15 Μαρτίου, 2018

Κάστρα και φρούρια της Ηπείρου



Το κάστρο των Ιωαννίνων: Σταυροδρόμι λαών


Η κεντρική πύλη του Κάστρου

Το κάστρο των Ιωαννίνων είναι κτισμένο στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης και στη μικρή βραχώδη χερσόνησο που εισχωρεί στη λίμνη Παμβώτιδα.

Η σημερινή του μορφή χρονολογείται στην ύστερη οθωμανική περίοδο, ωστόσο, έχουν ενσωματωθεί τμήματα προγενέστερων οχυρώσεων, της αρχαίας και βυζαντινής περιόδου.

Ενδείξεις και ευρήματα για την ύπαρξη του τειχισμένου οικισμού, στο κάστρο, υπάρχουν ήδη από την όψιμη κλασσική και ελληνιστική περίοδο, Ωστοσο η μέχρι σήμερα έρευνα, δεν έχει ταυτίσει τον οικισμό αυτό με κάποια από τις αναφερόμενες στις ιστορικές πηγές, ηπειρωτικές πόλεις.

Αρκετοί ερευνητές τοποθετούν στο κάστρο των Ιωαννίνων την πόλη Νέα Εύροια, όπου τον 6ο αιώνα σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, μετέφερε τον πληθυσμό της πόλης Εύροιας. Η άποψη αυτή δεν είναι γενικά αποδεκτή, αφού δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα να τη τεκμηριώνουν.

Η πρώτη γραπτή αναφορά της πόλης των Ιωαννίνων μαρτυρείται το 879, στα Πρακτικά Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, το 1082, οι Νορμανδοί με αρχηγό τον Βοημούνδο, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Άννας Κομνηνής στο βιβλίο της «Αλεξιάδα», κατέλαβαν την πόλη και ενίσχυσαν την υπάρχουσα οχύρωση. Λείψανα της οχύρωσης αυτής σώζονται μέχρι σήμερα και βρίσκονται στη νοτιοανατολική ακρόπολη (Ιτς Καλέ) του κάστρου, τα περισσότερα ενσωματωμένα στα ερείπια του Σεραγιού του Αλή πασά. Πρόκειται για τον κυκλικό πύργο που δεσπόζει στο κέντρο περίπου της ακρόπολης του Ιτς Καλέ και ο οποίος είναι γνωστός ως πύργος του Βοημούνδου και τη βάση ενός δεύτερου παρομοίου πύργου στην ανατολική πλευρά της ίδιας ακρόπολης, κοντά στο κτήριο των Μαγειρίων.

Την υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος-15ος αιώνας), η πόλη των Ιωαννίνων γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη και κατέστη σημαντικό διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας (1205-1215), ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ενίσχυσε ή ανοικοδόμησε μεγάλα τμήματα των τειχών της πόλης και εγκατέστησε στο κάστρο μέλη αριστοκρατικών οικογενειών, προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη, Η οποία είχε καταληφθεί από τους Φράγκους το 1204.

Από την οχύρωση των Ιωαννίνων και όπως αυτή εξελίχθηκε μετά τις ριζικές ενδεχομένως εργασίες του 13ου και τις προσθήκες ή βελτιώσεις του 14ου αιώνα, διατηρείται σήμερα ένα μεγάλο μέρος, λιγότερο ή περισσότερο αναγνωρίσιμο, στο σημερινό κάστρο.

Η βυζαντινή οχύρωση του 13ου-15ου αιώνα αποτελείτο από έναν ισχυρό περίβολο, η έκταση του οποίου στο μεγαλύτερο μέρος της συμπίπτει με αυτή του σημερινού κάστρου. Λιγοστοί από τους βυζαντινούς πύργους ήταν γνωστοί, ενώ άλλοι ήλθαν στο φως, κατά τη διάρκεια των αναστηλωτικών εργασιών, που γίνονται τα τελευταία χρόνια στο κάστρο από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Από τους πιο γνωστούς είναι ο πύργος του Θωμά, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση δεξιά της σημερινής κεντρικής πύλης. Ο πύργος κτίστηκε πιθανότατα από το σέρβο ηγεμόνα της πόλης Θωμά Πρελιούμποβιτς, στην προσπάθεια του να ενισχύσει το κάστρο και να προστατέψει την πόλη από τις επεκτατικές βλέψεις των Αλβανών, που την εποχή αυτή είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας πραγματοποιήθηκαν πιθανότατα εργασίες στα τείχη του κάστρου, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν σήμερα. Το κάστρο άλλαξε ριζικά με τις επεμβάσεις, που έγιναν κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Αλή πασά, στο περιμετρικό τείχος και στις δύο ακροπόλεις του.

Οι εργασίες ανοικοδόμησης του ολοκληρώθηκαν το 1815, περίοδος που σηματοδοτείται από τη ρήξη του Αλή με την Υψηλή Πύλη. Σκοπός των εργασιών ήταν να καταστεί το κάστρο ιδιαίτερα οχυρό και απροσπέλαστο από κάθε πλευρά και αντάξιο της δύναμης του πασά των Ιωαννίνων.

Κατά τη διάρκεια των παρεμβάσεων του Αλή, στο κάστρο, διατηρήθηκαν μόνο όσα από τα τμήματα της προϋπάρχουσας υστεροβυζαντινής οχύρωσης σώζονταν σε καλή κατάσταση. Κατασκευάστηκε ένα ισχυρότατο νέο τείχος στην εξωτερική παρειά του προϋπάρχοντος και το κενό ανάμεσα στα δύο τείχη καλύφθηκε με καμάρες, όπου διαμορφώθηκαν στοές και αναπτύχθηκαν επίσης και άλλες θολωτές κατασκευές. Οι επιχώσεις μεταξύ του εσωτερικού και εξωτερικού τείχους, διαμόρφωσαν στο πάνω μέρος έναν ευρύτατο περίδρομο που εξυπηρετούσε στρατιωτικούς σκοπούς και έφερε πλήθος κανονιοθυρίδων. Τμήμα της οχύρωσης αποτελούσε επίσης η πλατιά τάφρος, που κατακλυζόταν από τα νερά της λίμνης και έδινε στο κάστρο τη μορφή νησίδας.
 




Το εσωτερικό του Κάστρου

Τρεις πολυγωνικοί πύργοι, στην περιοχή του Μώλου, κοντά στη σημερινή κύρια πύλη και κοντά στην πύλη της Σκάλας, ενίσχυαν επιπλέον το περιμετρικό τείχος. Ένας σημαντικός αριθμός πυλών και πυλίδων είναι γνωστός, με χαρακτηριστικότερη την κύρια πύλη, η οποία έκλεινε με ξύλινη κινητή γέφυρα. Νότια της κύριας πύλης και πριν τον προμαχώνα του μώλου, ανοίγεται μια δεύτερη πύλη σε σημείο που υπήρχε βυζαντινός πύργος. Πύλες υπάρχουν και στο νότιο μέρος των τειχών από τις οποίες σημαντικότερες είναι αυτή κοντά στον προμαχώνα της Σκάλας και η νοτιοανατολική πύλη που οδηγούσε στην ακρόπολη του Ιτς Καλέ. 





Οι δύο ακροπόλεις του Κάστρου 




Τα δύο φυσικά υψώματα που υπάρχουν στο εσωτερικό του κάστρου διαμορφώθηκαν ήδη από τη βυζαντινή εποχή ως ακροπόλεις. Η βορειοανατολική είναι γνωστή ως ακρόπολη του Ασλάν πασά και η νοτιοανατολική ακρόπολη, γνωστή ως ακρόπολη Ιτς Καλέ. 






  Α/ Η νοτιοανατολική ακρόπολη (Ιτς Καλέ) 




Η νοτιοανατολική ακρόπολη, εκτείνεται σε δύο επίπεδα. Τη βυζαντινή εποχή, σύμφωνα με πηγές, εδώ ήταν κτισμένες οι κατοικίες των Γιαννιωτών αρχόντων, καθώς επίσης ο μητροπολιτικός ναός των Ταξιαρχών και ο ναός του Παντοκράτορα. Πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στο χώρο του Ιτς Καλέ και σε μικρή απόσταση από αυτόν, έφεραν στο φως οικοδομικά λείψανα ελληνιστικής εποχής. 



Ο πύργος του Βοημούνδου

Στο χώρο αυτό τοποθετείται από τους περισσότερους ερευνητές η μεσοβυζαντινή οχύρωση της πόλης των Ιωαννίνων, τμήμα της οποίας αναγνωρίζεται στον κυκλικό πύργο, γνωστό ως πύργο του Βοημούνδου, που υψώνεται περίπου στο κέντρο της. Ο πύργος αργότερα με κατάλληλες προσθήκες και μετασκευές αποτέλεσε τμήμα του Σεραγιού του Αλή πασά, τα ερείπια του οποίου αποκαλύφθηκαν στη νότια πλευρά του. Η ακρόπολη αποτέλεσε επίσης το επίκεντρο της δραστηριότητας το Αλή πασά, καθώς στον χώρο αυτό ήταν κτισμένο το συγκρότημα του Σεραγιού του και τα λοιπά στρατιωτικά κτίσματα. Διαμορφώθηκε έτσι στην ακρόπολη μια ισχυρή έδρα για τον ίδιο και τους αξιωματικούς του.


Το Βυζαντινό Μουσείο


Η νοτιοανατολική ακρόπολη λειτουργεί σήμερα ως επισκέψιμος. αρχαιολογικός χώρος. Εκτείνεται σε δύο επίπεδα, όπου διατηρούνται αρκετά ενδιαφέροντα κτήρια, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αναστηλωθεί από την 8η Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων. Πρόκειται για τα ερείπια του Σεραγιού του Αλή πασά, στη θέση του οποίου χτίστηκε το Βυζαντινό Μουσείο,το«Θησαυροφυλάκιο»,το οποίο δε σώζεται στις μέρες μας,τα Μαγειρεία, η μικρή Πυριτιδαποθήκη και το Φετιχιέ τζαμί.



Το Φετιχιέ τζαμί και ο τάφος του Αλή πασά


Το Σεράι του Αλή πασά 


Οι εργασίες ανέγερσης του Σεραγιού του Αλή πασά, ξεκίνησαν γύρω στα 1788. Σύμφωνα με περιγραφές των περιηγητών, επρόκειτο για ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα, με ιδιαίτερο πλούτο και πολυτέλεια στη διακόσμησή του. Το Σεράι βρισκόταν στο δυτικό ύψωμα της εσωτερικής ακρόπολης του Ιτς Καλέ, με θέα προς τη λίμνη. Σε αυτό, στεγάζονταν τα διαμερίσματα του Αλή, της οικογένειάς του, των υπηρετών και του χαρεμιού. Υπήρχε επίσης η αίθουσα αναμονής και η αίθουσα ακροάσεων. 
Σε μια περιγραφή του Σεραγιού από τον Άγγλο γιατρό και περιηγητή H. Holland, ο οποίος επισκέφτηκε τα Ιωάννινα, το 1812-1813, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «το σαράι του Αλή πασά είναι χτισμένο σε ένα ύψωμα που του παρέχει τον έλεγχο πάνω σε ολόκληρη την πόλη». Στη γνωστή χαλυβογραφία των W. Leitch και H. Adlard αποδίδεται ως μεγαλειώδες οικοδόμημα με πολυάριθμα παράθυρα στον όροφο, διατεταγμένα σε σειρά. Έφερε τοξωτό προστώο στη δυτική πλευρά, με θέα στη λίμνη. Ο H. Holland αναφέρει επίσης την αίθουσα αναμονής του Σεραγιού, την οποία περιγράφει ως εξής :«σε έναν εξώστη ή χωλ του σεραγιού, τα παράθυρα προσφέρουν καταπληκτική θέα στη λίμνη των Ιωαννίνων και στα βουνά της Πίνδου. Οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι και πολυάριθμες πόρτες οδηγούν σε διάφορα μέρη του παλατιού». 


Επιβλητική και μεγαλόπρεπη ήταν επίσης και η αίθουσα ακροάσεων του Σεραγιού. Η λιθογραφία του G. de la Poer Beresford, εικονίζει μια τεράστια αίθουσα , με μεγάλα, τοξωτά παράθυρα και πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο στη οροφή και τους τοίχους. Η μαρτυρία του H. Holland είναι και πάλι κατατοπιστική για την αίθουσα αυτή : «στις παραστάδες των τοίχων και στα κοιλώματα ανάμεσα τους κρέμονταν τα όπλα του βεζύρη, πάλες, εγχειρίδια και πιστόλες, όλα εξαιρετικής τέχνης και στολισμένα με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους. Ένα τουρκικό χαλί κάλυπτε το πάτωμα και ντιβάνια περιτριγύριζαν όλο το δωμάτιο». 
Όπως προκύπτει από την ανασκαφική έρευνα των τελευταίων ετών, ανισόπεδα τμήματα, λουτρά, αίθρια, πλήθος βοηθητικών χώρων και αυλών, συνθέτουν την εικόνα ενός άρτια οργανωμένου κτιριακού συγκροτήματος. Στη βόρεια πλευρά του Σεραγιού, βρισκόταν πιθανότατα ο ανδρώνας και στη νότια ο γυναικωνίτης. Σήμερα σώζονται ερείπια από την μεσημβρινή πτέρυγα του Σεραγιού, κτήρια και άλλα βοηθητικά προσκτίσματα. 
Το Σεράι συνέχισε να χρησιμοποιείται ως διοικητικό κέντρο και μετά την πτώση του Αλή (1822) έως και το 1870, οπότε και καταστράφηκε ολοσχερώς. Στις πηγές αναφέρεται ότι είχε ήδη υποστεί πολλές φθορές, από την πολιορκία των σουλτανικών στρατευμάτων εναντίων του Αλή πασά. 
Στα ερείπια του κεντρικού κτηρίου του Σεραγιού, κτίστηκε αργότερα το Στρατιωτικό Νοσοκομείο της πόλης «Άγιοι Ανάργυροι» και στη θέση αυτού, ο ελληνικός στρατός έκτισε το 1958, το βασιλικό περίπτερο. Το 1978, η 8η Μεραρχία Ιωαννίνων παραχώρησε το κτήριο στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο εγκαινιάστηκε το 1995 το Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων, ενώ στον όροφο του κτηρίου στεγάζονται σήμερα τα γραφεία της 8ης Εφορείας Βυζαντινών αρχαιοτήτων. 



Το Βυζαντινό Μουσείο 


Στις επτά αίθουσες του Βυζαντινού Μουσείου, εκτίθενται σπουδαία ευρήματα ανασκαφών, που χρονολογούνται από την παλαιοχριστιανική έως και τη μεταβυζαντινή περίοδο. Πρόκειται για γλυπτά, νομίσματα, εικόνες και κεραμική, από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Περίοπτη θέση στη συλλογή του Μουσείου κατέχουν βυζαντινά γλυπτά από ναούς της Θεσπρωτίας, καθώς και μαρμάρινοι κίονες και κορινθιακά κιονόκρανα της παλαιοχριστιανικής περιόδου, από την ίδια περιοχή. Εκτίθενται ακόμη χειρόγραφα ευαγγέλια και ένα έντυπο βιβλίο του 1499, που έχει εκδοθεί στη Βενετία, από το τυπογραφείο του Νικολάου Βλαστού. Τα εκθέματα αυτά παρέχουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα να γνωρίσει την ιστορία της Ηπείρου, στο πέρασμα των αιώνων. 




Το «Θησαυροφυλάκιο» 


Σε κεντρικό σημείο του Ιτς Καλέ και σε επαφή με τον ναό των Αγίων Αναργύρων, βρίσκεται το κτήριο που είναι γνωστό από την προφορική παράδοση ως «Θησαυροφυλάκιο». 

Πρόκειται για εντυπωσιακό κτίσμα που πιθανότατα ανήκε στο ευρύτερο συγκρότημα του Σεραγιού του Αλή πασά, λείψανα του οποίου βρέθηκαν σε πολύ κοντινή απόσταση, στα νότια. 

Η κάτοψη του είναι ορθογώνια. Μια πεσσοστοιχία αποτελούμενη από τρεις πεσσούς, δημιουργεί δύο επιμήκεις χώρους που στεγάζονται εσωτερικά με καμάρες και εξωτερικά με δίρριχτες στέγες. 

Οι πλευρικές τοιχοποιίες της αίθουσας, φέρουν ορθογώνιες κόγχες, διαφόρων διαστάσεων. Στο δυτικό άκρο της νότιας πλευράς, υπάρχει θολωτό άνοιγμα που πιθανότατα οδηγούσε στον διπλανό, θολωτό χώρο, ο οποίος μεταγενέστερα διαμορφώθηκε στο σημερινό ναό των Αγίων Αναργύρων. 

Το κτήριο αναστηλώθηκε από την 8η Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων, κατά τη διάρκεια των ετών 1989-1990 και έκτοτε φιλοξενεί μια μόνιμη έκθεση αργυροχοΐας. Η έκθεση περιλαμβάνει δύο κυρίως συλλογές αργυρών αντικειμένων, που αποτελούν δωρεές του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα (1873-1956) και του Κ. Ιωαννίδη (γόνος γνωστής οικογένειας αργυροχόων, 1907-1965). Πρόσφατα, εμπλουτίστηκε με πολύτιμα κοσμήματα, δωρεά της Τ. Βέλλη - Δογορίτη (1925-2007). Την Έκθεση συμπληρώνει η αναπαράσταση ενός εργαστηρίου αργυροχοΐας. 

Η έκθεση του «Θησαυροφυλακίου» σχετίζεται με την τέχνη της αργυροχοΐας, η οποία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στα Ιωάννινα, κυρίως κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Τα ηπειρώτικα εργαστήρια αργυροχοΐας έδωσαν σπουδαία έργα, κοσμικά (κοσμήματα, οικιακά σκεύη, όπλα κ.ά.) και εκκλησιαστικά (σταυροί ευλογίας, λειψανοθήκες, δισκοπότηρα κ.ά.). Ο επισκέπτης της έκθεσης, αντλεί σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο άσκησης της τέχνης, καθώς και τις πιο χαρακτηριστικές τεχνικές δημιουργίας της (έκτυπη, συρματερή, χυτή, σμάλτα κ.ά.). Στις μέρες μας δε σώζεται το κτίσμα αυτό.



Το Φετιχιέ τζαμί 




Στο ανατολικότερο και υψηλότερο σημείο της Ακρόπολης Ιτς καλέ, δεσπόζει το Φετιχιέ τζαμί. Σύμφωνα με την παράδοση το τζαμί είναι χτισμένο στη θέση του προϋπάρχοντος βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών. Μοναδικά λείψανα του βυζαντινού αυτού ναού, είναι οι δύο μαρμάρινοι πεσσίσκοι τέμπλου του 13ου αιώνα, που βρίσκονται εντοιχισμένοι στην κόγχη (μιχράμπ) του τζαμιού. 

Το τζαμί είναι μονόχωρο και στεγάζεται με μεγάλο θόλο, που στηρίζεται σε τέσσερα ημιχώνια και τέσσερα τυφλά τόξα. Φέρει ξύλινο εξώστη στη βόρεια πλευρά. Τοιχογραφίες με φυτικό και γεωμετρικό διάκοσμο και χωρία αραβικών επιγραφών κοσμούν τα περισσότερα μέρη του χώρου. Στη γραπτή διακόσμηση εντοπίζονται και μεταγενέστερες επιζωγραφίσεις, που αντικατοπτρίζουν το πνεύμα του «νεοκλασικισμού» που επικρατούσε και στα Ιωάννινα την περίοδο της ύστερης Τουρκοκρατίας. 

Εξωτερικά το τζαμί έφερε ανοικτή στοά, από την οποία σήμερα διατηρείται μόνο το κρηπίδωμα. Σε καλή κατάσταση διατηρείται και ο μιναρές, που φέρει εξώστη και οξυκόρυφη στέγη. Στο πάνω μέρος της βάσης του μιναρέ, σώζονται τρεις πλάκες με ανάγλυφη διακόσμηση. 

Σύμφωνα με πηγές, το 15ο αιώνα, μετά την υποταγή των κατοίκων της πόλης των Ιωαννίνων στους Οθωμανούς (1430), κτίστηκε στο σημείο αυτό το πρώτο μουσουλμανικό μετζήτ (θρησκευτικό ίδρυμα), που ονομάστηκε Φετιχιέ. Πρόκειται για την τουρκική εκδοχή της λέξης «κατάκτηση». 

Το 17ο αιώνα, ο Τζαλαλή πασάς ανέλαβε την δαπάνη για την κατασκευή του τζαμιού. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, επρόκειτο για ένα μεγαλόπρεπο τζαμί, που εντυπωσίαζε τους επισκέπτες. Ο τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί, που επισκέφθηκε την πόλη των Ιωαννίνων στα τέλη του αιώνα (1670), αναφέρει μεταξύ άλλων «?ένα αρχαίο τέμενος με σαμαρωτή οροφή, ολότελα καμάροσκέπαστο με πέτρινο μιναρέ, που προηγουμένως ήταν εκκλησία. Είναι κι αυτό ένα τζαμί ολόλαμπρο σε μια γωνία του κάστρου πάνω σε απόκρημνο βράχο, με πλάτος εξήντα πόδια και μήκος εκατό». 

Σύμφωνα με γραπτές πηγές και λιγοστά αρχαιολογικά τεκμήρια, η ανοικοδόμηση του τζαμιού πραγματοποιήθηκε στα 1770. Στα τέλη του αιώνα αποτελούσε τον πυρήνα της θρησκευτικής ζωής στην ακρόπολη Ιτς Καλέ και γύρω στα 1795 ανακαινίστηκε από τον Αλή πασά, προκειμένου να λειτουργήσει ως τέμενος του σεραγιού. 

Μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1913, το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικός χώρος του στρατιωτικού Νοσοκομείου, που λειτούργησε στην θέση των ερειπίων του σεραγιού. Τα τελευταία χρόνια η 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε μια σειρά εργασιών αναστήλωσης και στερέωσης στο κτήριο. Παράλληλα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες συντήρησης στις τοιχογραφίες και τη γύψινη διακόσμηση του μιχράμπ. Στον χώρο φιλοξενείται σήμερα έκθεση με θέμα την πόλη των Ιωαννίνων κατά την περίοδο της ύστερης Τουρκοκρατίας και τη ζωή και το έργο του διαβόητου Αλή πασά. 




Ο τάφος του Αλή πασά 





Βορειοδυτικά του τζαμιού βρίσκεται το μνημείο που φιλοξενεί τους τάφους του Αλή πασά και μιας από τις συζύγους του. 

Πρόκειται για μνημείο ορθογώνιας κάτοψης που είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα. Στο πρώτο βρίσκονται οι τάφοι. Αναμφίβολα η αρχική κατασκευή του τάφου, όπου βρισκόταν το ακέφαλο σώμα του Αλή, ήταν ιδιαίτερα μεγαλόπρεπη και εντυπωσιακή. Το υπάρχον σιδερένιο κιγκλίδωμα αποτελεί απομίμησή του αυθεντικού σφυρήλατου κιγκλιδώματος, που σωζόταν έως περίπου το 1940. 


 
Β/ Η Βορειοανατολική ακρόπολη 

Η βορειοανατολική ακρόπολη ορίζεται από οχύρωση, μέρος της οποίας χρονολογείται στη βυζαντινή εποχή. Στη νότια πλευρά σώζεται η βυζαντινή πύλη που προστατεύεται από κυκλικό σε κάτοψη πύργο, ο οποίος σώζεται στο μεγαλύτερο ύψος του. Η ακρόπολη αυτή ονομαζόταν «επάνω γουλάς» και αποτελούσε την έδρα του βυζαντινού ηγεμόνα (δεσπότη) των Ιωαννίνων. Εδώ σύμφωνα με βυζαντινές πηγές, βρισκόταν τα ανάκτορα καθώς και ναός του Αγίου Ιωάννη. 


Τα μνημεία που βρίσκονται σήμερα στη βορειοανατολική ακρόπολη, χρονολογούνται στην οθωμανική περίοδο και είναι το τζαμί του Ασλάν πασά, ο ομώνυμος τουρμπές (τάφος), ο μεντρεσές (ιεροδιδασκαλείο) και τα Μαγειρεία. 


Τα Μαγειρεία

Κοντά στην ακρόπολη βρίσκονται επίσης τρία σημαντικά μνημεία της οθωμανικής περιόδου. Πρόκειται για το λουτρό, την τούρκικη βιβλιοθήκη και το Σουφαρί σεράι. 



Το λουτρό




Η τουρκική βιβλιοθήκη
Το Σουφαρί σεράι




Το τζαμί του Ασλάν πασά 


Το εσωτερικό του τζαμιού-Δημοτικό Μουσείο

Το τέμενος κτίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα (πιθανότατα το 1618) από τον Ασλάν πασά στη θέση όπου σύμφωνα με την παράδοση υπήρχε τη βυζαντινή εποχή ο ναός του αγίου Ιωάννη. Υπήρξε πυρήνας ενός μεγάλου θρησκευτικού - εκπαιδευτικού συγκροτήματος, από το οποίο σήμερα σώζεται ο μεντρεσές (ιεροδιδασκαλείο) και τα μαγειρεία (εστία).

Για το τζαμί δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία, εκτός από το ότι λάμβανε οικονομική ενίσχυση από τα έσοδα του Μπαϊρακλή τζαμιού (τζαμί της αγοράς).
Πρόκειται για ένα κτήριο τετράγωνης κάτοψης, που καλύπτεται με ψηλό ημισφαιρικό θόλο. Προστώο διαμορφώνεται στη δυτική πλευρά, καθώς και στοά περιμετρικά της βόρειας, δυτικής και της νότιας πλευράς. Το προστώο στηρίζεται σε κίονες οι οποίοι προέρχονται από κάποιο - άγνωστο σήμερα - παλαιοχριστιανικό ή βυζαντινό οικοδόμημα. Η στοά αρχικά ήταν ανοιχτή, σήμερα κλείνει με χαμηλή τοιχοποιία και μεγάλα παράθυρα στο πάνω μέρος της. Στην κρηπίδα της νότιας στοάς του τζαμιού ανοίγονται βαθιές καμαροσκέπαστες κόγχες με εναλλαγή λίθων και πλίνθων στην όψη των τόξων τους. Στο μπροστινό μέρος των κογχών υπάρχουν κτιστοί λουτήρες.
Για τον φωτισμό της κεντρικής αίθουσας προσευχής ανοίγονται σε κάθε τοίχο οκτώ παράθυρα σε δύο σειρές, τα οποία κοσμούνται με γραπτό διάκοσμο. Στον ανατολικό τοίχο της κεντρικής αίθουσας υπάρχει η κόγχη προσευχής (mihrab), η οποία κοσμείται με «σταλακτίτες», δηλαδή επάλληλες πολυεδρικές επιφάνειες με γραπτά ανεικονικά θέματα. Γύψινος γλυπτός ανεικονικός διάκοσμος πλαισιώνει το μέτωπο της κόγχης, τις πλευρές του minbar (κτιστός άμβωνας) και τις γωνιαίες κόγχες. 



Τζαμί Ασλάν πασά

Κυκλικό περίτεχνο κόσμημα καλύπτει το κέντρο του θόλου, ενώ τη βάση του διατρέχει γραπτή ζώνη με ρητά από το Κοράνι και ταινία διακοσμημένη με γύψινους «σταλακτίτες».
Σε ολόκληρη τη δυτική εσωτερική πλευρά της αίθουσας προσευχής αναπτύσσεται ξύλινο πατάρι, που στηρίζεται σε δύο περίτεχνους κίονες, συνδεόμενους μεταξύ τους με τόξα. κτιστή κλίμακα στη νοτιοδυτική γωνία οδηγεί στο μιναρέ.
Ένα μέρος του τζαμιού και του γειτονικού μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο) αποτέλεσε παλιότερα την έδρα της Αρχαιολογικής υπηρεσίας. 

Το Τζαμί από το 1930, στεγάζει το δημοτικό μουσείο της πόλης των Ιωαννίνων και φιλοξενεί τρεις συλλογές: ελληνική, εβραϊκή, τούρκικη, αντιπροσωπευτικές των κατοίκων της πόλης κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της. Όλα τα αντικείμενα που εκτίθενται είναι δωρεές επιφανών οικογενειών, χρονολογούνται από το 18ο-20ο αιώνα και είναι κυρίως σκεύη με χρηστικό και διακοσμητικό χαρακτήρα. Επίσης υπάρχουν όπλα και ενδυμασίες της περιόδου της Τουρκοκρατίας.
Στα αντικείμενα της συλλογής του ελληνικού πληθυσμού της πόλης περιλαμβάνονται εκκλησιαστικά αργυρά σκεύη, άμφια και εκκλησιαστικά βιβλία από τη συλλογή του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος.


Στην εβραϊκή συλλογή εκτίθενται παραπετάσματα από το κτήριο της παλιάς συναγωγής, φορεσιές και προικοσύμφωνα της άλλοτε ακμάζουσας εβραϊκής κοινότητας Ιωαννίνων.

Τα αντικείμενα από το τούρκικο στοιχείο εκτίθενται στον κεντρικό χώρο. Υπάρχουν ανατολίτικα υφάσματα του 16ου, του 17ου αιώνα, έπιπλα από ξύλο και φίλντισι της εποχής του Αλή πασά, μπρούντζινα αντικείμενα και μουσουλμανικά βιβλία.

Επίσης εκτίθενται πλούσιο φωτογραφικό υλικό και αντικείμενα από την περίοδο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, το 1913. 




Η Εβραϊκή Συναγωγή





Η εβραϊκή κοινότητα τω Ιωαννίνων μαρτυρείται από τη βυζαντινή περίοδο. Στο χρυσόβουλο του έτους 1319 του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄οριζόταν «ελευθερία και ανενοχλησία» και για τους Ιουδαίους της πόλης. Μετά το διωγμό από τους βασιλείς Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα της Ισπανίας το 1492 πολλοί Ισπανοεβραίοι κατέφυγαν στα Ιωάννινα. Μέχρι το ναζιστικό διωγμό η εβραϊκή κοινότητα αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα της τοπικής οικονομίας και ιστορίας. Έως τη δεκαετία του 1960 λειτουργούσε εβραϊκό σχολείο, ενώ σήμερα σώζεται στην πόλη το νεκροταφείο, οικοδομήματα από την εβραϊκή συνοικία και η εντός του κάστρου συναγωγή. Η «Αρχαία Ιερά Συναγωγή των Ιωαννίνων» είναι ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα αντίστοιχα κτήρια, που σώζονται στην Ελλάδα (Κέρκυρα, Χαλκίδα, Ρόδος). 

Το μνημείο αποτελείται από μια ορθογώνια υπόστυλη θολοσκεπή αίθουσα με πολλά παράθυρα. Στο κέντρο της ανατολικής πλευράς προεξέχει η Ιερή Πυλη «Εχάλ Ακόδες» με επένδυση από μάρμαρο και κοσμημένη από τέσσερις κιονίσκους με ανάγλυφα ανθέμια, όπου φυλάσσονται οι περγαμηνές του Μωσαϊκού Νόμου «Σιφρέ Τορά». Στο κέντρο της δυτικής πλευράς της αίθουσας βρίσκεται το Βήμα «Τεβά», όπου κινούνται οι «Χαζανίμ», δηλαδή οι ιερουργούντες, και όσοι πιστοί παρακολουθούν την ανάγνωση του Τορά. Στη βόρεια πλευρά υπάρχει γυναικωνίτης. Ο προαύλιος χώρος περιβάλλεται από από ψηλό τοίχο και περιλαμβάνει πηγάδι και κρήνη. Στην καμαροσκεπή πύλη υπάρχει εντοιχισμένη επιγραφή με το έτος 5657(1897), ενώ δύο ακόμη επιγραφές, με τη χρονολογία 5586(1826), σώζονται στην πρόσοψη του κτηρίου. Πέρα από τις εντοιχισμένες επιγραφές, που αφορούν ανακαινίσεις του οικοδομήματος, ο χρόνος ανοικοδόμησης της συναγωγής είναι άγνωστος. Πιθανότατα κτίστηκε στη θέση παλαιότερης. Μία δεύτερη νεώτερη συναγωγή στην πόλη των Ιωαννίνων υπήρχε εκτός του κάστρου (επί των οδών Αρσάκη και Γιοσέφ Ελιγιά).

 









Το κάστρο της Άρτας

  Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της μεσαιωνικής φυσιογνωμίας της Άρτας. Ο λοφίσκος στον οποίο είναι κτισμένο, θεωρήθηκε στρατηγική θέση κι απ' τους αρχαίους Αμβρακιώτες, γι' αυτό εκτός απ' το φρούριο της ακρόπολης που είχαν στο λόφο Περάνθη, περιέβαλαν και την κάτω πόλη με τείχος που περνούσε παρόχθια στη βόρεια καμπή του Άραχθου. Το κάτω μέρος αυτού του τείχους σώζεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά του κάστρου και οι κολοσσιαίοι λαξευμένοι λίθοι του προκαλούν το θαυμασμό. 
Πάνω στα θεμέλια και σε τμήμα της ανωδομής αυτού του αρχαίου τείχους της Αμβρακίας υψώθηκε το νεότερο κάστρο στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου και συγκεκριμένα επί δεσποτείας Μιχαήλ Β' Αγγέλου. Στον προσδιορισμό του χρόνου κατασκευής του βοηθούν τόσο οι γραπτές πηγές όσο και η τεχνική της κατασκευής του. Κατά τον μελετητή Θεοχάρη Τσούτσινο, πρόσθετη μαρτυρία για την ίδρυση του κάστρου τη βυζαντινή περίοδο αποτελεί χαρακτό μονόγραμμα επίγραμμα που υπάρχει εντειχισμένο στη μέση του τρίτου νότιου πύργου (δεξιά της κύριας πύλης) και φέρει - κατά τη γνώμη του μελετητή - τα γράμματα Μ.ΑΔ.Κ. που διαβάζονται: Μιχαήλ Άγγελος Δούκας Κομνηνός, υποδηλώνοντας προφανώς τον κτήτορα. Καίτοι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το μονόγραμμα περιέχει αυτά τα γράμματα -οπότε ως πηγή είναι αμφίβολης αξίας- ωστόσο όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι το κάστρο κτίστηκε πράγματι απ' τον Μιχαήλ Β' στα μέσα του 13ου αιώνα. Ένα αιώνα αργότερα (το 1357) ο Νικηφόρος Β' Ορσίνι ή Άγγελος Κομνηνός κάνει σημαντικές επισκευές στο κάστρο, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις επιδρομές των Σέρβων.
Στα χρόνια του Αλή Πασά (18ος αιώνας) έγιναν περιορισμένης έκτασης αλλαγές (κυρίως στις επάλξεις, στο εσωτερικό καστράκι και στους πύργους) σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τότε πολεμικής τεχνικής.
Το σημερινό λοιπόν μνημείο σχηματίστηκε σε τρεις περιόδους: Πάνω στα απομεινάρια του αρχαίου τείχους (5ος - 4ος π.χ. αιώνας) κτίστηκε κατά τη βυζαντινή εποχή (13ος αιώνας) το νεότερο κάστρο, το οποίο 100 χρόνια αργότερα επισκευάστηκε και στην περίοδο της τουρκοκρατίας (18ος αιώνας) με τις βελτιώσεις και προσθήκες που έγιναν, πήρε την τελική του μορφή. Το κάστρο υπήρξε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της πόλης και ολόκληρου του Δεσποτάτου.
Ο πανύψηλος πύργος του ρολογιού μπροστά απ' το κάστρο κτίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1875) με πολύ ευαισθησία, ώστε να φαντάζει ως φυσική προέκταση του τείχους.

Περιγραφή του μνημείου

Αποτελείται από 3 μέρη: 1) το κυρίως φρούριο 2) δύο μικρά εξωτερικά περιτειχίσματα κτισμένα σε χαμηλότερο επίπεδο - απ' τα οποία το δυτικό είναι ενισχυτικό του κυρίως φρουρίου και εκτείνεται από την κεντρική πύλη ως τον πύργο του Ρολογιού, ενώ το βόρειο, πνιγμένο σήμερα απ' τα σπίτια της συνοικίας των Ταμπακιάδων, προστάτευε την κρυφή βόρεια πύλη του κάστρου - και 3) το εσωτερικό οχυρό ή Ακρόπολη που βρίσκεται στα αριστερά της κεντρικής πύλης, και για το οποίο θα γίνει ιδιαίτερος λόγος.
Το σχήμα του κάστρου είναι ακανόνιστο πολύγωνο (μεγίστου μήκους 280μ. και πλάτους 175μ.) το οποίο διακόπτεται ανά 25μ. από ημικυκλικούς, τριγωνικούς ή πολυγωνικούς πύργους. Μόνο στο ανατολικό τμήμα που στηρίζεται πάνω στο αρχαίο τείχος, δεν υπάρχουν πύργοι. Απ' αυτούς μερικοί, στη δυτική και νότια πλευρά, δεν είναι βυζαντινοί αλλά πολύ μεταγενέστεροι, όπως δείχνει η τεχνική της κατασκευής τους. Δηλαδή, είναι κατασκευασμένοι με διαφορετικά υλικά, έχουν σχήμα τριγωνικό ή πολυγωνικό, λείπουν παντελώς οι πλίνθοι και έχουν στο πάνω μέρος μεγάλα παραθυροειδή ανοίγματα που προορίζονταν για την τοποθέτηση τηλεβόλων. Τέτοια τεχνική συναντάμε σε ενετικά κάστρα, γι' αυτό θεωρείται πιθανότατο οι Τούρκοι να κάλεσαν Ενετούς μηχανικούς για την ενίσχυση του φρουρίου.
Το πάχος του τείχους είναι 2,50 μέτρα, το δε ύψος του φτάνει τα 10 μέτρα και στέφεται από επάλξεις, πίσω απ' τις οποίες υπάρχει ο περίδρομος για τους πολεμιστές. Η τοιχοδομή του είναι απλή, με ακανόνιστα λαξευμένες μικρές πέτρες και παρεμβολή πλίνθων, αόρατων στο μεγαλύτερο μέρος του τείχους, επειδή καλύφθηκαν από μεταγενέστερο κονίαμα. Ιδιαίτερα καλή ισόδομη πλινθοπερίβλητη βυζαντινή τοιχοποιία εμφανίζεται στο πάνω τμήμα της δυτικής πλευράς του κάστρου, καθώς και στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού οχυρού, όπου υπάρχει και πλίνθινη διακόσμηση.
Σε πύργο της βόρειας πλευράς του κάστρου υπάρχει μικρή πύλη που προστατεύεται από εξωτερικό περιτείχισμα. η πύλη αυτή χρησίμευε για την ασφαλή ύδρευση απ' το ποτάμι95 σε περίπτωση μακρόχρονης πολιορκίας. Ίχνη πύλης διακρίνονται και στο αρχαίο τείχος της Αμβρακίας, στην ανατολική πλευρά του κάστρου. Στο κέντρο του λοφίσκου -δίπλα απ' το Ξενία- σώζονται λείψανα μεγάλου οικοδομήματος (διαστάσεων 10,90 Χ 45,50 μ.) κτισμένο με ακανόνιστη βυζαντινή τοιχοποιία από μεγάλους λίθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται πλίνθοι. Στη νότια πλευρά του κτίσματος αυτού είναι προσκολλημένος βυζαντινός ναός, που απ' ό,τι δείχνουν τ' απομεινάρια των τοίχων του, κατέληγε σε ημιεξάγωνη κόγχη. Θεωρείται βέβαιο ότι πρόκειται για τα ανάκτορα των Κομνηνών και το βασιλικό παρεκκλήσι, τα οποία θα καταστράφηκαν κατά την εισβολή των Σέρβων του Στέφανου Δουσάν ή απ' τη μεγάλη πυρκαγιά του 1361, οπότε θα έγινε και μεταφορά των ανακτόρων στο εσωτερικό οχυρό (Ουτς - Καλέ) για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Σύμφωνα με τις περιγραφές περιηγητών, έξω από το κάστρο - στο χώρο που απλώνεται μπροστά απ' την κύρια είσοδο του - υπήρχε απ' τα βυζαντινά χρόνια και εξακολουθούσε να λειτουργεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας αγορά - το Έμποριό" κατά το χρονικό των Τοοοο - γι' αυτό και η περιοχή προσέλκυσε από νωρίς (12ο αιώνας) Εβραίους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, έδωσαν το όνομα στη συνοικία - Εβραίικα - και η συναγωγή τους υπήρχε και λειτουργούσε στο χώρο αυτό ως τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

Το εσωτερικό οχυρό ή Ακρόπολη (Ουτς Καλέ)

Στη νοτιοδυτική γωνία του κάστρου και αριστερά της κεντρικής πύλης, υπάρχει εσωτερικό ακανόνιστου σχήματος τείχος με βυζαντινή τοιχοποιία και τοξωτά παράθυρα που αποκόβει μια εξοχή του χώρου, δημιουργώντας έτσι ένα εσωτερικό οχυρό -το Όυτς Καλέ" των Τούρκων ή το "Καστράκι" των σημερινών Αρτινών- το οποίο θα αποτελούσε και το έσχατο καταφύγιο, αν κρίνουμε απ' το πολύπλοκο σύστημα εισόδου σ' αυτό, τις κρύπτες και τις θολωτές κλειστές αίθουσες που υπάρχουν μέσα. Το εσωτερικό τείχος που περικλείει το οχυρό, εκτός απ' την πλίνθινη διακόσμηση έφερε και εξώστες τοξωτούς (απ' τους οποίους σήμερα σώζονται μόνο οι λίθινοι κιλλίβαντες), στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι σ' αυτό το οχυρό μεταφέρθηκαν τα μη διασωθέντα ανάκτορα των Κομνηνών για προστασία απ' τους επιδρομείς. Η μεταφορά αυτή των ανακτόρων θα πρέπει να έγινε στα χρόνια της δεύτερης δεσποτείας του Νικηφόρου Β', όταν το 1356 ανακατέλαβε την Άρτα απ' τους Σέρβους. Μετά πέρασαν από κει Αλβανοί, Λατίνοι και Τούρκοι ηγεμόνες και τα κτίσματα του εσωτερικού φρουρίου γνώρισαν τόσες μεταβολές, ανακατασκευές και αλλοιώσεις, ώστε τα σημερινά απομεινάρια να μη θυμίζουν καθόλου τα αρχικά κτίσματα. Μόνο οι τοίχοι του εσωτερικού αυτού φρουρίου διατήρησαν τη βυζαντινή φυσιογνωμία τους.
Η είσοδος στο "Καστράκι" γίνεται με χαμηλή πύλη της οποίας το επισύλιο και οι κιονοειδείς ορθοστάτες είναι απομεινάρια κτίσματος της αρχαίας Αμβρακίας. Πάνω απ' την πύλη στην εσωτερική πλευρά υπάρχει εξώστης σκεπασμένος με καμάρα που τη στηρίζουν δύο κολώνες, η δε βάση του φέρει ανοίγματα μέσα απ' τα οποία έρριχναν καυτό λάδι ή λυωμένο μολύβι στον εχθρό που θα επιχειρούσε να μπει. Η όλη όψη του εξώστη δίνει την εντύπωση θρόνου, στοιχείο που συνηγορεί στην άποψη ότι ο χώρος του εσωτερικού κάστρου ήταν κατ' εξοχήν βασιλικός.
Στη βόρεια πλευρά του "καταφυγίου" υπάρχει μεγάλη αίθουσα με καμάρες και θόλους, ή οποία σήμερα κατάλληλα διαμορφωμένη χρησιμοποιείται ως χώρος θεατρικών παρασκηνίων. Η αίθουσα αυτή -όπως δείχνουν οι ακρινές ραφές του τοίχου της πρόσοψης -είναι μεταγενέστερη κατασκευή και χρησιμοποιήθηκε απ' τους Τούρκους ως πυριτιδαποθήκη. Λίγο πάνω απ' την τοξωτή θύρα αυτής της αίθουσας υπάρχει εντειχισμένη τετράγωνη μαρμάρινη πλάκα -άγνωστης προέλευσης- με ανάγλυφη παράσταση λιονταριού, την οποία ο Ορλάνδος- κρίνοντας με βάση τα στοιχεία τεχνοτροπίας -θεωρεί ως βυζαντινή κατασκευή. Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος αναφέρει ότι στο χώρο του εσωτερικού φρουρίου υπήρχαν λείψανα βυζαντινού ναϊσκου και δίπλα πηγάδι με τετράγωνο λαξευτό στόμιο. Σήμερα στη θέση του παλαιού αυτού ναού, ακριβώς απέναντι απ' την είσοδο του καταφυγίου, υπάρχει τετράγωνος οικίσκος -τούρκικη κατασκευή άγνωστης χρήσης- πάνω απ' την τοξωτή είσοδο του οποίου είναι εντειχισμένη λίθινη πλάκα με ανάγλυφη παράσταση ανεστραμμένης άγκυρας. Το στόμιο του πηγαδιού σώζεται, φέρει δε σε μία απ' τις πλευρές του ανάγλυφη παράσταση οικόσημου με ποικίλα διακοσμητικά θέματα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο δικέφαλος αετός (έμβλημα των βυζαντινών). Το πηγάδι -κατά τον Ορλάνδο- είναι έργο των Ορσίνι, οι οποίοι έκαναν έμβλημα τους το δικέφαλο αετό για να φαντάζουν ως γνήσιοι συνεχιστές των βυζαντινών προκατόχων τους.
Τέλος, στο εσωτερικό φρούριο και δεξιά της εισόδου του, υπάρχει μεγάλη κλειστή θολωτή αίθουσα στην οποία μπαίνει κανείς περνώντας επάλληλες τοξωτές θύρες, στοιχείο που βοηθάει να εικάσουμε ότι πρόκειται για το κυρίως καταφύγιο ή για κρύπτη ή για φυλακές.

Το κάστρο στα μεταβυζαντινά χρόνια

Στα χρόνια του Αλή πασά το εσωτερικό "Καστράκι" λεγόταν Ουτς Καλέ (Ακρό-πολις) και εκεί μέσα οι Τούρκοι φυλάκισαν το στρατηγό Μακρυγιάννη με άλλους συναγωνιστές του κατά την Επανάσταση του 21. Στον ίδιο χώρο λειτουργούσαν φυλακές για πάρα πολλά χρόνια και μετά την απελευθέρωση της Άρτας, το 1881. Μόλις το 1987 αυτός ο μοναδικός στο είδος του χώρος, αξιοποιημένος απ' το Δήμο Αρταίων, δόθηκε στο κοινό της πόλης για τις πολιτιστικές του εκδηλώσεις.
Το κάστρο της Άρτας παρά τις πολεμικές θύελλες και τις πολιορκίες που κατά καιρούς γνώρισε, διατηρείται σε άριστη κατάσταση και αποτελεί ένα απ' τα καλύτερα αξιοθέατα της περιοχής. Είναι το στέμμα της κάτω πόλης, η πιο όμορφη γωνιά της σημερινής Άρτας. Τίποτα πιο ειδυλλιακό για τον απογευματινό περιπατητή ή τον ξένο επισκέπτη, απ' το να βρεθεί στη γραφική αγκαλιά του κάστρου, να περιδιαβεί τον περίδρομο των πολεμιστών, να σταθεί σε ένα πύργο και να απολαύσει την πανοραμική θέα του μακρινού ορίζοντα, απ' τα Τζουμέρκα και τα βουνά του Βάλτου ως το θρυλικό Ζάλογγο, μα και την ομορφιά του κοντινού περίγυρου, με το ποτάμι, τους μπαξέδες και την πόλη να απλώνεται νωχελικά στα πόδια του κάστρου, λες και το προσκυνά από ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία που τόσες φορές της πρόσφερε.

Ο Πύργος του Ρολογιού

Ο Πύργος του Ρολογιού είναι μνημείο Οθωμανικής περιόδου στην Άρτα και αποτελεί ένα από τα σύμβολα της πόλης. Η κατασκευή του ορίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα και είναι το παλαιότερο ρολόι στην Ήπειρο και ένα από τα παλαιότερα στον Ελλαδικό χώρο ενώ ταυτόχρονα ο αρχικός μηχανισμός του ρολογιού το καθιστούσε μοναδικό στο είδος του σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το ρολόι υπήρξε στενά συνδεδεμένο με τις ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές της περιοχής και η κεντρική του θέση δίπλα στο κάστρο, το ανέδειξε σε σημείο αναφοράς. Η πλατεία της Ώρας που υπήρχε μπροστά από το ρολόι, αποτελούσε ένα από τα πιο πολυσύχναστα μέρη της πόλης και τόπος συνάντησης για τις τρεις θρησκευτικές κοινότητες της Άρτας.


    Το κάστρο της Πάργας


 To κάστρο της Πάργας βρίσκεται επάνω σε έναν οχυρό λόφο-ακρωτήριο που δεσπόζει στην είσοδο του λιμανιού της Πάργας αλλά και της διπλανής τεράστιας παραλίας του Βάλτου.
 Το κάστρο καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές κάθε φορά που το καταλάμβανε κάποιος κατακτητής. Αυτό που σώζεται σήμερα είναι το φρούριο που έχτισαν οι Βενετσιάνοι τον 16ο αιώνα, με τις προσθήκες που έκανε ο Αλή Πασάς όταν αγόρασε την Πάργα από τους Άγγλους. Το κάστρο της Πάργας ήταν απόρθητο σε όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης με τον Αλή Πασά και πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση στους Σουλιώτες που τον αντιμάχονταν.
 Το κάστρο κτίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 14ου αιώνα, βασικά από τους Νορμανδούς. Το 1401 οι Ενετοί έγιναν κυρίαρχοι της Πάργας.
Το 1452 η Πάργα έπεσε προσωρινά στα χέρια των Τούρκων που κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του κάστρου. Μετά 2 χρόνια οι Ενετοί επέστρεψαν. Το κάστρο καταστράφηκε ξανά το 1537 από τον Τούρκο πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του 1537, ο Μπαρμπαρόσα με 200 πλοία είχε κουρσέψει όλες τις ενετικές κτήσεις σε Ιόνιο και Αιγαίο.
 Οι Ενετοί ξανάχτισαν το κάστρο και του έδωσαν την οριστική του μορφή το 1572. Αυτή τη φορά έκτισαν 8 πύργους εξωτερικά. Στο εσωτερικό στοιβάχτηκαν με τον καιρό 400 σπίτια των κατοίκων που ελλείψει χώρου διέθεταν ένα μόνο δωμάτιο.
 Από το λιμάνι της Πάργας εφοδιάζονταν σε τρόφιμα και πυρομαχικά για τον αγώνα τους ενάντια στον τύραννο, στο κάστρο της Πάργας κατέφευγαν όταν αναγκάζονταν προσωρινά να εγκαταλείψουν το Σούλι. Στην Πάργα κατέφυγαν μετά την πτώση του Σουλίου και εκεί από εκεί ξεριζώθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους Παργινούς όταν ο Άγγλος διοικητής των Επτανήσων Maitland πούλησε την πολύπαθη Πάργα στον Αλή Πασά.
 Προηγουμένως η Πάργα είχε περάσει στην κατοχή των Γάλλων το 1797. Με το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων οι Παριανοί επαναστάτησαν και αναζήτησαν την προστασία των Βρετανών οι οποίοι όμως σε λίγα χρόνια τους πρόδωσαν και παρέδωσαν την πόλη στους Τούρκους.
Ο Αλή πασάς έκανε τις τελευταίες μεγάλες προσθήκες στο κάστρο με πιο χαρακτηριστική αυτή της κατασκευής ενός χαμάμ.



Το κάστρο της Παραμυθιάς ή Κάστρο του αγίου Δονάτου

Για πρώτη φορά χτίστηκε κάστρο στο ύψωμα κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους. Επί Ιουστινιανού το κάστρο ανακατασκευάστηκε όπως πολλά άλλα κάστρα στη Βυζαντινή επικράτεια. Σίγουρα πρέπει να δέχθηκε τροποποιήσεις και μεταγενέστερα ιδίως την περίοδο του 13ου, 14ου αιώνα, όταν η κατάσταση στην περιοχή ήταν ρευστή. Συνέχισε να χρησιμοποιείται σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο καθώς και επί Τουρκοκρατίας.
  Με την ανάπτυξη της πόλης της Παραμυθιάς επί Τουρκοκρατίας, ο οικισμός μέσα στο κάστρο  άρχισε να φθίνει και εγκαταλείφθηκε οριστικά επί Αλή πασά, μάλλον στις αρχές του 19ου αιώνα.
  Ο ιστορικός του 6ου αιώνα Προκόπιος αναφέρει την κατασκευή κάστρου με την ονομασία «Άγιος Δονάτος» στην περιοχή. Επίσης γίνεται μνεία στο ανώνυμο μεσαιωνικό χρονικό των Τόκκων.
  Το όνομά του το πήρε από τον πολιούχο της πόλης Άγιο Δονάτο, ο οποίος ήταν επίσκοπος Ευροίας τον 4ο αιώνα.
  Η ιστορία του κάστρου ταυτίζεται με την ιστορία της Παραμυθιάς. Μετά την Ελληνιστική περίοδο πέρασε στους Ρωμαίους και μετά στους Βυζαντινούς. Από την αρχή του 13ου αιώνα ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1337 πέρασε για λίγο επί Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου στην κυριαρχία του Βυζαντίου και το 1349 βρίσκεται στην κυριαρχία τουΣέβου ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν. Στα 1380 αγοράστηκε από το Σέρβο Δεσπότη των Ιωαννίνων Θωμά Πρελούμπο (ή Πρελούμποβιτς). Στα 1411 υποτάχτηκε στον Κάρολο Α’ Τόκκο, (Δούκας της Λευκάδας αρχικά και ύστερα «Δεσπότης της Άρτας και των Ιωαννίνων» μέχρι το 1429). Το 1449 η Παραμυθιά καταλαμβάνεται από τους Τούρκους και παραμένει υπό τουρκική κυριαρχία μέχρι το 1913.
  Το κάστρο αποτελείται από μια μεγάλη, πολυγωνική, εξωτερική περίφραξη, πάνω από την οποία βρίσκονται οι Βυζαντινοί τοίχοι (ύψους 2μ περίπου) με το φρούριο να βρίσκεται στην κορυφή. Η κεντρική είσοδος σήμερα, έχει σχεδόν καταστραφεί. Στο εσωτερικό του κάστρου βρίσκονται ερείπια κτιρίων από την Τουρκοκρατία.
  Σήμερα, σώζονται μόνο τμήματα από το δυτικό τείχος και τον δυτικό πύργο στην κορυφή πάνω από την πόλη. Κάτω από το κάστρο σώζεται και η Κούλια της Παραμυθιάς, το μόνο από τα πυργόσπιτα που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, έστω και ανακατασκευασμένο.



Το κάστρο της αρχαίας Ελέας

  Στη Χρυσαυγή- Βέλιανη σώζεται το δεύτερο κάστρο της Παραμυθιάς, το κάστρο της αρχαίας Ελέας.  Η ιστορία του είναι τεράστια, και σήμερα, σώζεται το μεγαλύτερο μέρος του τείχους. Πρόκειται για το σημαντικότερο οικισμό στην Ελεάτιδα, την περιοχή δηλαδή μεταξύ Νεκρομαντείου και Παραμυθιάς, όπου κατοικούσε το φύλο των Ελεατών Θεσπρωτών. Ιδρύθηκε περίπου το 350 π.Χ. Υπήρξε πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών. Στον 4ον αι. π.Χ. τοποθετείται και η ίδρυση των πρώτων οικισμών μεγέθους μιας πραγματικής πόλης.
Γύρω στο 350 π.Χ. χρονολογούνται τα χάλκινα νομίσματα που άρχισαν να εκδίδουν οι Ελεαίοι ή Ελεάτες, το θεσπρωτικό φύλο που με κέντρο την Ελέα κατείχε τις εύφορες κοιλάδες του Αχέροντα και του Κωκκυτού μέχρι το Νεκρομαντείο και τον όρμο τηςΑμμουδιάς (ο «Ελέας λιμήν» των αρχαίων συγγραφέων και γεωγράφων).
Η Ελέα έχει ταυτιστεί με τον οχυρωμένο οικισμό στα ανατολικά του χωριού Χρυσαυγή, 5 χιλ. ΝΑ της Παραμυθιάς. Απετέλεσε πρώτη πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας και έδρα του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών. Σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση έχει διατηρηθεί η οχύρωση της ΒΑ και Α πλευράς του αρχαίου οικισμού, όπου το πάχος της ξεπερνά τα 3,5 μ. ενώ το σωζόμενο ύψος της τα 7 μ. Η κατασκευή του τείχους και της πύλης στις πλευρές αυτές είναι μνημειακή. Στο εσωτερικό διατηρούνται λείψανα οικιών, δημοσίων οικοδομημάτων στοών, αγοράς και θεάτρου. Στην περιοχή βρέθηκαν νομίσματα και επιγραφές που χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Βρίσκεται σε ανηφορικό και ευρύχωρο επίπεδο, εμβαδού 105 στρεμμάτων, στην κορυφή ενός λόφου του Κορίλα, σε υψόμετρο 460-525 μ.
Ο πληθυσμός του εντός των τειχών οικισμού -γιατί την ελληνιστική περίοδο ο οικισμός αναπτύχθηκε και εκτός των τειχών- ανερχόταν σε 3.000 κατοίκους. Κατασκευή τείχους και πύλης στη ΒΑ/Α πλευρά είναι μνημειακή. Το πάχος του ξεπερνά τα 4,5 μ και το ύψος του τα 6 μ ακόμα και σήμερα. Ο οικισμός διασχίζεται από ΒΑ προς ΝΔ από κεντρική οδική αρτηρία που πιθανόν κατέληγε στις δύο κύριες πύλες, την ανατολική και τη νοτιοδυτική.
Εντός των τειχών που διατηρούνται ακόμη βρίσκονται οι οικίες των ευγενών, το ωδείο και άλλες δημόσιες, εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Αριστερά και δεξιά βρισκόταν ορθογώνια οικοδομικά συγκροτήματα. Στα νότια της κεντρικής αρτηρίας ευρύτερος ορθογώνιος χώρος, πλαισιωμένος από την ανασκαφείσα στοά, το θέατρο και κάποια άλλα κτίρια, χρησίμευε ως πολιτική αγορά. Από το θέατρο διατηρούνται στη θέση τους λίγα εδώλια και λείψανα τοίχων της σκηνής.  Η μεγάλη διάμετρος του κοίλου ήταν 45-50 μ, το ύψος του 8-9 μ, και η χωρητικότητά του 3-4.000 θεατές.
Η ανασκαφική έρευνα στην Ελέα, που άρχισε το 1985, έχει αποκαλύψει στοά, δυτικά του θεάτρου, ημιυπόγειους αποθηκευτικούς χώρους, μικρό ναό, και δημόσιο κτίριο. Οι αρχαιολογικές μελέτες συνεχίζονται.