειχών. Ο πληθυσμός της πόλης υπολογίζεται στα 5.000 – 10.000 άτομα. Η διαμόρφωση της επηρεάστηκε από το παλαιότερο πρότυπο πόλεως στην περιοχή, την Αμβρακία.
  Η Κασσώπη διαθέτει αξιόλογα Μνημεία που δεσπόζουν στο οροπέδιο. Αυτά είναι τα Τείχη, η Βόρεια Στοά, η Δυτική Στοά, το Πρυτανείον, το Ωδείον, το Θέατρο, ο Βωμός της Αφροδίτης (Θεά της Ομορφιάς, του Έρωτα και της Γονιμότητας), ο Βωμός του Απόλλωνα, όπως και Ναό της Αφροδίτης, εκτός της ακροπόλεως στο Ζάλογγο

Το Πρυτανείον
Μακεδονικός τάφος




Η αρχαία Φωτική 
"Η αρχαία πόλη της Φωτικής άκμασε από τον 3ο  αι π. Χ. μέχρι τον 11ο  αι. μ. Χ.(τέλος Μεσοβυζαντινής περιόδου). Το όνομά της το χρωστάει στον ιδρυτή της και ηγέμόνα των Χαόνων, Φώτιο, ο οποίος σε πόλεμο με τους Θεσπρωτούς βγήκε νικητής,  αποσπώντας τους έτσι για κάποιο χρονικό διάστημα την προστασία του Μαντείου της Δωδώνης.
 Ο επίσκοπος της Φωτικής Διάδοχος, ο οποίος αρχιεράτευσε στα μέσα του 5ου  αιώνα, στο έργο του «Εκατόν κεφάλαια γνωστικά» αναφέρει το  γεγονός της ονομασίας της Φωτικής. Συγκεκριμένα ο επίσκοπος «αποδίδει την ονομασία της στον ηγεμόνα των Χαόνων Φώτιο», όπως προαναφέραμε, ενώ συνεχίζοντας γράφει ότι ο Φώτιος  «νίκησε τους Θεσπρωτούς, από τους οποίους αφαίρεσε, για κάποιο χρονικό διάστημα, την προστασία του ιερού της Δωδώνης και ολόκληρης της γύρω περιοχής. Από το όνομά του, αφού θεωρείται και ο ιδρυτής της, ονομάστηκε η πόλη Φωτική».
 Σύμφωνα με τον  Προκόπιο, ιστορικό της ιουστινιάνειας περιόδου (6ος αι.), η Φωτική «υπήρξε φημισμένη για τα μεγαλοπρεπή της κτίρια, τους πολλούς ναούς, τα λουτρά και την πλούσια πεδιάδα στα αριστερά του Κωκκυτού ποταμού μέχρι την Εύροια, από εύκλωνα δέντρα και πηγάς καλιρρόους».
   Ήταν χτισμένη στις υπώρειες του βουνού Σέλλιανη, όπου σχηματίζεται φυσική κοιλότητα. «Προς τα βόρεια κλείνεται από την «Ψηλοράχη», προς τα δυτικά από το λοφίσκο «Μαρούτση», προς τα ανατολικά από το λόφο, όπου το φρούριο του αγίου Δονάτου, ενώ προς τα νότια εκτείνεται ο κάμπος της Παραμυθιάς, στην αριστερή κοίτη του Κωκκυτού ή » Βωβού»  ποταμού. Η έκταση που καλύπτει είναι ελώδης, γιατί τη διασχίζουν τρεις χείμαρροι, με κυριότερο τον «Παραμυθιώτικο».
Για αρκετά χρόνια υπήρχε διχογνωμία, σχετικά με τη θέση στην οποία ήταν χτισμένη η αρχαία Φωτική. Το ζήτημα όμως διευθετήθηκε χάρη στις αξιέπαινες προσπάθειες του Παραμυθιώτη γιατρού και φιλίστορος Δ. Παναγιωτίδη, ο οποίος μέσα σε διάστημα επτά χρόνων, ύστερα από επισταμένες έρευνες, « στη θέση «Λιμπόνι» της Παραμυθιάς, τέσσερα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλεως, από τη συνοικία Σιαμέτια μέχρι τη μικρή εκκλησία άγιος Θεόδωρος του Κεφαλόβρυσου, βρήκε δύο επιγραφές:
            Τη μία την ανακάλυψε το 1890, αποτελούσε δε το κείμενό της αφιέρωμα ευγνωμοσύνης στον Επίτροπο της Ηπείρου, Σέξτο Πομπήιο, σε γλώσσα λατινική ήτοι: SEX. POMPEIO URATORI AUGUSTI EPIRIOR
DO PHOTIENSIS.
            Την άλλη επιγραφή τη βρήκε ο ίδιος το 1906 αυτή τη φορά, κατόπι δε παραχωρήσεώς του, δημοσιεύτηκε το 1907 από τον GRECOLORE   στην BULLETIK DE CORRESPONDANCE HELLENIQU, σελ.38-45.
            Τελικά δε, αναδημοσιεύτηκε με ακριβέστερη γραφή από το Δημ. Ευαγγελίδη. Πρόκειται για ψήφισμα των Φωτικησίων, που έχει ως εξής:
ΤΩΙ ΚΡΑΤΙΣΤΩΙ ΑΙΛΙΑΝΩΙ
ΔΟΥΚΗΝΑΡΙΩΙ ΕΚ ΠΡΟΤΗΤΟΡΩΝ
ΕΠΙΤΡΟΠΩΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΝΟΝΙΩΝ
ΑΛΛΑ ΓΑΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑΝ
ΚΝΗΝΣΕΙΤΟΡΙ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΩΡΙΔΟΥ
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΤΩΝ ΦΩΤΙΚΗΣΙΩΝ
ΤΩΙ ΕΥΕΡΓΕΤΗΙ.
            Έτσι, ομόγνωμα και αμετάκλητα η Φωτική τοποθετήθηκε στη θέση «Λιμπόνι» της Παραμυθιάς. Στον ίδιο χώρο αργότερα βρέθηκαν αρκετά λείψανα, τεμάχια λατινικών επιγραφών και ερείπια εκκλησιών, που μαρτυρούν όλα τους τη μεγάλη ακμή της από τον 3ο αιώνα και στη συνέχεια, ήτοι στη  Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο»
  Η αρχαία πόλη της Φωτικής ήταν χτισμένη σε καίριο-νευραλγικό σημείο, καθώς αποτελούσε κόμβο επικοινωνίας ανάμεσα στην Ιταλία και στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, τη Νικόπολη. Για το λόγο αυτό θεωρούνταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Ηπείρου μετά τη Νικόπολη
«Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ηπείρου, με την ήττα του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα, στη μάχη της Πύδνας το 168 π. Χ., από τις λεγεώνες του ύπατου Αιμίλιου Παύλου, η Φωτική έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Στη συνέχεια, εποικίστηκε από Ρωμαίους κατοίκους, βετεράνους των πολέμων. Σ’ αυτούς η ρωμαϊκή Σύγκλητος έδινε προνομιακό καθεστώς κι αυτοί με τη σειρά τους ζούσαν σε βάρος της περιοχής και των ντόπιων κατοίκων, που τους εκμεταλλεύονταν σκληρά».
 Στα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Φωτική περιλαμβάνονταν στον κατάλογο των πόλεων της αυτοκρατορίας, γιατί πληρούσε τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν, για να χαρακτηριστεί κάποιος οικισμός ως «πόλις» Μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις ήταν να είναι η πόλη έδρα Επισκοπής, πράγμα που ίσχυε για τη Φωτική.
Βέβαια,  δε γνωρίζουμε με ακρίβεια τη χρονολογία κατά την οποία εχριστιανίστηκε η πόλη. Εκτιμώντας τα ιστορικά δεδομένα, πιστεύουμε πως οι κάτοικοι της Φωτικής ασπάστηκαν το χριστιανισμό στα τέλη του 1 ου-αρχές 2ου  αιώνα. Κατά τον 4ο  αιώνα πάντως αναφέρεται η συμμετοχή της Επισκοπής της Φωτικής σε Οικουμενικές και τοπικές Συνόδους.
Η μεγαλύτερη ακμή της Φωτικής παρουσιάζεται ανάμεσα στον 3ο  και στον 4ο αιώνα μ. Χ.Από τα τέλη του 4ου  αιώνα όμως, η άλλοτε ακμάζουσα πόλη της Θεσπρωτίας βρίσκεται στην αφάνεια μιας πολίχνης. Η παλιά της αίγλη ξαναζωντάνεψε χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα την εποχή του Ιουστινιανού(6ος αι.)

«Σύμφωνα με τον εγγυρότερο ιστορικό του Βυζαντίου, τον Προκόπιο, ο αυτοκράτορας έδειξε εξαιρετικό ενδιαφέρον για την οχύρωση της πόλης, όπως και πολλών άλλων, αναβαθμίζοντάς τες ταυτόχρονα. Επειδή όμως στην περιοχή της Φωτικής η τοποθεσία ήταν επίπεδη και το έδαφος ακατάλληλο, γιατί η πόλη δεν ήταν χτισμένη σε πλαγιά ή λόφο, ώστε να διαθέτει κάποια φυσική οχύρωση, δεν ήταν εύκολο να περιβληθεί με τείχη. Για το λόγο αυτό χτίστηκε στην κορυφή ενός γειτονικού προς τα ανατολικά λόφου ένα φρούριο, για να καταφεύγουν οι κάτοικοι και να αμύνονται με μεγαλύτερη ασφάλεια σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής. Εξάλλου, η Φωτική δεν ήταν οχυρωμένη πόλη, ούτε διέθετε φυσική οχύρωση, μέχρι και την εποχή του Ιουστινιανού(μέσα 6ου αι.)».

Στο έργο του Προκόπιου «Περί κτισμάτων», ΙΧ, διαβάζουμε σχετικά με την οχύρωση της Φωτικής από τον Ιουστινιανό τα εξής: «Ανανεώσατο  δε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός Νικόπολίν τε και Φωτικήν και Φοινίκην. Αι δύο αύται πολίχναι, η τε Φωτική και η Φοινίκη, εν τω χθαμαλώ της γης έκειντο ύδασιν περιρρεόμεναι  τήδε λιμνάζουσι. Διό δη λογισάμενος  Ιουστινιανός ο βασιλεύς είναι επί στερράς θεμελίων συνθήκης περιβόλου  αυταίς αναστήναι, αυτάς μεν επί σχήματος του αυτού είασε, φρούρια δε αυτών αγχοτάτω εν τε ανάντει και ισχυρώς ορθίω εδείματο». Δηλαδή, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ανοικοδόμησε τη Νικόπολη, τη Φωτική και τη Φοινίκη(περιοχή κοντά στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας), δείχνοντας παράλληλα ενδιαφέρον για την οχύρωσή τους. Από τις τρεις αυτές μικρές πόλεις,  η Φωτική και η Φοινίκη ήταν χτισμένες  σε κοίλωμα, με αποτέλεσμα τα νερά των ποταμών που τις περιέβαλλαν, να λιμνάζουν στην περιοχή. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος και επειδή ο αυτοκράτορας έδινε μεγάλη σημασία στα γερά θεμέλια των πόλεων, ανύψωσε τείχος γύρω απ’ αυτές, χωρίς να αλλάξει την αρχική δόμησή τους, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε γειτονικά φρούρια, που ήταν χτισμένα ψηλότερα από τις πόλεις αυτές.

Η μεγάλη πολιτιστική ακμή της Φωτικής  καταδεικνύεται από το πλήθος των αρχαιολογικών ευρημάτων της, σπουδαιότερο των οποίων είναι η περίφημη μαρμάρινη ρωμαϊκή σαρκοφάγος της, έργο των εργαστηρίων της Αττικής του 2ου αι. μ. Χ..Από αρκετούς θεωρείται, λανθασμένα, ότι η σαρκοφάγος της Φωτικής αποτελεί τον τάφο του βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρου.



Η σαρκοφάγος της Φωτικής

Η σαρκοφάγος της Φωτικής ανακαλύφθηκε το 1872 και από τότε φυλάσσεται και εκτίθεται στο μουσείο Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στα Γιάννενα(περιοχή «Λιθαρίτσια»).
  Στην εφημερίδα «Ιωάννινα»(1873) της ομώνυμης πόλης διαβάζουμε τα εξής άκρως ενδιαφέροντα, τα οποία αποτελούν περιγραφή της σαρκοφάγου και της γύρω περιοχής από τον Πολωνό μηχανικό Στανισλάου Μινέικο: «Η σαρκοφάγος αυτή είναι κατασκευασμένη εξ ενός και μόνον τεμαχίου μαρμάρου, έχον 2, 7 μ. μήκος, 1, 5 μ. πλάτος και 1, 3 μ. ύψος. Το κάλυμμα αυτής έχον σχήμα τργωνιαίου πρίσματος, έχει το αυτό μήκος και πλάτος, ύψος δε  44 εκατοστομέτρων. Η σαρκοφάγος μετά του καλύμματός της ζυγίζει4.300 ως έγγιστα οκάδας. 
 Η γλυπτική ήτις κοσμεί το μνημείον τούτο είναι λεπτοτάτης τέχνης, τα δε ανάγλυφα αυτής εισίν επεξεργασμένα μετά μεγίστης εντελείας. Η μία των μεγάλων πλευρών αυτής παριστά εορτήν του Βάκχου. Εις μίαν των γωνιών παρίσταται ο Διόνυσος, ει; Δε την ετέραν η Δήμητρα. Επί δε της ετέρας μεγάλης πλευράς παρίστανται δύο μυθολογικοί δράκοντες έχοντες σώμα και πόδας λέοντος, κεφαλήν και πτέρυγας πτηνού και ώτα λύκου.
Μεταξύ των δρακόντων ίσταται είδος λυχνίας άνωθεν της οποίας καίει πυρ. Το σύμβολον τούτο είναι ίσως του νεκρού.
Το μωσαϊκόν του δωματίου παριστά αραβουργήματα και διαφόρους εικόνας δρακόντων και πτηνών. Δυστυχώς όμως το πλείστον μέρος αυτού ευρίσκεται κατεστραμμένον. Το εμβαδόν αυτού είναι 4, 60 μέτρα, υποτίθεται δε ότι η σαρκοφάγος είναι αρχαιοτέρα των 2.000 ετών.
  Άξιον εισέτι παρατηρήσεως είναι ότι η πέριξ της σαρκοφάγου γη συνίσταται εκ συντριμμάτων κεράμων και οπτών πλίνθων επί διαστήματος ενός χιλιομέτρου τετραγωνικού.
 Πιθανολογείται ότι εκεί υπήρχεν άλλοτε πόλις, ο δε τάφος αυτ ός περιέκλειε τα λείψανα επισήμου ανδρός».
  Η σαρκοφάγος της Φωτικής, κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο, αποτελούσε το χώρο ταφής του Επιτρόπου του Ρωμαίου Αυγούστου, Γαλισίου, και πιστοποιεί περίτρανα την προηγμένη πολιτιστικά κοινωνία της Φωτικής, όταν ήταν ρωμαϊκή επαρχία.


Επιτύμβια στήλη
 Εκτός όμως από το αξιόλογο εύρημα της σαρκοφάγου, στο χώρο της Φωτικής αποκαλύφθηκαν κι άλλα αντικείμενα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, όπως μεγαλοπρεπείς μισογκρεμισμένες στοές, υδραγωγείο, ένα κορινθιακό κιονόκρανο και πλήθος αγαλμάτων.
 Για παράδειγμα,  «ένα αξιόλογο έργο βρέθηκε το 1896 από το Δ. Παναγιωτίδη. Την περιγραφή του δημοσιεύει το ίδιο έτος στην εφημερίδα της Κων/λης «ο εν Κων/λει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος» και η οποία έχει ως εξής: «Ευρέθη δε ενταύθα και κορμός αγάλματος γυναικείου, όστις εκ της πτυχωτής και μακράς μέχρι γονάτου αφικνουμένης περιβολής, της Αρτέμιδος ην, και το βάθρον δε του αγάλματος τούτου σώζεται εισέτι εις τον αγρόν, εις ον ναός του Γαλισίου και της Πριμιγενείας»*