24 Ιουλίου, 2018

Η ιστορία της Ηπείρου

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
(Συνοπτικά)
  
Η Ήπειρος κατοικείται συνεχώς από τη 10η χιλιετία π.Χ., ενώ τα πρώτα αμιγώς ελληνικά φύλα ήταν οι Δωριείς που έφτασαν εδώ την 2η χιλιετία π.Χ. Η περιοχή άκμασε, αν και δεν έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα ιστορικά γεγονότα της υπόλοιπης Ελλάδος, μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ.
   Η ανάμιξη της περιοχής στα κοινά του ελληνικού χώρου περιοριζόταν στο μαντείο του Δία στη Δωδώνη, που ήταν το δεύτερο σημαντικότερο μαντείο του αρχαίου κόσμου, μετά το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς.
   Η σύζυγος του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β' και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδα, ήταν ανιψιά του βασιλιά της Ηπείρου Αρύβα και αδελφή του διαδόχου του Αλέξανδρου. Η κάθοδος των Ρωμαίων στην Ελλάδα οδηγεί την περιοχή στην καταστροφή, αφού αποτέλεσε το πεδίο μάχης μεταξύ των Ελλήνων και των εισβολέων. Καταστράφηκαν 70 ηπειρωτικές πόλεις και σκλαβώθηκαν 150 χιλιάδες Ηπειρώτες.
   Στη συνέχεια η περιοχή ζει σιωπηλή τον Μεσαίωνα με τις συνεχείς επιδρομές γερμανικών και σλαβικών φύλων στην Βαλκανική, έως το 1205 όταν ο Μιχαήλ Άγγελος καταφεύγει εδώ από την ηττημένη από τους Φράγκους Πόλη και δημιουργεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1431 η περιοχή γίνεται μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
   Το 1788 διοικητής της Ηπείρου γίνεται ο αλβανικής καταγωγής Αλή Πασάς ο οποίος ιδρύει κρατική οντότητα με βάση την ισονομία χριστιανών και μουσουλμάνων με έδρα τα  Ιωάννινα. Ο Αλή Πασάς επεκτείνει το κράτος του στα παράλια της Ηπείρου και προκαλεί την αντίδραση της Μεγάλης Πύλης. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' εκστρατεύει κατά του Αλή και το 1822 ο ηγεμόνας της Ηπείρου εκτελείται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων.
   Η Ήπειρος απελευθερώνεται το 1913 και γίνεται μέρος του νεώτερου ελληνικού κράτους.



Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ


α) Στα χρόνια του μύθου
  Ήπειρος, άπειρος γη, στεριά δίχως τέλος, κατά τον Όμηρο.
  Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων που έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ. αναφέρει ότι στην Ήπειρο ζούσαν οι φυλές: Θεσπρωτοί, Αμφίλοχοι,Αθαμάνες, Αίθικες, Τυμφαίοι, Ορέστες, Ατιντάνες, Παρωραίοι, Χάονες, Κασσωπαίοι. Στην περιοχή της Δωδώνης κατοικούσε η φυλή των Ελλών ή Σελλών. Άλλο ηπειρωτικό φύλο ήταν οι Γραικοί από το οποίο δόθηκε το όνομα σε όλους τους Έλληνες από τους Ρωμαίους.
   Οι Ορέστες κατοικούσαν μεταξύ της Δυτικής Μακεδονίας και της Βορείου Ηπείρου. Πήραν το όνομά τους από τον Ορέστη, τον γιο του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα, ο οποίος μετά τον φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας, κατέφυγε  στην περιοχή και ίδρυσε την πόλη Άργος Ορεστικό.
   Οι Τυμφαίοι ζούσαν μεταξύ της βόρειας Πίνδου και της περιοχής της Καστοριάς. Οι φυλές αυτές ασχολούνταν κυρίως με την νομαδική κτηνοτροφία
.


β) Η εποχή του σιδήρου (11ος - 8ος αιώνας π.Χ.)
  Την εποχή αυτή έχουμε την κάθοδο των Δωριαίων στη νότια Ελλάδα. Στην Ήπειρο θα εγκατασταθεί το ελληνικό φύλο των Μολοσσών, οι οποίοι έφτασαν από τη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα των Ιωαννίνων. Με τον καιρό θα επεκταθούν από τη Δωδώνη μέχρι τον Αώο ποταμό. Οι Μολοσσοί θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας των Ηπειρωτών.

Οι γενεαλογικές παραδόσεις των Μολοσσών/ιδρυτικοί μύθοι
  Οι Μολοσσοί πίστευαν ότι κατάγονταν από τον μυθικό ήρωα Αιακό, ο οποίος ήταν γιος του Δία και της Αίγινας. Ο Αιακός φημιζόταν για την μεγάλη   σοφία και την δικαιοσύνη του. Γι' αυτό, όταν πέθανε, ορίστηκε από τον Πλούτωνα και την  Περσεφόνη κριτής του Κάτω Κόσμου, όπου μαζί με τον Ραδάμανθυ και τον Μίνωα έκριναν τις ψυχές των νεκρών.
  Γιος του Αιακού ήταν ο Πηλέας, ο πατέρας του ήρωα του Τρωικού πολέμου, Αχιλλέα. Γιος του Αχιλλέα ήταν ο Νεοπτόλεμος, ο οποίος πολέμησε κι αυτός στην Τροία. Μετά  το τέλος του πολέμου, πήρε μαζί του ως λάφυρο την Ανδρομάχη, την γυναίκα του βασιλιά της Τροίας  Έκτορα. Η μυθολογία αναφέρει ότι ο Νεοπτόλεμος με την Ανδρομάχη δεν κατάφεραν να φτάσουν στην πατρίδα τους, αλλά κατέληξαν στην Ήπειρο, όπου εγκαταστάθηκαν και μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον Μολοσσό. Η Ανδρομάχη περιγράφεται από τους ποιητές ως υποδειγματική σύζυγος, περήφανη,  ευγενική, δυναμική και στοργική μάνα. Δηλαδή το πρότυπο της Ηπειρώτισσας γυναίκας.


Η Ολυμπιάδα
  
Από τη βασιλική γενιά των Μολοσσών καταγόταν η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η Ολυμπιάδα είχε κι έναν αδελφό πολύ μικρότερό της, που ονομαζόταν κι αυτός Αλέξανδρος.
  Η Ολυμπιάδα διακρινόταν από μικρή για τον δυναμισμό της καθώς και για το ανήσυχο πνεύμα της. Στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια έλαβε σημαντική μόρφωση από δασκάλους που την είχαν αναλάβει.
  Στα 16 της χρόνια θα μεταβεί στην Σαμοθράκη,  για να συμμετάσχει  στα Καβείρια μυστήρια. Εκεί θα την γνωρίσει ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος και θαμπωμένος από την ομορφιά, τη μόρφωση και, κυρίως, την έντονη προσωπικότητά της, θα την παντρευτεί. Από τον γάμο αυτόν θα γεννηθεί ο Μέγας Αλέξανδρος, η μεγαλύτερη μορφή του αρχαίου κόσμου, και μια αδερφή, η Κλεοπάτρα.
  Στα 19 του χρόνια ο Αλέξανδρος θα συγκρουσθεί με τον πατέρα του γιατί ο Φίλιππος ήθελε να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Η Ολυμπιάδα τότε πήρε το γιο της και έζησαν για ένα διάστημα στην Ήπειρο, στην αυλή του βασιλιά των Μολοσσών.
  Το 331 π.Χ. η Ολυμπιάδα, ενώ ο γιος της βρισκόταν στη Μικρά Ασία, θα επιστρέψει στην Ήπειρο, όπου ουσιαστικά ασκεί βασιλική εξουσία για 13 περίπου χρόνια. Εκεί θα μάθει για τον θάνατο του γιου της Αλέξανδρου, το 323 π.Χ.
  Το τέλος της Ολυμπιάδας ήταν τραγικό καθώς θα την δολοφονήσει ο Κάσσανδρος, διεκδικητής του θρόνου της Μακεδονίας. Ο ίδιος θα δολοφονήσει και την γυναίκα του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ρωξάνη μαζί με τον ανήλικο γιο της και διάδοχο του θρόνου.


Ο βασιλιάς Πύρρος
  
Ο μεγαλύτερος βασιλιάς της Ηπείρου ήταν ο Πύρρος (318-272 π.Χ.). Καταγόταν από τη φυλή των Μολοσσών και διακρίνονταν για τις οργανωτικές και στρατηγικές του ικανότητες, καθώς και για τη φιλοδοξία του. Κατάφερε να κάνει το βασίλειο των Μολοσσών ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά κράτη του 3ου αιώνα π.Χ.
  Την άνοιξη του 280 π.Χ. θα εκστρατεύσει κατά της Ιταλίας, για να προστατέψει τους Έλληνες της Σικελίας από τους Ρωμαίους. Η εκστρατεία αυτή κράτησε 5 χρόνια. Θα πετύχει σημαντικές νίκες αλλά με μεγάλες απώλειες. Έτσι έμεινε η  φράση "Πύρρειος νίκη". Θα σκοτωθεί άδοξα στο Άργος από ένα κεραμίδι που του πέταξε μια γυναίκα για να προστατέψει τον γιο της.


Η ηπειρωτικη  συμπολιτεία "ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ"
  Το 274 π.Χ. τα ηπειρωτικά φύλα Μολοσσοί, Χάονες και Θεσπρωτοί ιδρύουν την Ηπειρωτική Συμπολιτεία με τον τίτλο "Απειρωτάν". Αρχηγοί της Συμπολιτείας ήταν τρεις στρατηγοί, ένας από κάθε φύλο και την νομοθετική εξουσία την είχε ο λαός,  ο οποίος αποφάσιζε στην συνέλευση του Κοινού των Ηπειρωτών. Τα νομίσματα της εποχής αυτής απεικονίζουν στη μια όψη τον Δία με τη Διώνη και στην άλλη έναν ταύρο.

Το Κοινό Ηπειρωτών (αρχαία ελληνικά: Κοινὸν Ἀπειρωτᾶν) ήταν εθελοντική συμμαχία σε επίπεδο ομοσπονδίας των ετερογενών πόλεων-κρατών της Ηπείρου της ελληνιστικής περιόδου. Η εθελοντική αυτή συμμαχία διήρκεσε μεταξύ 231 π.Χ.-168 π.Χ, δηλαδή από το τέλος της ετήσιας βασιλείας της Δηιδάμειας, κόρης του Πύρρου ΙΙ έως της κατάληψη της Ηπείρου από τους Ρωμαίους υπό τον Αιμίλιο Παύλο το 168 π.Χ. ΔΕΝ πρέπει να γίνεται σύγχυση του Κοινού των Ηπειρωτών (Κοινὸν Ἀπειρωτᾶν) (231-168 πΧ) με το προγενέστερο όμοιο ομοσπονδιακό σχήμα, δημιούργημα της Μυρτάλης - Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ονομάσθηκε "Hπειρωτική Συμμαχία" ή "Συμμαχία των Ηπειρωτών" (336-328 πΧ). Σε αμφότερες τις ομοσπονδίες είχαμε εθελοντική σύμπτυξη Μολοσσών, με ΧάονεςΘεσπρωτούς και αποικίες Ηλείων (Πανδοσία, Βουχέτιον, Ελάτρεια, και Βατίαι),αλλά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

 Η Ηπειρωτική δημοκρατία θα σβήσει το 167 π/Χ. όταν η Ήπειρος καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους.

Το μαντείο της Δωδώνης




 Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη του μαντείου της Δωδώνης ως λατρευτικού χώρου τοποθετούνται περί το 2.600 π.Χ. Είναι το αρχαιότερο μαντείο που συναντάται στον ελλαδικό χώρο. 

 Η μυθολογία λέει ότι από τη Θήβα της Αιγύπτου πέταξαν δυο περιστέρια. Το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη,  όπου χτίστηκε ο ναός του Άμμωνα Δία. Το δεύτερο ήρθε στη Δωδώνη,  όπου και ιδρύθηκε το μαντείο.
  Το μαντείο στην αρχή ήταν υπαίθριο, με μια βελανιδιά (η ιερή φηγός) που γύρω είχε  έναν περίβολο από χάλκινους λέβητες πάνω σε τρίποδες,  οι οποίοι με τους ήχους που έκαναν όταν χτυπούσαν μεταξύ τους αλλά και σε συνδυασμό με το θρόισμα των φύλλων της ιερής βελανιδιάς καθώς και άλλους ήχους (πέταγμα περιστεριών, κελάρυσμα πηγής κ.ά.) έδιναν τους χρησμούς,  τους οποίους ερμήνευαν οι ιερείς του μαντείου. 
Οι ιερείς του ιερού της Δωδώνης δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους και σέρνονταν στο χώμα για να έχουν επαφή με τη γη.
  Στις ρίζες της φηγού,  στην αρχή πιστευόταν ότι κατοικούσε η Γαία, αλλά αργότερα  αντικαταστάθηκε από το Δία και τη γυναίκα του Διώνη
Ο Δίας λεγόταν και Νάιος Δίας από το αρχαιοελληνικό ρήμα «ναίω»=κατοικώ, γι’ αυτό και οι αγώνες που διεξάγονταν προς τιμή του κάθε 4 χρόνια στο κοντινό στάδιο λέγονταν Νάια.
 Στο τέλος του 5ου αιώνα χτίστηκε ένας μικρός ναός, όπου φυλάγονταν τα αφιερώματα των προσκυνητών. Οι προσκυνητές έδιναν την ερώτησή τους γραμμένη σε ένα έλασμα (φύλλο μαλακού μετάλλου - μολύβδου), αλλά η απάντηση, πάντα διφορούμενη,  συνήθως τους δίνονταν προφορικά. 
  Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ο περίβολος με τους λέβητες αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο χαμηλό πέτρινο περίβολο. Εφόσον εκεί κατοικούσε ο Δίας και το σύνολο έμοιαζε με σπίτι, ο χώρος ονομάστηκε Ιερά οικία.
  Στα χρόνια του Πύρρου (312-272 π.Χ.) χτίζονται στοές γύρω – γύρω, εκτός από την πλευρά της φηγού. Στο ναό και στις στοές φυλάγονταν τα αφιερώματα των πιστών. Εκείνη την εποχή χτίζονται και πολλά άλλα κτίρια: βουλευτήριο, πρυτανείο, θέατρο κτλ. και η Δωδώνη γίνεται για ένα διάστημα πρωτεύουσα των Ηπειρωτών.
 Μετά το θάνατο του Πύρρου και το γκρέμισμα του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., το ιερό επιδιορθώθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε' και επεκτάθηκε αποκτώντας και άλλους χώρους, κολώνες κτλ. Τότε πήρε και την τελική του μορφή, ενώ κατά τον Παυσανία, η φηγός υπήρχε ακόμη
  Το 167 π.Χ., το ιερό, όπως και άλλες 70 ηπειρωτικές πόλεις, καταστράφηκε από τους Ρωμαίους με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο, αλλά το ιερό ανοικοδομήθηκε πάλι από τον Αύγουστο μόλις το 31, μετά τη νίκη του στο Άκτιο, ο οποίος και μετέτρεψε και το θέατρο σε αρένα. Από τότε όμως δεν άκμασε ξανά.
  Ένας από τους τελευταίους χρησμούς σε επίσημο πρόσωπο ήταν αυτός που ζητήθηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη για την εκστρατεία του κατά των Πάρθων το 362.
 Στα βυζαντινά χρόνια, κατά τη βασιλεία του Θεοδοσίου Α' το 391, κάποιος έκοψε το ιερό δέντρο και το ιερό εγκαταλείφθηκε, ενώ πάνω στα ερείπιά του χτίστηκε χριστιανική εκκλησία.
 Οι τελευταίες μαρτυρίες χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα, όταν επιδρομές βαρβάρων ερήμωσαν την περιοχή και με τον καιρό η λάσπη από τις πλαγιές του Τόμαρου σκέπασε τα πάντα.
  
Το αρχαίο θέατρο
  

Το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης χτίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. επί βασιλείας Πύρρου και ακολουθεί το αρχιτεκτονικό σχέδιο που έχουν και τα άλλα ελληνικά θέατρα. Χωρούσε 18.000 θεατές και ήταν το μεγαλύτερο της εποχής του. Κατά την τέλεση των Ναΐων προς τιμή του Νάιου Δία, εκτός από τους αθλητικούς αγώνες στο στάδιο, γίνονταν και θεατρικοί αγώνες.
  Το θέατρο καταστράφηκε και επισκευάστηκε δύο φορές. Την πρώτη φορά το κατέστρεψαν οι Αιτωλοί με τον βασιλιά τους τον Δωρίμαχο το 219 π.Χ. αλλά την επόμενη χρονιά ο ο βασιλιάς Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας άρχισε τις επισκευές. 

 Το 167 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος το κατέστρεψε ξανά ώσπου το 31 π.Χ. το επισκεύασε πάλι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος για να χρησιμοποιηθεί ως αρένα για θηριομαχίες από τους Ρωμαίους. Ο τοίχος που υπάρχει μπροστά από τα πρώτα καθίσματα χτίστηκε αυτήν την εποχή για την προστασία των θεατών από τα θηρία.
Το νεκρομαντείο του Αχέροντα
  
 Οι αρχαίοι δεν ζητούσαν χρησμούς μόνο από τους θεούς αλλά και από τους προσφιλείς τους νεκρούς, τα αγαπημένα τους πρόσωπα  που είχαν πεθάνει, οι ψυχές των οποίων, άυλες σκιές, τριγυρνούσαν αέναα  στο υποχθόνιο βασίλειο του θεού Πλούτωνα, στα έγκατα της Αχερουσίας λίμνης.
  Η λίμνη σήμερα μπορεί να μην υπάρχει πια, καθώς έχει αποξηρανθεί και τη θέση της καταλαμβάνουν εύφοροι αγροί αλλά το Νεκρομαντείο του Αχέροντα στέκεται περήφανο και σχεδόν αλώβητο σε βραχώδη λόφο στη βορειοδυτική νοητή κοίτη της λίμνης.
  Στην Αχερουσία λίμνη χύνονταν τρεις ποταμοί: ο Αχέροντας (=χωρίς χαρά), ο Κωκυτός (=θρήνος) και ο Βωβός /Πυριφλεγέθων (=πύρινος), ο οποίος δεν υπάρχει πια. Τα ονόματα και των τριών ποταμών παραπέμπουν στο βαρύ πένθος αλλά και σε πύρινη κόλαση.
  Η ίδια η Αχερουσία λίμνη περιγράφεται στις αρχαίες πηγές ως μαύρη και σκοτεινή, παγωμένη, στα νερά της οποίας δεν επιβίωνε τίποτα το έμβιο. Περικυκλωμένη από καλαμιές και μόνιμα καλυμμένη από βαριά ομίχλη προϊδέαζε και τον πιο κυνικό επισκέπτη ότι κάπως έτσι θα έμοιαζαν οι πύλες του Κάτω Κόσμου.
  Στην Αχερουσία λίμνη κατηύθυνε τις ψυχές ο βαρκάρης Χάρος, τις οποίες είχε παραλάβει από τις όχθες του Αχέροντα και μόνο αφού είχε εισπράξει το οφειλόμενο αντίτιμο για τις υπηρεσίες και το πορθμείο του. Αντίτιμο το οποίο είχαν φροντίσει συνετά οι συγγενείς του νεκρού να τοποθετήσουν σε μορφή οβολού στο στόμα του κεκοιμημένου. Τυχόν παράλειψή του εξαιτίας ίσως απροσεξίας ή βιασύνης είχε το τραγικό αποτέλεσμα η ψυχή του να περιπλανιέται αιώνια στις όχθες του Αχέροντα και να μην βρίσκει αναπαμό.


γ) Η Ρωμαιοκρατία στην Ήπειρο


Μέρος των τειχών της αρχαίας Νικόπολης

  Το 167 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος καταλαμβάνει και καταστρέφει τις ηπειρωτικές πόλεις. Οι ζημιές που προκαλεί είναι πέρα από κάθε φαντασία. Οι κατακτητές αρπάζουν ό,τι πολύτιμο βρίσκουν, γκρεμίζουν κτήρια και ναούς. Αιχμαλώτισαν περί τους 150 χιλιάδες άνδρες, τους οποίους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Ρώμης. Ο γεωγράφος Στράβων  γράφει σχετικά με το γεγονός αυτό: "Στην εύανδρο Ήπειρο επικρατεί πολλή ερημιά και όλοι οι οικισμοί κείτονται ερειπωμένοι". Ήταν τόσο μεγάλη η θηριωδία των Ρωμαίων, ώστε ο Οκταβιανός Αύγουστος μετά από 130 χρόνια, όταν χρειάστηκε κατοίκους για την πόλη  που ίδρυσε, τη Νικόπολη, έφερε ανθρώπους από την Αιτωλία και την Ακαρνανία. Τους αιώνες που ακολούθησαν η Ήπειρος θα γνωρίσει την παρακμή και την εξαθλίωση.


δ)Η Ήπειρος στα Βυζαντινά χρόνια (4ος αιώνας μ.Χ. - 1204)

 Η Ήπειρος κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ανήκε στο θέμα της Νικοπόλεως. Στο τέλος της Ρωμαϊκής εποχής και στην αυγή της Βυζαντινής η Ήπειρος βαδίζει δειλά βήματα ανάπτυξης. Την μικρή αυτή ανάπτυξη θα την σταματήσουν πάλι οι επιδρομές βαρβαρικών φυλών από τον βορρά και την δύση. Νέες δοκιμασίες  απειλούν την βασανισμένη Ήπειρο.
   Τον 5ο αιώνα έχουμε τις επιδρομές των Βανδάλων (Γερμανικό φύλο),  τον 6ο αιώνα θα επιτεθούν οι Οστρογότθοι και κατά το μέσο του 6ου αιώνα μέχρι και το μέσο του 7ου αιώνα έχουμε την εισβολή των Σλάβων και την εγκατάστασή τους στις ερημωμένες περιοχές της Ηπείρου.
   Τους επόμενους αιώνες η Ήπειρος θα ζήσει σκοτεινά χρόνια, καθώς δεν υπάρχουν πηγές που να αναφέρουν κάποιο σημαντικό γεγονός.



 
ε) Η υστεροβυζαντινή περίοδος στην Ήπειρο
    Το 1204, κατά την Δ' Σταυροφορία, οι στρατιώτες του Πάπα της Ρώμης καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη και διαλύουν την Βυζαντινή αυτοκρατορία.
    Ένας από τους βυζαντινούς άρχοντες, ο Μιχαήλ Δούκας κατέφυγε στην Άρτα και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Την περίοδο αυτή η Ήπειρος αρχίζει να αναδύεται από την αφάνεια της ιστορίας. Οι δεσπότες του κατάφεραν να το επεκτείνουν μέχρι  τη Θεσσαλονίκη. Οι εμφύλιες συγκρούσεις όμως με την αυτοκρατορία της Νίκαιας το αποδυνάμωσαν.     Στα χρόνια αυτά αρχίζει να εμφανίζεται η πόλη των Ιωαννίνων ως σημαντικό διοικητικό κέντρο.
 Μεγάλη ακμή γνώρισε η τέχνη στην Ήπειρο κατά τον 13ο αιώνα. Η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η γλυπτική θα γνωρίσουν σημαντική ανάπτυξη με κέντρο κυρίως την Άρτα. Εντυπωσιακά μνημεία της εποχής είναι ο ναός των Βλαχερνών, ο ναός της Παρηγορήτισσας και η Κοίμηση της Θεοτόκου στο Μολυβδοσκέπαστο.



στ) Η Ήπειρος στα Οθωμανικά χρόνια (1430-1913)
  Το 1430 τα Ιωάννινα παραδόθηκαν στους Τούρκους και για τον λόγο αυτό οι κατακτητές παραχώρησαν ορισμένα προνόμια στους κατοίκους. Άλλες περιοχές που ευνοήθηκαν με προνόμια ήταν το Συρράκο, το Μέτσοβο, τα Ζαγοροχώρια κ.ά.
Το 1611 ξέσπασε επαναστατικό κίνημα στην Ήπειρο με υποκινητή τον επίσκοπο Τρίκκης (Τρικάλων) Διονύσιο τον Φιλόσοφο. Οι επαναστάτες με τσουγκράνες, γιαταγάνια, τσεκούρια και με ελάχιστα όπλα επιτέθηκαν στους Τούρκους των Ιωαννίνων και έκαψαν την κατοικία του πασά. Η βοήθεια που είχε συμφωνήσει ο Διονύσιος από τη δύση δεν ήρθε και όταν οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν στους άοπλους και κακώς προετοιμασμένους επαναστάτες, τους διέλυσαν. Ο ίδιος ο Διονύσιος συνελήφθη, τον έστησαν δεμένο σε μια πλατεία και τον έγδαραν ζωντανό για παραδειγματισμό. Η σκληρότητα του δυνάστη στο πρόσωπο του ήρωα επισκόπου παρουσιάζεται στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων του Παύλου Βρέλλη στα Ιωάννινα. Μετά την καταστολή του κινήματος, τίποτα δεν θα είναι ίδιο στην Ήπειρο. Τα οικονομικά προνόμια καταργήθηκαν και οι χριστιανοί εκδιώχθηκαν από το κάστρο της πόλης των Ιωαννίνων.


Σούλι, το άπαρτο κάστρο της λευτεριάς
   Από το 1685 μέχρι το 1822 οι Σουλιώτες θα κρατήσουν αναμμένη τη φλόγα της  επανάστασης. Τα Σουλιωτοχώρια διατηρούσαν 2.οοο-2.5οο  μάχιμους άνδρες, οι οποίοι διακρίνονταν για την απαράμιλλη γενναιότητά τους καθώς και για το ανυπόταχτο πνεύμα τους.
    Από τη στιγμή που ανέλαβε το πασαλίκι των Ιωαννίνων ο Αλή πασάς (1789-1822) οι  συγκρούσεις και τα ηρωικά κατορθώματα των Σουλιωτών έγραψαν στο βιβλίο της ιστορίας σελίδες δόξας. Το 1803 ο καλόγερος Σαμουήλ θα ανατινάξει το Κούγκι, για να μην συλληφθούν ζωντανοί από οι Σουλιώτες τους Τουρκαλβανούς. Στο Ζάλογγο οι Σουλιώτισσες  για να αποφύγουν κι αυτές την σύλληψη και την ατίμωση πιάνονται χέρι χέρι στο χορό και "βγάζοντας μια διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή ρίχνονται μαζί με τα παιδιά τους  στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού".


Ζάλογγο





Η πνευματική και οικονομική ανάπτυξη της Ηπείρου
  
  Την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα τα Ιωάννινα αποτελούσαν το σημαντικότερο οικονομικό και πνευματικό κέντρο τόσο του Ελλαδικού όσο και ευρύτερα του Βαλκανικού χώρου.
  

 Ο Αλή πασάς, για να προωθήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες, ενθάρρυνε την ανάπτυξη του εμπορίου, την ίδρυση σχολείων και συγκέντρωσε στην αυλή του σημαντικούς λόγιους της εποχής αλλά και ικανούς στρατιωτικούς όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Αθανάσιος Διάκος. Λειτουργούσε μια στρατιωτική σχολή από την οποία θα ξεπηδήσουν οι παραπάνω ήρωες της Επανάστασης του 1821.
   Οι Ηπειρώτες λόγιοι με το συγγραφικό έργο τους άνοιξαν το δρόμο προς την εθνική και  πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνισμού. Ο Νεόφυτος Δούκας, ο Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Ιωάννης Βηλαράς ήταν κάποιοι απ' αυτούς.




Η συμβολη των Ηπειρωτών στην Επανάσταση του 1821

   Αν και η Ήπειρος ελευθερώθηκε 92 χρόνια μετά την επανάσταση του 1821, η συμβολή  των Ηπειρωτών στην επιτυχία της ήταν καταλυτική.
  Η δράση των Σουλιωτών, που προαναφέραμε, καθώς και οι δρόμοι που άνοιξαν οι λόγιοι και οι έμποροι Ηπειρώτες, πρόσφεραν τεράστιο έργο στην επιτυχία  του μεγάλου ξεσηκωμού που ξεκίνησε στη Μολδοβλαχία με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη τον Ιανουάριο του 1821 και  συνεχίστηκε στην Πελοπόννησο τον Μάρτιο του ίδιου έτους.
   Η οργάνωση και η συστηματική προετοιμασία αυτού του τιτάνιου έπους ήταν έργο μιας μυστικής οργάνωσης, της Φιλικής Εταιρείας. Οι δυο από τους ιδρυτές της ήταν Ηπειρώτες: ο Νικόλαος Σκουφάς από το Κομπότι της Άρτας και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Ιωάννινα. Αν και ζούσαν έξω από τα σύνορα  της Ελλάδας, ήταν έμποροι στην Οδησσό της Ρωσίας, συμπάσχουν  με τους υπόδουλους συμπατριώτες τους και θα δώσουν το είναι τους στον αγώνα για τη  λευτεριά.


Η μάχη στο Πέτα της Άρτας
   Το 1822 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πρόεδρος του Εκτελεστικού της κυβέρνησης, αποδεχόμενος την πρόσκληση των Σουλιωτών για βοήθεια, κινήθηκε με 3.000 άνδρες προς την περιοχή της Άρτας. Στο σώμα αυτό συμμετείχαν  εθελοντικά και πολλοί Ευρωπαίοι φιλέλληνες. Στη μάχη που δόθηκε στο Πέτα της Άρτας οι Έλληνες θα γνωρίσουν βαριά ήττα από τους Τούρκους του Κιουταχή. Πολλοί φιλέλληνες θα χάσουν τη ζωή τους και το αίμα τους θα ποτίσει τη μαρτυρική γη της Ηπείρου. Η ήττα αυτή θα επιβραδύνει την απελευθέρωση της Ηπείρου.


Το συνέδριο του Βερολίνου και η προσάρτηση της Άρτας
  Στο συνέδριο του Βερολίνου το 1878 οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνώρισαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος  την Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας.
Οι Ηπειρώτες ευεργέτες
  Οι εύποροι Ηπειρώτες της διασποράς από τον 16ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ού επέδειξαν τεράστιο ευεργετικό έργο υπέρ της πατρίδας.
  Οι αδελφοί Ζωσιμάδες, ο Αρσάκης, ο Γεώργιος Σταύρου, ο Σίνας, ο Ζάππας, ο Τοσίτσας, ο Ριζάρης, ο Καπλάνης, ο Στουρνάρας, ο Χρηστάκης Ζωγράφος, ο Χατζηκώστας, ο Γεώργιος Αβέρωφ και πολλοί άλλοι διέθεσαν τεράστια χρηματικά ποσά για  την κατασκευή έργων υποδομής, την ανάπτυξη της παιδείας, της υγείας και του πολιτισμού.
  Το μέγεθος της ευποιίας, προσφοράς αυτών των ευεργετών δεν περιορίστηκε μόνο στα στενά όρια της Ηπείρου αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το Πολυτεχνείο στην Αθήνα, η σχολή Ευελπίδων, το Παναθηναϊκό στάδιο, το θωρηκτό Αβέρωφ, το Ζάππειο μέγαρο, το Αστεροσκοπείο Αθηνών, το κτήριο της Ακαδημίας Αθηνών, το Αρσάκειο και πλήθος άλλων είναι έργα Ηπειρωτών ευεργετών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Γεώργιος Χατζηκώστας ο οποίος έφτιαξε νοσοκομείο όχι μόνο στα Ιωάννινα αλλά και στο Μεσολόγγι  επειδή τον συγκινούσε η θυσία των Μεσολογγιτών κατά την ηρωική τους έξοδο το 1826.


Ηπειρώτες νεομάρτυρες και άγιοι
  Στα χρόνια της Οθωμανική κυριαρχίας, οι Τούρκοι αρκετέ φορές προσπάθησαν είτε με δωροδοκίες είτε με τη βία να εξισλαμίσουν τους χριστιανούς. Όσοι αρνούνταν να γίνουν μουσουλμάνοι καταδικάζονταν σε θάνατο για εκφοβισμό. Οι μάρτυρες της πίστης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ονομάζονται Νεομάρτυρες.
  Κορυφαία μορφή ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός που κατάγονταν  από το χωριό Μέγα Δέντρο Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας. με τις περιοδείες και την διδασκαλία του συνέβαλε  στην αναχαίτιση του εξισλαμισμού στα χωριά της Ηπείρου και στην διάσωση της ελληνικής γλώσσας. Το 1779 οι εχθροί του Ελληνισμού θα τον κρεμάσουν στην Βόρεια Ήπειρο.
  Άλλοι νεομάρτυρες είναι ο άγιος Ιωάννης ο Ράπτης από το Τέροβο που μαρτύρησε τον 16ο αιώνα, ο άγιος Γεώργιος ο Νέος που μαρτύρησε τον 19ο αιώνα και πολλοί άλλοι.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων



   Τα Ιωάννινα απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό στις 21 Φεβρουαρίου 1913. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Μπιζάνι, το οποίο οι Τούρκοι του Εσάτ πασά είχαν οχυρώσει ιδιαίτερα αποτελεσματικά με τη βοήθεια Γερμανών στρατιωτικών.
   Η πόλη των Ιωαννίνων θα πέσει στα χέρια του ελληνικού στρατού χάρη στην παράτολμη  κυκλωτική κίνηση του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου ο οποίος παραπλάνησε τον εχθρό και τον έκανε να πιστέψει ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παραδοθούν. Με την κίνηση αυτή αιχμαλώτισαν 20.000 Τούρκους στρατιώτες. Όμως άλλοι 15.000 δεν παραδόθηκαν και οπισθοχώρησαν προς βορρά. Καταδιώκοντας τις δυνάμεις αυτές ο ελληνικός στρατός θα ελευθερώσει και τις πόλεις και τα χωριά της Βορείου Ηπείρου.
  Στις 28 Φεβρουαρίου 1914 οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου θα ανακηρύξουν την αυτονομία τους με Πρόεδρο της "Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου" τον  πρώην υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Ζωγράφο. Τελικάτο 1921 οι Μεγάλες Δυνάμεις υπό την πίεση της Ιταλίας θα παραχωρήσουν την Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία.



Ο Ελλανοϊταλικός πόλεμος στην Ήπειρο


 " Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940  οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις θα εισβάλουν στη χώρα μας από την Ελληνοαλβανική μεθόριο. Οι δυνάμεις του φασισμού και του ναζισμού ήθελαν την Ελλάδα υπό τον στρατηγικό έλεγχό τους.
 Ο ελληνικός στρατός αποτελούνταν από 35.000 στρατιώτες και 140 αεροπλάνα. Τη γραμμή άμυνας από τη Θεσπρωτία μέχρι τον Σμόλικα είχε αναλάβει η  VIII  Μεραρχία με διοικητή τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο με έδρα των επιχειρήσεων το Καλπάκι.  Οι ιταλικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 100.000 άνδρες και 400 αεροπλάνα. 
  Παρά την υπεροχή του ο εχθρός δεν θα καταφέρει να  διασπάσει την γραμμή του μετώπου Καλαμάς-Καλπάκι. Η παθιασμένη άμυνα των Ελλήνων και η ευστοχία του πυροβολικού θα καθηλώσουν τους Ιταλούς. 
  Η ιταλική μεραρχία Τζούλια εκπαιδευμένη στον ορεινό πόλεμο, κατάφερε να διασπάσει το μέτωπο ανάμεσα από τον Σμόλικα και το Γράμμο. Ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης με τις μικρές δυνάμεις που διέθετε, έκανε ελιγμό  οπισθοχώρησης μέχρι να  φτάσουν ενισχύσεις. Έτσι οι Ιταλοί ανενόχλητοι σχεδόν  πέρασαν από την Σαμαρίνα, το Δίστρατο και έφτασαν στη Βωβούσα με στόχο να καταλάβουν το Μέτσοβο.
  Όταν σε λίγες μέρες το Απόσπασμα Πίνδου του Δαβάκη θα ενισχυθεί με νέες δυνάμεις, στις 2 Νοεμβρίου 1940 θα αντεπιτεθεί για να καταλάβει τα υψώματα Προφήτης Ηλίας Φούρκας, Ζεκίρι και Ταμπούρι Κερασόβου. Οι Ιταλοί, γνωρίζοντας την στρατηγική σημασία  αυτών των υψωμάτων, θα αμυνθούν πεισματικά. Στην προσπάθεια αυτή θα σκοτωθεί ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός Αλέξανδρος Διάκος και θα τραυματιστεί σοβαρά στο στήθος ο  Σπαρτιάτης Κωνσταντίνος Δαβάκης. Παρά τις σοβαρές απώλειες, ο ελληνικός στρατός θα ανακτήσει υπό τον έλεγχό του τα σημαντικά αυτά υψώματα κι έτσι θα καταφέρει καίριο πλήγμα  στις ιταλικές επιχειρήσεις γιατί τώρα πια  οι ιταλικές δυνάμεις που είχαν φτάσει στη Βωβούσα, είχαν αποκοπεί και δεν άργησαν να παραδοθούν.

Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος δίκαια χαρακτηρίστηκε στρατηγός της νίκης. Κατάγονταν από τον Κλειστό Ευρυτανίας και οι στρατηγικές του ικανότητες αναδείχθηκαν με την απόφασή του να επανδρώσει την μεραρχία του κυρίως με Ηπειρώτες, να οχυρώσει την μεθοριακή γραμμή ιδιαιτέρως αποτελεσματικά και να κινητοποιήσει τον άμαχο πληθυσμό ώστε να είναι σε θέση να υποστηρίξει τις μάχιμες μονάδες. Η κορυφαία στιγμή της στρατηγικής ικανότητας του Κατσιμήτρου  ήταν στις 18 Νοεμβρίου 1940 όταν, παρακούοντας τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου που του ζητούσε να οπισθοχωρήσει και να αμυνθεί στο   Μέτσοβο, αυτός, αντίθετα, διέταξε γενική αντεπίθεση! Κι από εκείνη τη στιγμή  ο ελληνικός στρατός θα  ξεχυθεί μπροστά και θα πετύχει νίκες ανεπανάληπτες που θα κάνουν τους ξένους ηγέτες να παραληρούν από θαυμασμό. Θα απωθήσουν τον εχθρό πέρα από τα σύνορα  και θα ελευθερώσουν τις πόλεις και τα χωριά της Βορείου Ηπείρου για τρίτη φορά. 
  Ήταν ένας πόλεμος άνισος και πάνω απ' όλα άδικος. Όμως, η προσπάθεια άξιων αξιωματικών,  γενναίων στρατιωτών και με την συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού που παρά  τη φτώχεια και την ανέχεια, διακατέχονταν από αίσθημα πατριωτικού καθήκοντος, κατάφεραν  όλοι μαζί να αποκαταστήσουν την αδικία και να διασώσουν την τιμή και την αξιοπρέπεια του έθνους μας."


                                                                                                           Δεκέμβρης 2013
                                                                                                           Δημήτρης Τέλλης


Σημείωση: Η αναδρομή αυτή στην ιστορία της Ηπείρου έγινε με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την απελευθέρωση του τόπου μας. Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό τ. 128. της Αδελφότητας Αγίας Παρασκευής Κόνιτσας "ΚΕΡΑΣΟΒΟ'. 

   
  

25 Ιουνίου, 2018

Ηπειρώτες εικαστικοί καλλιτέχνες

Ηπειρώτες εικαστικοί καλλιτέχνες


Βασίλης  Καζάκος χαράκτης (1945-2006)




Γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1945 και φεύγει από τα αυτά τελειώνοντας το σχολείο. Με εξετάσεις περνά στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ασχολείται με τη χαρακτική και έχει καθηγητή το Γραμματόπουλο. Ενώ είναι μαθητής στη σχολή φτιάχνει την ξυλογραφία «Κόκκινο Γυμνό» στην οποία εφαρμόζει την τεχνική των «Ντεγκραντέ» (μετάβαση χρωμάτων). Αυτό ενθουσιάζει το Γραμματόπουλο ο οποίος τον παίρνει στο προσωπικό εργαστήριο του. Το 1977 Διδάσκει στην ΑΣΚΤ ως Βοηθός, Επιμελητής, Λέκτορας και το 1999 : Εκλέγεται Αναπληρωτής Καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Έργα του υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Φιλανδία, Σουηδία, ΗΠΑ, Αργεντινή, Ιταλία, στις Πινακοθήκες των Δήμων Αθηναίων, Ρόδου, Ιωαννίνων, Φλώρινας, στο Υπουργείο Πολιτισμού καθώς και στις συλλογές πολλών ελληνικών Τραπεζών. Απεβίωσε στις 4 Αυγούστου 2006.


Μια πρώτη κατηγοριοποίηση στα έργα του Καζάκου είναι η εξής: • 1960 -70 Φοιτητική περίοδος: Επεξεργάζεται θέματα που του δίνονται από τους καθηγητές του στη Σχολή. • 1970-80 και 1980-90 έχουμε τις κλασσικές ξυλογραφίες του. • Από το 1988 όμως και μετά αρχίζει να υπάρχει μια αλλαγή στα έργα του Καζάκου, τόσο θεματολογικά όσο και τεχνοτροπικά.

Εξετάζοντας την πρώτη ενότητα των χαρακτικών, διαπιστώνουμε πρώτα από όλα ότι ο Καζάκος μας δίνει μία εκπληκτική αποτύπωση του Κάστρου των Ιωαννίνων, με κάθε λεπτομέρεια, το Ρολόι στην Πύλη του Κάστρου, το Ασλάν Τζαμί, τα τείχη του Κάστρου και φυσικά τη Λίμνη. Όλα αυτά τα στοιχεία τα διαπιστώνει κανείς με πρώτη ματιά στο χαρακτικό με τίτλο «Τζαμί, ημέρα».



Βλέπουμε πως με τις προ του 1988 ξυλογραφίες ο Καζάκος πετυχαίνει να μας μεταφέρει σε έναν κόσμο ονειρικό και φανταστικό, στον κόσμο δηλαδή της παιδικής ηλικίας, όπου όλα φαίνονται απόλυτα λογικά. Εδώ ρεαλισμός και όνειρο γίνονται ένα, τα ίδια τα ποδήλατα διαθέτουν ρεαλιστική ρόδα, αλλά και τεράστια φτερά. Με τα ποδήλατα φαίνεται πως ο Καζάκος κυνηγά το όνειρο, ένα όνειρο απροσδιόριστο με όχημα το ποδήλατο. Στα έργα του ο γενέθλιος χώρος υπάρχει, απεικονίζεται με σαφήνεια, αλλά δεν του είναι αρκετός, θέλει κάτι παραπάνω από αυτόν, γι’ αυτό και πετάει πάνω από αυτόν.  Και περνάμε τώρα 
 στα έργα μετά το 1988. Βλέπουμε ότι η θεματική του έχει αλλάξει, δεν είναι πια τα ποδήλατα και οι βόλτες με αυτά γύρω από τη Λίμνη, αλλά οι γυναίκες στα μπαρ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θεματική αλλάζει καθώς και ο ίδιος ο Καζάκος μεγαλώνει ηλικιακά. Είναι πια ένας ώριμος άντρας με ενδιαφέρον για το άλλο φύλο. Τα έργα του από το 1988 και μετά είναι, όπως ήδη αναφέραμε, ανθρωποκεντρικά, και συγκεκριμένα έχουν θέμα τη γυναίκα. Όπως θα δούμε οι γυναίκες τώρα είναι εκείνες που έχουν τα φτερά και όχι τα ποδήλατα τα οποία εμφανίζονται και αυτά αλλά στη «σωστή τους θέση», στο έδαφος.










Θεόδωρος Παπαγιάννης Γλύπτης(1942-)



Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης γεννήθηκε στο Ελληνικό Ιωαννίνων, κατάγεται δηλαδή από την Ήπειρο, από  "μία περιοχή που με τη τραχιά της διαμόρφωση, τους γλυπτικούς ορεινούς της όγκους και την πέτρινη αρχιτεκτονική της, αφυπνίζει την καλλιτεχνική ροπή και υπαγορεύει την αυστηρότητα και τον σεβασμό στη χρήση των υλικών. Ο πολύτροπος καλλιτέχνης εξερευνά όχι μόνο τα παραδοσιακά υλικά ( πέτρα, μάρμαρο, χαλκό ) αλλά και κάθε άλλη μορφή πρώτης ύλης όπως ξύλο, σίδερο, πηλό, συνθετικές ύλες αλλά και αντικείμενα δεύτερης χρήσης, που προσθέτουν την δική τους στην αφήγηση του έργου."



Ο Ηπειρώτης γλύπτης είναι ένας από τους τελευταίους δεξιοτέχνες της χειροτεχνικής παράδοσης " Η μακρά μαθητεία αρχικά, και η θητεία αργότερα του Θεόδωρου Παπαγιάννη πλάι στον Γιάννη Παππά, έναν αυστηρό δάσκαλο με ρωμαλέο έργο και πλούσια πλαστική παιδεία, του εξασφάλισε στέρεα θεμέλια για να οικοδομήσει το δικό του έργο. Έργο βασικά ανθρωποκεντρικό, με μικρές παρεκβάσεις, όπως τα πουλιά, που δεν παραβιάζουν ουσιαστικά τον κανόνα."
Από το 1960 μέχρι το 1965 σπούδασε με υποτροφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου είχε καθηγητές τους Γιάννη Παππά και Νίκο Κερλή. Την περίοδο 1966-68 πραγματοποίησε μελέτες πάνω στην αρχαιοελληνική και μεσογειακή τέχνη ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και έπειτα ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της Μεσογείου  (Μικρά Ασία, Κύπρος, Κρήτη, Αίγυπτος ) και της Ευρώπης. Επίσης, το 1967 κατά τη διάρκεια έκθεσης στο Ζάππειο παρουσίασε έργα του για πρώτη φορά στο κοινό. Το 1970 εγκαινίασε την πανεπιστημιακή του πορεία ως βοηθός στο εργαστήριο γλυπτικής του παλιού του δάσκαλου, Γιάννη Παππά στην ΑΣΚΤ. Την ίδια δεκαετία ηγήθηκε ομάδας σπουδαστών της ΑΣΚΤ που επισκέφτηκε τα Ζαγοροχώρια αποτυπώνοντας διάφορα στοιχεία της λαϊκής και παραδοσιακής τέχνης της περιοχής και συμμετείχε στην ίδρυση του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών της Αθήνας, όπου το 1975 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια δεκάδες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά και σε χώρες του εξωτερικού ( ΚύπροςΕλβετίαΑγγλίαΓαλλίαΟυγγαρίαΤουρκία κλπ ).

Το 1981-82, συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole des Arts Appliques et des Metiers d' Art στο Παρίσι. Το 1987 εκλέχτηκε αναπληρωτής καθηγητής στην ΑΣΚΤ και το 1991 αναδείχτηκε τακτικός καθηγητής στο Α΄ Εργαστήριο Γλυπτικής στο οποίο σήμερα είναι διευθυντής.
Επηρεασμένος από τις σύγχρονες τάσεις στη γλυπτική, συνδυάζει στο έργο του στοιχεία από τα προϊστορικά ειδώλια με τις εξπρεσιονιστικές φόρμες και την αφαίρεση του Χένρυ Μουρ. Πέρα από τα γλυπτά έργα του, ο Παπαγιάννης φιλοτέχνησε και μετάλλια, όπως το μετάλλιο της εισόδου της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. το 1979 και το μετάλλιο για τον εορτασμό των 150 χρόνων της Βουλής των Ελλήνων το 1978. Ανάμεσα στις γλυπτικές δημιουργίες του, ανδριάντες, μνημεία και προτομές, περιλαμβάνονται:
  • Προτομή Ελευθερίου Βενιζέλου (1980, Πρέβεζα).
  • Προτομή Νικολάου Κονεμένου (1980, Πρέβεζα).
  • Ανδριάντας Ελευθερίου Βενιζέλου (1985, Κεντρική Πλατεία Ιωαννίνων).
  • Μνημείο για τα θύματα του Πολυτεχνείου (1986, Ιωάννινα).
  • Μνημείο Εθνικής Αντίστασης (1987, Παραλία - Βόλος).
  • Μνημείο για τον Ανώνυμο Δάσκαλο (Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων).
  • Προτομή Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου, από τα ιδρυτικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας(Αθήνα - Πλατεία Φιλικής Εταιρείας - Κολωνάκι).
  • Προτομή Γεωργάκη Ολύμπιου, μέλους της Φιλικής Εταιρείας (Πεζόδρομος Γεωργάκη Ολύμπιου, Κουκάκι).
  • Προτομή Κωνσταντίνου Οικονόμου (1991, Αθήνα - Πλατεία Μεγάλης του Γένους Σχολής, έναντι Ξενοδοχείου Χίλτον).
  • Προτομή Γεωργίου Ριζάρη (1994, Αθήνα - Περίβολος Αγίου Γεωργίου Ριζαρείου).
  • Προτομή Γεωργίου Θεοτοκά (2000, Αθήνα - Πάρκο Ελλήνων Λογοτεχνών - Περίβολος Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων).
  • Προτομή Άγγελου Τερζάκη (2000, Αθήνα - Πάρκο Ελλήνων Λογοτεχνών - Περίβολος Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων).
  • Μνημείο στον Έλληνα Δάσκαλο (2000, Αθήνα - Πλατεία Μαδρίτης - Οδός Μιχαλακοπούλου, όπισθεν Ξεν. Χίλτον).
  • Προτομή Γεωργίου Σεφέρη (2001, Αθήνα - Πεζόδρομος Ζαλοκώστα, δίπλα στο Υπουργείο Εξωτερικών).

Δράκος
Το 2009 δημιούργησε στον τόπο καταγωγής του, το Ελληνικό Ιωαννίνων, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης που φέρει το όνομα του, σε πέτρινο κτίριο που στέγαζε κατά το παρελθόν το δημοτικό σχολείο του χωριού. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Θεόδωρου Παπαγιάννη άρχισε την λειτουργία του στις 7 Σεπτεμβρίου του 2009. Η έδρα του μουσείου είναι στα Ιωάννινα. Το μουσείο διαθέτει πάνω από πενήντα εκθέματα.

Γλυπτά του κοσμούν πολλούς δημόσιους χώρους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς επίσης περιλαμβάνονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές μουσείων και πινακοθηκών όπως η Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Βορρέ, η Πινακοθήκη Πιερίδη, το Μουσείο Θεσσαλονίκης, η Πινακοθήκη Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, η Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου, η Δημοτική Πινακοθήκη Πάτρας, η Πινακοθήκη Φλώρινας, η Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο.

Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, ανάμεσα στα οποία είναι Α’ Βραβείο στο διαγωνισμό για το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης, Βόλος (1985), Α’ Βραβείο στο διαγωνισμό για το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης, στη Μεταμόρφωση Αττικής (1992). Με το έργο του έχει ασχοληθεί ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος, καθώς επίσης το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θ. Παπαγιάννη


Έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη

Τα φαντάσματα

Με τριάντα υπερφυσικές ανθρώπινες φιγούρες «τα φαντάσματα μου» όπως τ’ αποκαλεί, στήνει ένα τραγικό χορό. Τα έργα που είναι φιλοτεχνημένα από τα αποκαΐδια του Πολυτεχνείου (Νοέμβριος του 1993) και άλλα ανακυκλώσιμα υλικά φτιάχνουν ένα χορό της σύγχρονης Ελληνικής Τραγωδίας. Στη μέση του χορού ένα ταψί με ψωμιά , σύμβολο της επιβίωσης του ανθρώπου και μια πεσμένη μορφή συμπληρώνουν το σκηνικό της έκθεσης που κάτω από τις τραγικές συνθήκες που βιώνει η χώρα παίρνει συμβολικές διαστάσεις. 
Επίσης ένα άλλο αξιόλογο έργο του Ηπειρώτη γλύπτη που εκτίθεται στο Μουσείο Μπενάκη είναι Κεραμικά ψωμιά-δημιουργίες του Θεόδωρου Παπαγιάννη ξεχειλίζουν από ένα μεγάλο ταψί με φόντο σακιά γεμάτα σιτάρι, ενώ δυο σταυροειδή «τοτέμ» τονίζουν την ιερότητα του ψωμιού • «Η επιβίωση συμβολίζεται με το ψωμί, γιατί αυτό βάζουμε μπροστά. Λέμε: δουλεύω για το ψωμί μου, αγωνίζομαι για το ψωμί μου, τρώω πικρό ψωμί, φάγαμε ψωμί κι αλάτι. Η ίδια η θρησκεία βάζει στην πρώτη γραμμή "τον άρτον ημών των επιούσιον δος ημίν σήμερον"»

Κεραμικά ψωμιά



 "Οι Δρομείς" του Θ. Παπαγιάννη στο Σικάγο

Δρομείς
Ο γλύπτης Θεόδωρος Παπαγιάννης, ομότιμος καθηγητής γλυπτικής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, δημιούργησε μια γλυπτική σύνθεση που έλαβε υπ’όψιν του πολλές παραμέτρους και θέλησε να στείλει πολλαπλά μηνύματα.
 Πρώτο, έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν του ότι το έργο θα στηθεί στην πόλη του Σικάγου που είναι μια σύγχρονη πόλη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της τέχνης. Γι’αυτό θέλησε να κάνει ένα σύγχρονο έργο που θα μπορούσε να σταθεί σε αυτό το περιβάλλον. Δεύτερο, έπρεπε να εκφράζει την ιδέα της αδελφοποίησης των δύο πόλεων και την φιλία των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Αμερικής.
Οι δρομείς εκφράζουν την κίνηση, άρα την κινητικότητα των λαών, τη μετανάστευση που συντελείται παντού στον κόσμο. Οι λαοί, για πολλούς και διάφορους λόγους, μετακινούνται διαρκώς και από αρχαιοτάτων χρόνων. Εκφράζει επομένως και τη μετακίνηση του λαού μας προς όλες τις χώρες και ειδικά την Αμερική.
Οι δρομείς είναι συνυφασμένοι με τους Ολυμπιακούς Αγώνες με το μαραθώνιο δρόμο που είναι αφιερωμένος στο πρώτο μαραθωνοδρόμο που έφερε το μήνυμα της νίκης από το Μαραθώνα στην Αθήνα (φέτος γιορτάζουμε 2500 χρόνια). Επομένως οι δρομείς φέρνουν το μήνυμα της αρχαιότητας στο σήμερα. Φέρνουν το μήνυμα της ειρήνης, της αδελφοσύνης των λαών και της συνεργασίας.
 Πέρα από το μαραθώνιο δρόμο και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εκφράζει και το ρητό του Ηράκλειτου " τα πάντα ρει " δηλαδή, όλα είναι κίνηση. Είναι πέντε δρομείς συν πέντε είδωλά τους, οι σκιές τους, συμβολίζουν τις πέντε Ηπείρους επομένως όλον τον κόσμο.
  Είναι ένα έργο σύγχρονο που αρμόζει σε μια σύγχρονη πόλη, που παρακολουθεί την εξέλιξη της τέχνης, που απαιτεί νέα αντίληψη. Ο γλύπτης εκφράζεται με καθαρές γλυπτικές αξίες, παίζει με τα κενά και τα γεμάτα, το θετικό και το αρνητικό, το φωτεινό και το σκοτεινό, δηλαδή με τις αντιθέσεις που είναι χαρακτηριστικό και ισορροπία της ζωής. Δίνει βάρος στο μέτρο, το ρυθμό, την αρμονία. Είναι κατασκευασμένο από υλικά που αντέχουν στο χρόνο, στις τοπικές καιρικές συνθήκες και χρησιμοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία.
  Είναι αιώνιο, θα μείνει εκεί για πάντα να θυμίζει τον Ελληνισμό του Σικάγου αλλά και τη φιλία των δύο χωρών και, γιατί όχι, όλων των λαών της γης. Περνάει γρήγορα το μήνυμα στο θεατή ειδικά στο χώρο που βρίσκεται, όπου κανείς δεν μπορεί να σταθεί για πολύ. Ο κόσμος σήμερα έτσι κι αλλιώς βιάζεται, θέλει αυτό που έχεις να του πεις να το παίρνει με μια ματιά.
  Είναι τοποθετημένο στην κύρια είσοδο του Σικάγου, στη μεγάλη πύλη στο αεροδρόμιο OHare, από την οποία μπαίνουν και βγαίνουν εκατομμύρια επισκέπτες, δίπλα στην επιγραφή "Καλώς ήλθατε στο Σικάγο". Βαδίζουν προς την πόλη φέρνοντας το πανανθρώπινο μήνυμά τους. Ο Αμερικανικός λαός το αγάπησε, γιατί εκτός των άλλων εκφράζει και την αγαπημένη του συνήθεια το τρέξιμο (τζόκινγκ).

Το 2014 διοργανώθηκε από την κινηματογραφική Λέσχη Βριλησίων ολοήμερο αφιέρωμα στον Ηπειρώτη γλύπτη Θ. Παπαγιάννη. 

Λίγα λόγια για το γλύπτη από την Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης:

Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης ανήκει σε μια οικογένεια δημιουργών που σπανίζουν ολοένα και περισσότερο: σε αυτούς που ξαναγράφουν την ιστορία της τέχνης, ξεκινώντας από την παράδοση, για να κατακτήσουν, με επώδυνους ερευνητικούς αναβαθμούς, την προσωπική τους απελευθέρωση.
Ο διάλογος με τον καιρό τους και τις εκφραστικές τους υπαγορεύσεις δεν αποτελεί για αυτούς τους καλλιτέχνες απλή συμμόρφωση με τους συρμούς, αλλά εσωτερική αναγκαιότητα.
Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης κατάγεται από την Ήπειρο, από μία περιοχή που με την τραχιά της διαμόρφωση, τους γλυπτικούς ορεινούς της όγκους και την πέτρινη αρχιτεκτονική της, αφυπνίζει την ενδιάθετη καλλιτεχνική ροπή και υπαγορεύει την αυστηρότητα και το σεβασμό στη χρήση των υλικών. Αυτή την αυστηρότητα και συνέπεια την επαληθεύει το πολύμορφο έργο του Παπαγιάννη σε κάθε του φάση και στα ποικίλα υλικά που χρησιμοποιεί. Γιατί ο πολύτροπος καλλιτέχνης δεν κουράστηκε να εξερευνά όχι μόνο τα παραδοσιακά υλικά (πέτρα, μάρμαρο, χαλκό), αλλά και κάθε άλλη μορφή πρώτης ύλης: ξύλο, σίδερο, πηλό, συνθετικές ύλες, αλλά και αντικείμενα δεύτερης χρήσης, που προσθέτουν τη δική τους ιστορία στην αφήγηση του έργου. Μια παλιά φωτογραφία του έφηβου Θεόδωρου μας αποκαλύπτει την πρώιμη κλίση του. Δεν θα ’ταν πάνω από δώδεκα – δεκατριών χρονών και είχε κιόλας εκδηλώσει το ταλέντο του: μια σειρά κεφάλια σκαλισμένα στην πέτρα, απειρότεχνα ακόμη, αλλά πολύ εκφραστικά προαγγέλλουν δύο βασικές σταθερές της μελλοντικής δημιουργίας του: τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα και την αναζήτηση της έκφρασης.Ίσως εδώ αξίζει να επισημάνουμε έναν άλλο χαρακτήρα της ποιητικής του Θεόδωρου Παπαγιάννη, που δεν είναι άσχετος με την ηπειρωτική του καταγωγή. Η Ήπειρος και ιδιαίτερα τα Ιωάννινα φημίζονται για τη χειρωνακτική τους παράδοση, μια παράδοση που την πλούτισαν με τα έργα τους πολλοί τεχνίτες, από τους αδρούς πελεκάνους που λάξευσαν τον γκρίζο γρανίτη για να χτίσουν σπίτια και γεφύρια, ως τους εκλεπτυσμένους αργυροχόους που φιλοτέχνησαν τα ξακουστά γιαννιώτικα κοσμήματα. Ο Ηπειρώτης γλύπτης είναι ένας από τους τελευταίους δεξιοτέχνες της χειρωνακτικής παράδοσης. Του αρέσει όχι μόνο να λαξεύει ο ίδιος τα έργα του, αλλά και να τα τελειοποιεί με τη μαστοριά της αρχαίας τορευτικής. Στα τελευταία του έργα φαίνεται να επικαλείται τη γηγενή παράδοση της πατρίδας του για να «κοσμήσει» τις μορφές του με το μεράκι ενός καλλιτέχνη αργυροχόου.

Η μακρά μαθητεία αρχικά, και θητεία αργότερα του Θεόδωρου Παπαγιάννη πλάι στον Γιάννη Παππά, έναν αυστηρό δάσκαλο με ρωμαλέο έργο και πλούσια πλαστική παιδεία, του εξασφάλισε στέρεα θεμέλια για να οικοδομήσει το δικό του έργο. Έργο βασικά ανθρωποκεντρικό, με μικρές παρεκβάσεις, όπως τα πουλιά, που δεν παραβιάζουν ουσιαστικά τον κανόνα. Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης μοιράζεται με τον δάσκαλό του, τον Γιάννη Παππά την υγιεινή συνήθεια για έναν καλλιτέχνη: το πάθος του σχεδίου. Αναρίθμητα σχέδια σημαδεύουν την κάθε στιγμή της ζωής του από τότε που επέλεξε το δύσκολο προορισμό του γλύπτη. Μελετά με το πάθος ενός Λεονάρτνο Ντα Βίντσι, πρώτα απ’ όλα το ανθρώπινο σώμα σε κάθε του στάση, σε ανάπαυση και δράση. Το γυμνό από μοντέλο, αλλά και ανθρώπους στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο. Με ευλαβική εμμονή μελετά τις Ελληνικές αρχαιότητες πραγματοποιώντας ταξίδια – προσκυνήματα σ’ όλους τους τόπους που καθαγίασαν οι πρόγονοί μας. Γλυπτά, ανάγλυφα αλλά και αρχιτεκτονικά μέλη, κιονόκρανα, ανθέμια, ραβδώσεις του δίνουν την ευκαιρία να μελετήσει το βηματισμό του ήλιου πάνω στα αρχαία σπαράγματα, το δραματικό διάλογο φωτός και σκιάς. Θησαυρίζει εικόνες, ψηλαφεί γλυφές, πλουτίζει την οπτική του μνήμη μ’ ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο, από όπου θα αντλήσει αργότερα έμπνευση και διδάγματα για τα δικά του γλυπτά, τα δικά του ανάγλυφα. Οι πτυχώσεις, το παιχνίδι του σκιοφωτισμού, η διακοσμητική σχηματοποίηση διατηρούν τη μνήμη αυτών των αρχαιολογικών εξερευνήσεων με το μολύβι στο χέρι.

Όπως οι γλύπτες τον παλιό καιρό, ο Θεόδωρος Παπαγιάννης δεν απαξιώνει κανένα έργο. Βαθύς γνώστης της ανδριαντοποιίας, θα φιλοτεχνήσει πολλά μνημεία και προτομές με φιλαλήθεια, εντιμότητα και γνώση, που συχνά απουσιάζουν από ανάλογα έργα του δημόσιου χώρου. Στο καθαρά δημιουργικό του έργο διακρίνουμε δύο κύριες κατευθύνσεις από την πρώιμη κιόλας φάση: τα τεκτονικά γλυπτά, με συμπλέγματα μορφών λαξευμένα στο μάρμαρο και την πέτρα, που διατηρούν τη μνήμη των ορθογώνιων σχημάτων απ’ όπου προήλθαν. Τα μετακυβιστικά αυτά έργα έλκουν τη μακρινή καταγωγή τους από κυβιστές γλύπτες όπως ο Zadkine ή ο Lipchitz. Μια δεύτερη ομάδα γλυπτών εμπνέεται από οργανικές μορφές και αξιοποιεί τις δυνατότητες της «ζωικής φόρμας». Επιλέγοντας διαβρωμένες πέτρες και βότσαλα, ο γλύπτης εκμεταλλεύεται την τυχαία μορφική τους κλίση για να ανασύρει, με μικρές καίριες επεμβάσεις, ανθρώπινες φιγούρες με ιδιαίτερη εκφραστικότητα. Σε αυτή την ομάδα έργων αναγνωρίζουμε, ως μακρινούς «δασκάλους», μοντέρνους γλύπτες που θεμελίωσαν την παράδοση της «ζωτικής φόρμας», όπως ο Henry Moore.
Τα πουλιά διεκδικούν μία προνομιακή θέση στη θεματογραφία του Θεόδωρου Παπαγιάννη. Οι αεροδυναμικές φόρμες τους, οι αρμονικές καμπύλες τους, ο διάλογος ανάμεσα σε κυρτούς και κοίλους όγκους οδηγεί το γλύπτη σε μία συμπυκνωμένη αφαίρεση που διατηρεί από το θέμα τη δυναμική της πτήσης και τη μελωδία των γραμμών. Η στίλβωση της επιφάνειας, το παιχνίδι της εναλλαγής ανάμεσα σε γυαλισμένα και αδρά μέρη προσθέτουν τη χάρη τους σε αυτά τα ερατεινά έργα, από τα πιο όμορφα που έπλασε ποτέ η γλυπτική τέχνη με αυτό το θέμα. Η «θωπεία» της επιφάνειας του χαλκού από την αστραφτερή αντανάκλαση ως τη σγουρή θαμπάδα μαρτυρεί το γόνιμο δίδαγμα του Brancusi.
Παράλληλα, μία νέα ανθρωπότητα κάνει την εμφάνιση της στο έργο του γλύπτη, μία ανθρωπότητα που αναδύεται από αρχέγονες, αρχετυπικές και αρχαιολογικές μνήμες της Μεσογείου. Στην αρχή τα «ειδώλια» αυτά έχουν διαστάσεις μικρογλυπτικής όπως οι μορφές που αποτέλεσαν την πηγή της έμπνευσης του γλύπτη: τα αναθηματικά ειδώλια της υστερομινωικής και της μυκηναϊκής εποχής. Τα πήλινα ειδώλια σε σχήμα Φ ή Ψ που σχηματοποιούν τη Θεά «μεθ’ υψωμένων των χειρών», όπως βάφτισε αυτήν τη στάση ικεσίας ο Στέλιος Αλεξίου στην ομώνυμη μελέτη του. Μοναχικές ή σε ζευγάρια αυτές οι κλειστές μορφές είναι στην πρώτη τους φάση οικείες και γνώριμες. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί μια σειρά από μικρογλυπτά όπου συχνά διαφοροποιεί με άλλο κράμα και χρώμα μετάλλου τα φύλα και όπου τα κυρτά και τα κοίλα σχήματα δημιουργούν αρμονικές συζυγίες. Είναι από τα πιο γοητευτικά μικρογλυπτά της μοντέρνας ελληνικής πλαστικής.
Οι μορφές αυτές θα μεγεθυνθούν, θα πάρουν μνημειακές διαστάσεις και θα αλλάξουν χαρακτήρα, σε μία σειρά νέων έργων που κυριαρχούν στη δημιουργία του γλύπτη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: μορφές περίκλειστες, μετωπικές, ιερατικές, συμβολικές, με παράστημα ραδινό και λυγερό, αναπτυγμένες σε υπερφυσική κλίμακα, που την τονίζει ακόμη περισσότερο το μικρό σε μέγεθος σχηματοποιημένο κεφάλι. Οι φιγούρες αυτές μας θυμίζουν τις «βαθύζωνες» ομηρικές μορφές των θρηνωδών στους αττικούς γεωμετρικούς αμφορείς και τα πρώιμα αρχαϊκά αγάλματα, όπως η «Κυρία της Auxerre» στο Λούβρο. Γυναικείες και ανδρικές μορφές διαφοροποιούνται από την υπεροχή της καμπύλης ή της ευθείας και από τα ενδύματα. Ποδήρεις μανδύες στους άνδρες, περίκοσμοι χιτώνες στις γυναίκες. Τα διακοσμητικά στοιχεία, οι ζώνες, οι ταινίες, οι χρωματικές εναλλαγές δεν αποτελούν απλά στολίδια, τονίζουν, αρθρώνουν, οργανώνουν τη σύνθεση, οριοθετούν επίπεδα, άξονες. Οι χειρονομίες έχουν τελετουργικό χαρακτήρα: χέρια που ακουμπούν στη μέση, στο κεφάλι, που ανασύρουν πέπλα, που αγκαλιάζονται, που χαιρετούν.
Ο γλύπτης, βαθύς γνώστης και ακάματος εξερευνητής νέων υλικών, επινοεί καινούργια μέθοδο για να δώσει μορφή και πνοή σ’ αυτή την ιερή ανθρωπότητα. Καταφεύγει στα συνθετικά υλικά, στον πολυεστέρα, αλλά τον υποτάσσει στη δική του εκφραστική βούληση. Ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη είναι και η ποιητική των έργων. Αφού κατασκευάσει το μεταλλικό σκελετό της μορφής, δημιουργεί ένα εκμαγείο από πηλό που «ντύνει» την αρματωσιά του έργου. Μέσα εκεί διοχετεύεται το ρευστό συνθετικό υλικό. Στην ύλη του έχει ενσωματωθεί το χρώμα μαζί με άλλα αδρανή υλικά, όπως άμμος, χώμα , μαρμαρόσκονη κ.α. Τα χρώματα, ώχρες, γαιώδη, φωτεινά γαλάζια, γκρίζα ακτινοβολούν μέσα από την ύλη των έργων προσδίδοντας τους έναν αίθριο χαρακτήρα, που φαιδρύνει την αυστηρότητα τους. Οι λεπτομέρειες, κοσμήματα και στολίδια, ενσωματώνονται στο υλικό με διάφορους τρόπους (σφραγίσματα, ενθέσεις, χαράξεις κ.λ.π). Ο ιερατικός χαρακτήρας των μορφών επιβάλλει τα τελετουργικά ενδύματα με τον πλούσιο εμβληματικό διάκοσμο. Η συμπαράθεση αυτών των έργων σε συντάγματα εντείνει τον τελετουργικό τους χαρακτήρα και μεταβάλλει το χώρο που ενοικούν σε ναό. Ανάλογα με τον τρόπο που διατάσσονται στο χώρο οι μορφές σχηματίζουν άλλοτε επικλητικές λιτανείες, άλλοτε χορούς αρχαίας τραγωδίας. Με ιδιαίτερο χαρακτήρα φορτίζονται, όταν το κτίριο που τις υποδέχεται έχει μνημειακό ή τελετουργικό χαρακτήρα, όπως το Γενί Τζαμί στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση του 1995.
Οι καταστροφές που προκάλεσαν στο Πολυτεχνείο πριν από περίπου δέκα χρόνια οι «εορτασμοί» της ηρωικής εξέγερσης των φοιτητών συγκλόνισαν τον γλύπτη. Από τα αποκαΐδια των πυρπολήσεων θα αναστήσει μία νέα τοτεμική ανθρωπότητα με υλικά καθαγιασμένα από τη φωτιά. Μ’ ένα συγκλονιστικό κείμενο συνόδεψε τότε την πρώτη παρουσίαση αυτής της τραγικής μαρτυρίας στο κλιμακοστάσιο του κεντρικού κτιρίου της αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου. Οι πασσαλόμορφες φιγούρες μοιάζουν αυτή τη φορά να έρχονται από τα βάθη της Αφρικής κουβαλώντας μία ανεξιχνίαστη μαγική δύναμη, όπως τα αντίστοιχα έργα και οι μάσκες που πυροδότησαν στην αρχή του 20ου αιώνα την επανάσταση της μοντέρνας τέχνης. Άλλωστε, ο γλύπτης δεν κρύβει το θαυμασμό του στην πρωτόγονη τέχνη. Ο καμένος πάσσαλος, η σταυρική διάταξη οριζοντίων στοιχείων που σχηματίζουν κορμούς και χέρια, τα ορατά καρφιά, η προσθήκη εμβληματικών στοιχείων, όπως στέφανα ξερής δάφνης, μεταβάλλουν αυτά τα έργα σε μία συναρπαστική και μαζί καθαρτική μαρτυρία. Γηγενής προελληνική παράδοση και πρωτόγονη τέχνη διαλέγονται και στα τελευταία τοτεμικά γλυπτά του Θεόδωρου Παπαγιάννη. Όπως μου εξομολογήθηκε ο γλύπτης, ο πυρήνας του έργου λαξεύτηκε και πάλι πάνω στα καμένα ξύλα της κατεστραμμένης δεξιάς πτέρυγας του Πολυτεχνείου. Ο πυρήνας αυτός ντύθηκε από μεταλλικά δαντελένια πλέγματα που ολοκληρώνουν τον όγκο των μορφών αρθρώνοντας τα μέλη της. Συχνά το ξύλο σκάβεται στο στήθος όπου δημιουργείται μία τράπεζα προσφορών. Ο γλύπτης αποθέτει σ’ αυτή την κόγχη πρωτόλειους καρπούς, όπως θα έκανε ένας αρχαίος προσκυνητής στο ειδώλιο της θεότητάς του.
Τον τελετουργικό χαρακτήρα που έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια η δημιουργία του Παπαγιάννη υπογραμμίζουν οι «εγκαταστάσεις» και τα περιβάλλοντα που δημιουργεί. Φόρο τιμής στον επιούσιο άρτο αποτέλεσε το περιβάλλον που οργάνωσε το 1998 ο γλύπτης στη Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Ένας βολόσυρος με τους κοπτήρες του από οψιανό, που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι Έλληνες αγρότες στο αλώνισμα, περιβάλλεται από αρκετά σακιά με αλεύρι και ψωμιά, όλα κεραμικά, όλα φιλοτεχνημένα με ψευδαισθησιακή αληθοφάνεια. Στο κέντρο της αίθουσας μία τεράστια χαλύβδινη γάστρα, τοποθετημένη πάνω σε κάρβουνα, μας θυμίζει πώς έψηναν άλλοτε το ψωμί στα ορεινά χωριά της Ηπείρου. Ο Θεόδωρος Παπαγιάννης επιβεβαιώνει άλλη μία φορά την καταγωγή του και μας θυμίζει που πρέπει να αναζητήσουμε την αυθεντικότητα της μαρτυρίας του.
Η εξέλιξη του έργου του Θεόδωρου Παπαγιάννη ευνοήθηκε από το κλίμα του Μεταμοντερνισμού, που ενθάρρυνε την επιστροφή σε τοπικές παραδόσεις και απελευθέρωσε τον καλλιτέχνη από την αυστηρή συμμόρφωση με τα διεθνή ρεύματα. Η ηπειρωτική καταγωγή του καλλιτέχνη, βιώματα της παιδικής του ηλικίας στην ύπαιθρο, οι θησαυροί των απέραντων μελετών του, η τιμιότητα του χειρωνακτικού μόχθου, το ακέραιο ήθος του ανθρώπου εξηγούν τον πλούτο, την ποικιλία, τη γνησιότητα και κυρίως την αισιοδοξία του έργου του Παπαγιάννη. Ενός έργου πανάρχαιου και σύγχρονου, που αποπνέει βαθιά ανθρωπιά.


Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης





Κώστας Μπαλάφας Φωτογράφος (1920 – 2011)



…] Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό —το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και δούλευα σ’ ένα γαλακτοπωλείο.Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα γράψει λίγα πράγματα με το μολύβι σ’ ένα μπλοκάκι, τα βιώματά μου. Επειδή έγραφα και για το αφεντικό μου πράγματα όχι τόσο ευχάριστα, μου σκίσανε το μπλοκάκι και στενοχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό, γιατί είχα γενικά όλα μου τα βιώματα, πως έφυγα από το χωριό μου, πως κατέβηκα σε μια πολιτεία όπου είδα φώτα που δεν τα έσβηνε η βροχή και ο αέρας, πως, τέλος πάντων, μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου.Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν έμένα. «Όταν κατάλαβα ότι αυτό το μηχάνημα που κρατούσα στα χέρια μου μπορεί να αποτυπώσει σε εικόνα πάνω σε χαρτί ό,τι έχω ζωντανό μπροστά μου, μαγεύτηκα...»


Ο Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στην Κυψέλη Άρτας από την οποία έφυγε σε αναζήτηση εργασίας στην Αθήνα. Εργαζόμενος σε γαλακτοκομείο πατριώτη του και φοιτώντας σε νυχτερινό σχολείο μετέβη στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων και κατόπιν στην Ιταλία έως το 1939 όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη γαλακτολογία. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα διορίστηκε έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτοκομική Σχολή.


Δεν υπήρξε επαγγελματίας φωτορεπόρτερ, ούτε βρέθηκε τυχαία στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων: ήταν αντάρτης-τυφεκιοφόρος και παράτολμος φωτογράφος.Κατά την περίοδο των σπουδών του στα Ιωάννινα αγόρασε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή (Junior Kodak) την οποία αντικατέστησε στην περίοδο της Ιταλίας με μια Robot, μαθαίνοντας εμπειρικά την τέχνη του σκοτεινού θαλάμου σε γειτονικό φωτογραφείο. Τη μηχανή του χρησιμοποίησε αργότερα για να απαθανατίσει την πορεία του ελληνικού στρατού προς το αλβανικό μέτωπο, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ, τον οποίο ακολούθησε ως τυφεκιοφόρος.


Ο Κώστας Μπαλάφας είναι «ανθρωπιστής» φωτογράφος που παρατηρεί και αποτυπώνει τα δρώμενα με ειλικρίνεια, είναι ο καλλιτέχνης που δημιούργησε, κάτω από αντίξοες συνθήκες, φωτογραφίες ντοκουμέντα για να διασωθεί το μεγαλείο του λαού μας.


Ο Κώστας Μπαλάφας εικονογράφησε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, αλλά και την ιστορία της τέχνης της φωτογραφίας, με εκατοντάδες γνήσια ντοκουμέντα: για την πορεία του ελληνικού στρατού στην Αλβανία, την Κατοχή, το αντάρτικο και τον αγώνα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο, αλλά και τον άνθρωπο του μόχθου και της σκληρής επιβίωσης. Στα δικά του καρέ πρέπει να ανατρέξει όποιος θέλει να δει ζωντανή την αλήθεια της μεταπολεμικής Ελλάδας.


Το 2008 δώρισε το φωτογραφικό αρχείο του στο Μουσείο Μπενάκη, αποτελούμενο από 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά από το 1939 έως το 2000 και 60 ταινίες μικρού μήκους έτοιμες για ψηφιακή επεξεργασία, με κεντρικό θέμα τα ήθη και τα έθιμα της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. 
Το τελευταίο κλικ της ζωής του ήταν την Κυριακή, σε ηλικία 91 ετών. Ο Κώστας Μπαλάφας έφυγε αναγνωρισμένος για το έργο του.


Γιάννης Μόραλης(1916-2009)


  • Γεννήθηκε στην Άρτα το 1916.
  • Σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Παρθένη και τον Αργυρό και



  • Το 1936 πήγε στη Ρώμη με τον Ν. Νικολάου και από εκεί μαζί στη Σχολή του Παρισιού.
  • Με τον πόλεμο του 40 γύρισε στην Ελλάδα και το 1947 έγινε καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας μέχρι το 1983.
  • Το έργο του είναι ευρέως γνωστό και σημαντικό. Ρεαλισμός-Αφαιρετικός ρεαλισμός-γεωμετρικότητα-Αυστηρή γεωμετρική σύνθεση-γαιώδη χρώματα αλλά και καθαρά αργότερα-Επιτυμβιακή και αρχαιοαναγλυφική σύνθεση, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του στην εξέλιξή της.
  • Ο Μόραλης έπαιξε ρόλο σαν δάσκαλος στα εικαστικά δρώμενα της σύγχρονης Ελλάδας με τα 36 χρόνια στη  Σχολή Καλών Τεχνών.
  • Είχε εκατοντάδες μαθητές και η εικαστική του προσωπικότητα είναι πολύπλευρη.
  • Εικονογράφησε βιβλία, μάσκες, δίσκους, κεραμικά.
  • Συνεργάστηκε με σημαντικούς ανθρώπους του Λόγου του Θεάτρου και της Μουσικής, οι δε εκθέσεις του ήταν και είναι πάντα ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός.






Κενάν Μεσαρέ(1880-1965)- Ο ζωγράφος των βαλκανικών πολέμων

Ο Κενάν Μεσαρέ γεννήθηκε στα Γιάννενα και σπούδασε στην σχολή Γαλατά Σεράι της Κωνσταντινούπολης. 
Ο πατέρας του Χασάν Ταχσίν Πασά ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, στον 1ο Βαλκανικό πόλεμο, Διοικητής της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας.

Ο Κενάν Μεσαρέ υπηρέτησε ως υπασπιστής του πατέρα του τον οποίο ακολούθησε στις διάφορες στρατιωτικές μετακινήσεις του σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν παρών κατά την υπογραφή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης το 1912, στο Διοικητήριο. 

Μιλούσε άπταιστα αλβανικά, τουρκικά, περσικά, αραβικά, γαλλικά και ελληνικά και φέρεται να συνέταξε το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στα γαλλικά.

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη και πήρε την ελληνική υπηκοότητα. 

Το 1934 παντρεύτηκε την Γιαννιώτισσα Ραφέτ, κόρη του Μουσταφά Πασά και εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Γιάννενα. 

 Όταν πέθανε, θάφτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο αλβανικό νεκροταφείο Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη.

Ο Κενάν Ταχσίν Μεσαρέ αποτύπωσε στα έργα του τοπία της Λίμνης των Ιωαννίνων, ζωγράφισε διάφορα πορτρέτα και υπήρξε ο εικονογράφος της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων το 1912-13 ενώ μετά δούλεψε για τη χαρτογράφηση των νέων συνόρων της Ελλάδας.

Συνήθιζε να χαρίζει έργα του και για το λόγο αυτό πολλά βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές ενώ πολλοί από τους πίνακές του χάθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου.

Έλξη πυροβόλου

Ο Κενάν Μεσαρέ, η Θάλεια Φλωρά – Καραβία, ο George Scott, ο Γεώργιος Ροϊλός, ο Περικλής Λύτρας, ο Γεώργιος Στρατηγός και ο Λυκούργος Κογεβίνας είναι οι ζωγράφοι των βαλκανικών πολέμων 1912 – 1913. Μεταξύ αυτών δίκαια ο Κενάν Μεσαρέ θεωρείται, μαζί με την Θάλεια Φλωρά – Καραβία, ως κορυφαίος.

Oι πίνακες του Κενάν Μεσαρέ που αφορούν στον αγώνα του Μπιζανίου και στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων εκτίθενται στο Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων στο Εμίν Αγά. Τα έργα αυτά, σύμφωνα με την μαρτυρία του γιού του Σαχίν – Σέργιου (Ίνη) Μεσαρέ, δημιουργήθηκαν μετά το 1935 βάσει των περιγραφών τρίτων προσώπων, μιας και ο ζωγράφος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων.


Απελευθέρωση των Ιωαννίνων/Είσοδος του Κωνσταντίνου στην πόλη


 
Ο Κενάν Μεσαρέ αγάπησε τα Γιάννενα όσο και οι ντόπιοι καλλιτέχνες και άνθρωποι των γραμμάτων, γι’ αυτό και η πόλη τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε μεγάλο δρόμο της πόλης των Ιωαννίνων. 


Ψαράδες στη Λίμνη

Η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων εξέδωσε ένα λεύκωμα αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του.
Ηπειρώτισσες στον Αγώνα