Το κάστρο των Ιωαννίνων: Σταυροδρόμι λαών



Το κάστρο της Άρτας

Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της μεσαιωνικής φυσιογνωμίας της Άρτας. Ο λοφίσκος στον οποίο είναι κτισμένο, θεωρήθηκε στρατηγική θέση κι απ' τους αρχαίους Αμβρακιώτες, γι' αυτό εκτός απ' το φρούριο της ακρόπολης που είχαν στο λόφο Περάνθη, περιέβαλαν και την κάτω πόλη με τείχος που περνούσε παρόχθια στη βόρεια καμπή του Άραχθου. Το κάτω μέρος αυτού του τείχους σώζεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά του κάστρου και οι κολοσσιαίοι λαξευμένοι λίθοι του προκαλούν το θαυμασμό.
Πάνω στα θεμέλια και σε τμήμα της ανωδομής αυτού του αρχαίου τείχους της Αμβρακίας υψώθηκε το νεότερο κάστρο στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου και συγκεκριμένα επί δεσποτείας Μιχαήλ Β' Αγγέλου. Στον προσδιορισμό του χρόνου κατασκευής του βοηθούν τόσο οι γραπτές πηγές όσο και η τεχνική της κατασκευής του. Κατά τον μελετητή Θεοχάρη Τσούτσινο, πρόσθετη μαρτυρία για την ίδρυση του κάστρου τη βυζαντινή περίοδο αποτελεί χαρακτό μονόγραμμα επίγραμμα που υπάρχει εντειχισμένο στη μέση του τρίτου νότιου πύργου (δεξιά της κύριας πύλης) και φέρει - κατά τη γνώμη του μελετητή - τα γράμματα Μ.ΑΔ.Κ. που διαβάζονται: Μιχαήλ Άγγελος Δούκας Κομνηνός, υποδηλώνοντας προφανώς τον κτήτορα. Καίτοι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το μονόγραμμα περιέχει αυτά τα γράμματα -οπότε ως πηγή είναι αμφίβολης αξίας- ωστόσο όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι το κάστρο κτίστηκε πράγματι απ' τον Μιχαήλ Β' στα μέσα του 13ου αιώνα. Ένα αιώνα αργότερα (το 1357) ο Νικηφόρος Β' Ορσίνι ή Άγγελος Κομνηνός κάνει σημαντικές επισκευές στο κάστρο, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις επιδρομές των Σέρβων.
Στα χρόνια του Αλή Πασά (18ος αιώνας) έγιναν περιορισμένης έκτασης αλλαγές (κυρίως στις επάλξεις, στο εσωτερικό καστράκι και στους πύργους) σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τότε πολεμικής τεχνικής.
Το σημερινό λοιπόν μνημείο σχηματίστηκε σε τρεις περιόδους: Πάνω στα απομεινάρια του αρχαίου τείχους (5ος - 4ος π.χ. αιώνας) κτίστηκε κατά τη βυζαντινή εποχή (13ος αιώνας) το νεότερο κάστρο, το οποίο 100 χρόνια αργότερα επισκευάστηκε και στην περίοδο της τουρκοκρατίας (18ος αιώνας) με τις βελτιώσεις και προσθήκες που έγιναν, πήρε την τελική του μορφή. Το κάστρο υπήρξε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της πόλης και ολόκληρου του Δεσποτάτου.
Ο πανύψηλος πύργος του ρολογιού μπροστά απ' το κάστρο κτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1875) με πολύ ευαισθησία, ώστε να φαντάζει ως φυσική προέκταση του τείχους.

Περιγραφή του μνημείου
Αποτελείται από 3 μέρη: 1) το κυρίως φρούριο 2) δύο μικρά εξωτερικά περιτειχίσματα κτισμένα σε χαμηλότερο επίπεδο - απ' τα οποία το δυτικό είναι ενισχυτικό του κυρίως φρουρίου και εκτείνεται από την κεντρική πύλη ως τον πύργο του Ρολογιού, ενώ το βόρειο, πνιγμένο σήμερα απ' τα σπίτια της συνοικίας των Ταμπακιάδων, προστάτευε την κρυφή βόρεια πύλη του κάστρου - και 3) το εσωτερικό οχυρό ή Ακρόπολη που βρίσκεται στα αριστερά της κεντρικής πύλης, και για το οποίο θα γίνει ιδιαίτερος λόγος.
Το σχήμα του κάστρου είναι ακανόνιστο πολύγωνο (μεγίστου μήκους 280μ. και πλάτους 175μ.) το οποίο διακόπτεται ανά 25μ. από ημικυκλικούς, τριγωνικούς ή πολυγωνικούς πύργους. Μόνο στο ανατολικό τμήμα που στηρίζεται πάνω στο αρχαίο τείχος, δεν υπάρχουν πύργοι. Απ' αυτούς μερικοί, στη δυτική και νότια πλευρά, δεν είναι βυζαντινοί αλλά πολύ μεταγενέστεροι, όπως δείχνει η τεχνική της κατασκευής τους. Δηλαδή, είναι κατασκευασμένοι με διαφορετικά υλικά, έχουν σχήμα τριγωνικό ή πολυγωνικό, λείπουν παντελώς οι πλίνθοι και έχουν στο πάνω μέρος μεγάλα παραθυροειδή ανοίγματα που προορίζονταν για την τοποθέτηση τηλεβόλων. Τέτοια τεχνική συναντάμε σε ενετικά κάστρα, γι' αυτό θεωρείται πιθανότατο οι Τούρκοι να κάλεσαν Ενετούς μηχανικούς για την ενίσχυση του φρουρίου.
Το πάχος του τείχους είναι 2,50 μέτρα, το δε ύψος του φτάνει τα 10 μέτρα και στέφεται από επάλξεις, πίσω απ' τις οποίες υπάρχει ο περίδρομος για τους πολεμιστές. Η τοιχοδομή του είναι απλή, με ακανόνιστα λαξευμένες μικρές πέτρες και παρεμβολή πλίνθων, αόρατων στο μεγαλύτερο μέρος του τείχους, επειδή καλύφθηκαν από μεταγενέστερο κονίαμα. Ιδιαίτερα καλή ισόδομη πλινθοπερίβλητη βυζαντινή τοιχοποιία εμφανίζεται στο πάνω τμήμα της δυτικής πλευράς του κάστρου, καθώς και στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού οχυρού, όπου υπάρχει και πλίνθινη διακόσμηση.
Σε πύργο της βόρειας πλευράς του κάστρου υπάρχει μικρή πύλη που προστατεύεται από εξωτερικό περιτείχισμα. η πύλη αυτή χρησίμευε για την ασφαλή ύδρευση απ' το ποτάμι95 σε περίπτωση μακρόχρονης πολιορκίας. Ίχνη πύλης διακρίνονται και στο αρχαίο τείχος της Αμβρακίας, στην ανατολική πλευρά του κάστρου. Στο κέντρο του λοφίσκου -δίπλα απ' το Ξενία- σώζονται λείψανα μεγάλου οικοδομήματος (διαστάσεων 10,90 Χ 45,50 μ.) κτισμένο με ακανόνιστη βυζαντινή τοιχοποιία από μεγάλους λίθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται πλίνθοι. Στη νότια πλευρά του κτίσματος αυτού είναι προσκολλημένος βυζαντινός ναός, που απ' ό,τι δείχνουν τ' απομεινάρια των τοίχων του, κατέληγε σε ημιεξάγωνη κόγχη. Θεωρείται βέβαιο ότι πρόκειται για τα ανάκτορα των Κομνηνών και το βασιλικό παρεκκλήσι, τα οποία θα καταστράφηκαν κατά την εισβολή των Σέρβων του Στέφανου Δουσάν ή απ' τη μεγάλη πυρκαγιά του 1361, οπότε θα έγινε και μεταφορά των ανακτόρων στο εσωτερικό οχυρό (Ουτς - Καλέ) για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Σύμφωνα με τις περιγραφές περιηγητών, έξω από το κάστρο - στο χώρο που απλώνεται μπροστά απ' την κύρια είσοδο του - υπήρχε απ' τα βυζαντινά χρόνια και εξακολουθούσε να λειτουργεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας αγορά - το Έμποριό" κατά το χρονικό των Τοοοο - γι' αυτό και η περιοχή προσέλκυσε από νωρίς (12ο αιώνας) Εβραίους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, έδωσαν το όνομα στη συνοικία - Εβραίικα - και η συναγωγή τους υπήρχε και λειτουργούσε στο χώρο αυτό ως τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Το εσωτερικό οχυρό ή Ακρόπολη (Ουτς Καλέ)
Στη νοτιοδυτική γωνία του κάστρου και αριστερά της κεντρικής πύλης, υπάρχει εσωτερικό ακανόνιστου σχήματος τείχος με βυζαντινή τοιχοποιία και τοξωτά παράθυρα που αποκόβει μια εξοχή του χώρου, δημιουργώντας έτσι ένα εσωτερικό οχυρό -το Όυτς Καλέ" των Τούρκων ή το "Καστράκι" των σημερινών Αρτινών- το οποίο θα αποτελούσε και το έσχατο καταφύγιο, αν κρίνουμε απ' το πολύπλοκο σύστημα εισόδου σ' αυτό, τις κρύπτες και τις θολωτές κλειστές αίθουσες που υπάρχουν μέσα. Το εσωτερικό τείχος που περικλείει το οχυρό, εκτός απ' την πλίνθινη διακόσμηση έφερε και εξώστες τοξωτούς (απ' τους οποίους σήμερα σώζονται μόνο οι λίθινοι κιλλίβαντες), στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι σ' αυτό το οχυρό μεταφέρθηκαν τα μη διασωθέντα ανάκτορα των Κομνηνών για προστασία απ' τους επιδρομείς. Η μεταφορά αυτή των ανακτόρων θα πρέπει να έγινε στα χρόνια της δεύτερης δεσποτείας του Νικηφόρου Β', όταν το 1356 ανακατέλαβε την Άρτα απ' τους Σέρβους. Μετά πέρασαν από κει Αλβανοί, Λατίνοι και Τούρκοι ηγεμόνες και τα κτίσματα του εσωτερικού φρουρίου γνώρισαν τόσες μεταβολές, ανακατασκευές και αλλοιώσεις, ώστε τα σημερινά απομεινάρια να μη θυμίζουν καθόλου τα αρχικά κτίσματα. Μόνο οι τοίχοι του εσωτερικού αυτού φρουρίου διατήρησαν τη βυζαντινή φυσιογνωμία τους.
Η είσοδος στο "Καστράκι" γίνεται με χαμηλή πύλη της οποίας το επισύλιο και οι κιονοειδείς ορθοστάτες είναι απομεινάρια κτίσματος της αρχαίας Αμβρακίας. Πάνω απ' την πύλη στην εσωτερική πλευρά υπάρχει εξώστης σκεπασμένος με καμάρα που τη στηρίζουν δύο κολώνες, η δε βάση του φέρει ανοίγματα μέσα απ' τα οποία έρριχναν καυτό λάδι ή λυωμένο μολύβι στον εχθρό που θα επιχειρούσε να μπει. Η όλη όψη του εξώστη δίνει την εντύπωση θρόνου, στοιχείο που συνηγορεί στην άποψη ότι ο χώρος του εσωτερικού κάστρου ήταν κατ' εξοχήν βασιλικός.
Στη βόρεια πλευρά του "καταφυγίου" υπάρχει μεγάλη αίθουσα με καμάρες και θόλους, ή οποία σήμερα κατάλληλα διαμορφωμένη χρησιμοποιείται ως χώρος θεατρικών παρασκηνίων. Η αίθουσα αυτή -όπως δείχνουν οι ακρινές ραφές του τοίχου της πρόσοψης -είναι μεταγενέστερη κατασκευή και χρησιμοποιήθηκε απ' τους Τούρκους ως πυριτιδαποθήκη. Λίγο πάνω απ' την τοξωτή θύρα αυτής της αίθουσας υπάρχει εντειχισμένη τετράγωνη μαρμάρινη πλάκα -άγνωστης προέλευσης- με ανάγλυφη παράσταση λιονταριού, την οποία ο Ορλάνδος- κρίνοντας με βάση τα στοιχεία τεχνοτροπίας -θεωρεί ως βυζαντινή κατασκευή. Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος αναφέρει ότι στο χώρο του εσωτερικού φρουρίου υπήρχαν λείψανα βυζαντινού ναϊσκου και δίπλα πηγάδι με τετράγωνο λαξευτό στόμιο. Σήμερα στη θέση του παλαιού αυτού ναού, ακριβώς απέναντι απ' την είσοδο του καταφυγίου, υπάρχει τετράγωνος οικίσκος -τούρκικη κατασκευή άγνωστης χρήσης- πάνω απ' την τοξωτή είσοδο του οποίου είναι εντειχισμένη λίθινη πλάκα με ανάγλυφη παράσταση ανεστραμμένης άγκυρας. Το στόμιο του πηγαδιού σώζεται, φέρει δε σε μία απ' τις πλευρές του ανάγλυφη παράσταση οικόσημου με ποικίλα διακοσμητικά θέματα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο δικέφαλος αετός (έμβλημα των βυζαντινών). Το πηγάδι -κατά τον Ορλάνδο- είναι έργο των Ορσίνι, οι οποίοι έκαναν έμβλημα τους το δικέφαλο αετό για να φαντάζουν ως γνήσιοι συνεχιστές των βυζαντινών προκατόχων τους.
Τέλος, στο εσωτερικό φρούριο και δεξιά της εισόδου του, υπάρχει μεγάλη κλειστή θολωτή αίθουσα στην οποία μπαίνει κανείς περνώντας επάλληλες τοξωτές θύρες, στοιχείο που βοηθάει να εικάσουμε ότι πρόκειται για το κυρίως καταφύγιο ή για κρύπτη ή για φυλακές.
Το κάστρο στα μεταβυζαντινά χρόνια
Στα χρόνια του Αλή πασά το εσωτερικό "Καστράκι" λεγόταν Ουτς Καλέ (Ακρό-πολις) και εκεί μέσα οι Τούρκοι φυλάκισαν το στρατηγό Μακρυγιάννη με άλλους συναγωνιστές του κατά την Επανάσταση του 21. Στον ίδιο χώρο λειτουργούσαν φυλακές για πάρα πολλά χρόνια και μετά την απελευθέρωση της Άρτας, το 1881. Μόλις το 1987 αυτός ο μοναδικός στο είδος του χώρος, αξιοποιημένος απ' το Δήμο Αρταίων, δόθηκε στο κοινό της πόλης για τις πολιτιστικές του εκδηλώσεις.
Το κάστρο της Άρτας παρά τις πολεμικές θύελλες και τις πολιορκίες που κατά καιρούς γνώρισε, διατηρείται σε άριστη κατάσταση και αποτελεί ένα απ' τα καλύτερα αξιοθέατα της περιοχής. Είναι το στέμμα της κάτω πόλης, η πιο όμορφη γωνιά της σημερινής Άρτας. Τίποτα πιο ειδυλλιακό για τον απογευματινό περιπατητή ή τον ξένο επισκέπτη, απ' το να βρεθεί στη γραφική αγκαλιά του κάστρου, να περιδιαβεί τον περίδρομο των πολεμιστών, να σταθεί σε ένα πύργο και να απολαύσει την πανοραμική θέα του μακρινού ορίζοντα, απ' τα Τζουμέρκα και τα βουνά του Βάλτου ως το θρυλικό Ζάλογγο, μα και την ομορφιά του κοντινού περίγυρου, με το ποτάμι, τους μπαξέδες και την πόλη να απλώνεται νωχελικά στα πόδια του κάστρου, λες και το προσκυνά από ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία που τόσες φορές της πρόσφερε.
Ο Πύργος του Ρολογιού
Ο Πύργος του Ρολογιού είναι μνημείο Οθωμανικής περιόδου στην Άρτα και αποτελεί ένα από τα σύμβολα της πόλης. Η κατασκευή του ορίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα και είναι το παλαιότερο ρολόι στην Ήπειρο και ένα από τα παλαιότερα στον Ελλαδικό χώρο ενώ ταυτόχρονα ο αρχικός μηχανισμός του ρολογιού το καθιστούσε μοναδικό στο είδος του σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το ρολόι υπήρξε στενά συνδεδεμένο με τις ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές της περιοχής και η κεντρική του θέση δίπλα στο κάστρο, το ανέδειξε σε σημείο αναφοράς. Η πλατεία της Ώρας που υπήρχε μπροστά από το ρολόι, αποτελούσε ένα από τα πιο πολυσύχναστα μέρη της πόλης και τόπος συνάντησης για τις τρεις θρησκευτικές κοινότητες της Άρτας.
Το κάστρο της Πάργας

Το κάστρο καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές κάθε φορά που το καταλάμβανε κάποιος κατακτητής. Αυτό που σώζεται σήμερα είναι το φρούριο που έχτισαν οι Βενετσιάνοι τον 16ο αιώνα, με τις προσθήκες που έκανε ο Αλή Πασάς όταν αγόρασε την Πάργα από τους Άγγλους. Το κάστρο της Πάργας ήταν απόρθητο σε όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης με τον Αλή Πασά και πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση στους Σουλιώτες που τον αντιμάχονταν.
Το κάστρο κτίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 14ου αιώνα, βασικά από τους Νορμανδούς. Το 1401 οι Ενετοί έγιναν κυρίαρχοι της Πάργας.
Το 1452 η Πάργα έπεσε προσωρινά στα χέρια των Τούρκων που κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του κάστρου. Μετά 2 χρόνια οι Ενετοί επέστρεψαν. Το κάστρο καταστράφηκε ξανά το 1537 από τον Τούρκο πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του 1537, ο Μπαρμπαρόσα με 200 πλοία είχε κουρσέψει όλες τις ενετικές κτήσεις σε Ιόνιο και Αιγαίο.
Οι Ενετοί ξανάχτισαν το κάστρο και του έδωσαν την οριστική του μορφή το 1572. Αυτή τη φορά έκτισαν 8 πύργους εξωτερικά. Στο εσωτερικό στοιβάχτηκαν με τον καιρό 400 σπίτια των κατοίκων που ελλείψει χώρου διέθεταν ένα μόνο δωμάτιο.
Από το λιμάνι της Πάργας εφοδιάζονταν σε τρόφιμα και πυρομαχικά για τον αγώνα τους ενάντια στον τύραννο, στο κάστρο της Πάργας κατέφευγαν όταν αναγκάζονταν προσωρινά να εγκαταλείψουν το Σούλι. Στην Πάργα κατέφυγαν μετά την πτώση του Σουλίου και εκεί από εκεί ξεριζώθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους Παργινούς όταν ο Άγγλος διοικητής των Επτανήσων Maitland πούλησε την πολύπαθη Πάργα στον Αλή Πασά.
Προηγουμένως η Πάργα είχε περάσει στην κατοχή των Γάλλων το 1797. Με το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων οι Παριανοί επαναστάτησαν και αναζήτησαν την προστασία των Βρετανών οι οποίοι όμως σε λίγα χρόνια τους πρόδωσαν και παρέδωσαν την πόλη στους Τούρκους.
Ο Αλή πασάς έκανε τις τελευταίες μεγάλες προσθήκες στο κάστρο με πιο χαρακτηριστική αυτή της κατασκευής ενός χαμάμ.

Το κάστρο της Παραμυθιάς ή Κάστρο του αγίου Δονάτου

Για πρώτη φορά χτίστηκε κάστρο στο ύψωμα κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους. Επί Ιουστινιανού το κάστρο ανακατασκευάστηκε όπως πολλά άλλα κάστρα στη Βυζαντινή επικράτεια. Σίγουρα πρέπει να δέχθηκε τροποποιήσεις και μεταγενέστερα ιδίως την περίοδο του 13ου, 14ου αιώνα, όταν η κατάσταση στην περιοχή ήταν ρευστή. Συνέχισε να χρησιμοποιείται σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο καθώς και επί Τουρκοκρατίας.
Με την ανάπτυξη της πόλης της Παραμυθιάς επί Τουρκοκρατίας, ο οικισμός μέσα στο κάστρο άρχισε να φθίνει και εγκαταλείφθηκε οριστικά επί Αλή πασά, μάλλον στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο ιστορικός του 6ου αιώνα Προκόπιος αναφέρει την κατασκευή κάστρου με την ονομασία «Άγιος Δονάτος» στην περιοχή. Επίσης γίνεται μνεία στο ανώνυμο μεσαιωνικό χρονικό των Τόκκων.
Το όνομά του το πήρε από τον πολιούχο της πόλης Άγιο Δονάτο, ο οποίος ήταν επίσκοπος Ευροίας τον 4ο αιώνα.
Η ιστορία του κάστρου ταυτίζεται με την ιστορία της Παραμυθιάς. Μετά την Ελληνιστική περίοδο πέρασε στους Ρωμαίους και μετά στους Βυζαντινούς. Από την αρχή του 13ου αιώνα ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1337 πέρασε για λίγο επί Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου στην κυριαρχία του Βυζαντίου και το 1349 βρίσκεται στην κυριαρχία τουΣέβου ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν. Στα 1380 αγοράστηκε από το Σέρβο Δεσπότη των Ιωαννίνων Θωμά Πρελούμπο (ή Πρελούμποβιτς). Στα 1411 υποτάχτηκε στον Κάρολο Α’ Τόκκο, (Δούκας της Λευκάδας αρχικά και ύστερα «Δεσπότης της Άρτας και των Ιωαννίνων» μέχρι το 1429). Το 1449 η Παραμυθιά καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και παραμένει υπό τουρκική κυριαρχία μέχρι το 1913.
Το κάστρο αποτελείται από μια μεγάλη, πολυγωνική, εξωτερική περίφραξη, πάνω από την οποία βρίσκονται οι Βυζαντινοί τοίχοι (ύψους 2μ περίπου) με το φρούριο να βρίσκεται στην κορυφή. Η κεντρική είσοδος σήμερα, έχει σχεδόν καταστραφεί. Στο εσωτερικό του κάστρου βρίσκονται ερείπια κτιρίων από την Τουρκοκρατία.
Σήμερα, σώζονται μόνο τμήματα από το δυτικό τείχος και τον δυτικό πύργο στην κορυφή πάνω από την πόλη. Κάτω από το κάστρο σώζεται και η Κούλια της Παραμυθιάς, το μόνο από τα πυργόσπιτα που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, έστω και ανακατασκευασμένο.
Το κάστρο της αρχαίας Ελέας

Στη Χρυσαυγή- Βέλιανη σώζεται το δεύτερο κάστρο της Παραμυθιάς, το κάστρο της αρχαίας Ελέας. Η ιστορία του είναι τεράστια, και σήμερα, σώζεται το μεγαλύτερο μέρος του τείχους. Πρόκειται για το σημαντικότερο οικισμό στην Ελεάτιδα, την περιοχή δηλαδή μεταξύ Νεκρομαντείου και Παραμυθιάς, όπου κατοικούσε το φύλο των Ελεατών Θεσπρωτών. Ιδρύθηκε περίπου το 350 π.Χ. Υπήρξε πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών. Στον 4ον αι. π.Χ. τοποθετείται και η ίδρυση των πρώτων οικισμών μεγέθους μιας πραγματικής πόλης.
Γύρω στο 350 π.Χ. χρονολογούνται τα χάλκινα νομίσματα που άρχισαν να εκδίδουν οι Ελεαίοι ή Ελεάτες, το θεσπρωτικό φύλο που με κέντρο την Ελέα κατείχε τις εύφορες κοιλάδες του Αχέροντα και του Κωκκυτού μέχρι το Νεκρομαντείο και τον όρμο τηςΑμμουδιάς (ο «Ελέας λιμήν» των αρχαίων συγγραφέων και γεωγράφων).
Η Ελέα έχει ταυτιστεί με τον οχυρωμένο οικισμό στα ανατολικά του χωριού Χρυσαυγή, 5 χιλ. ΝΑ της Παραμυθιάς. Απετέλεσε πρώτη πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας και έδρα του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών. Σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση έχει διατηρηθεί η οχύρωση της ΒΑ και Α πλευράς του αρχαίου οικισμού, όπου το πάχος της ξεπερνά τα 3,5 μ. ενώ το σωζόμενο ύψος της τα 7 μ. Η κατασκευή του τείχους και της πύλης στις πλευρές αυτές είναι μνημειακή. Στο εσωτερικό διατηρούνται λείψανα οικιών, δημοσίων οικοδομημάτων στοών, αγοράς και θεάτρου. Στην περιοχή βρέθηκαν νομίσματα και επιγραφές που χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Βρίσκεται σε ανηφορικό και ευρύχωρο επίπεδο, εμβαδού 105 στρεμμάτων, στην κορυφή ενός λόφου του Κορίλα, σε υψόμετρο 460-525 μ.
Ο πληθυσμός του εντός των τειχών οικισμού -γιατί την ελληνιστική περίοδο ο οικισμός αναπτύχθηκε και εκτός των τειχών- ανερχόταν σε 3.000 κατοίκους. Κατασκευή τείχους και πύλης στη ΒΑ/Α πλευρά είναι μνημειακή. Το πάχος του ξεπερνά τα 4,5 μ και το ύψος του τα 6 μ ακόμα και σήμερα. Ο οικισμός διασχίζεται από ΒΑ προς ΝΔ από κεντρική οδική αρτηρία που πιθανόν κατέληγε στις δύο κύριες πύλες, την ανατολική και τη νοτιοδυτική.
Εντός των τειχών που διατηρούνται ακόμη βρίσκονται οι οικίες των ευγενών, το ωδείο και άλλες δημόσιες, εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Αριστερά και δεξιά βρισκόταν ορθογώνια οικοδομικά συγκροτήματα. Στα νότια της κεντρικής αρτηρίας ευρύτερος ορθογώνιος χώρος, πλαισιωμένος από την ανασκαφείσα στοά, το θέατρο και κάποια άλλα κτίρια, χρησίμευε ως πολιτική αγορά. Από το θέατρο διατηρούνται στη θέση τους λίγα εδώλια και λείψανα τοίχων της σκηνής. Η μεγάλη διάμετρος του κοίλου ήταν 45-50 μ, το ύψος του 8-9 μ, και η χωρητικότητά του 3-4.000 θεατές.
Η ανασκαφική έρευνα στην Ελέα, που άρχισε το 1985, έχει αποκαλύψει στοά, δυτικά του θεάτρου, ημιυπόγειους αποθηκευτικούς χώρους, μικρό ναό, και δημόσιο κτίριο. Οι αρχαιολογικές μελέτες συνεχίζονται.
Η Ελέα έχει ταυτιστεί με τον οχυρωμένο οικισμό στα ανατολικά του χωριού Χρυσαυγή, 5 χιλ. ΝΑ της Παραμυθιάς. Απετέλεσε πρώτη πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας και έδρα του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών. Σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση έχει διατηρηθεί η οχύρωση της ΒΑ και Α πλευράς του αρχαίου οικισμού, όπου το πάχος της ξεπερνά τα 3,5 μ. ενώ το σωζόμενο ύψος της τα 7 μ. Η κατασκευή του τείχους και της πύλης στις πλευρές αυτές είναι μνημειακή. Στο εσωτερικό διατηρούνται λείψανα οικιών, δημοσίων οικοδομημάτων στοών, αγοράς και θεάτρου. Στην περιοχή βρέθηκαν νομίσματα και επιγραφές που χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Βρίσκεται σε ανηφορικό και ευρύχωρο επίπεδο, εμβαδού 105 στρεμμάτων, στην κορυφή ενός λόφου του Κορίλα, σε υψόμετρο 460-525 μ.
Ο πληθυσμός του εντός των τειχών οικισμού -γιατί την ελληνιστική περίοδο ο οικισμός αναπτύχθηκε και εκτός των τειχών- ανερχόταν σε 3.000 κατοίκους. Κατασκευή τείχους και πύλης στη ΒΑ/Α πλευρά είναι μνημειακή. Το πάχος του ξεπερνά τα 4,5 μ και το ύψος του τα 6 μ ακόμα και σήμερα. Ο οικισμός διασχίζεται από ΒΑ προς ΝΔ από κεντρική οδική αρτηρία που πιθανόν κατέληγε στις δύο κύριες πύλες, την ανατολική και τη νοτιοδυτική.
Εντός των τειχών που διατηρούνται ακόμη βρίσκονται οι οικίες των ευγενών, το ωδείο και άλλες δημόσιες, εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Αριστερά και δεξιά βρισκόταν ορθογώνια οικοδομικά συγκροτήματα. Στα νότια της κεντρικής αρτηρίας ευρύτερος ορθογώνιος χώρος, πλαισιωμένος από την ανασκαφείσα στοά, το θέατρο και κάποια άλλα κτίρια, χρησίμευε ως πολιτική αγορά. Από το θέατρο διατηρούνται στη θέση τους λίγα εδώλια και λείψανα τοίχων της σκηνής. Η μεγάλη διάμετρος του κοίλου ήταν 45-50 μ, το ύψος του 8-9 μ, και η χωρητικότητά του 3-4.000 θεατές.
Η ανασκαφική έρευνα στην Ελέα, που άρχισε το 1985, έχει αποκαλύψει στοά, δυτικά του θεάτρου, ημιυπόγειους αποθηκευτικούς χώρους, μικρό ναό, και δημόσιο κτίριο. Οι αρχαιολογικές μελέτες συνεχίζονται.