12 Απριλίου, 2018

Ηπειρώτες τεχνίτες της πέτρας

Το σύνολο της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής φτιάχτηκε από τους λαϊκούς, ανώνυμους αρχιτέκτονες. Αυτοί οι παραδοσιακοί τεχνίτες, οργανωμένοι σε ομάδες, ταξίδευαν από περιοχή σε περιοχή και έχτιζαν τα κτίρια, τις γέφυρες, τις βρύσες, τους μύλους και κάθε άλλη κατασκευή των παραδοσιακών οικισμών. Το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι δημιουργούσαν, σε όλο τον ελληνικό χώρο, εξηγεί, εν μέρει, τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία εμφανίζονται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική διαφορετικών περιοχών.
 Η Ήπειρος είναι κοιτίδα των μαστόρων, οι οποίοι προέρχονται από τρεις περιοχέςτα χωριά της Κόνιτσας, τα Τζουμέρκα και τους Χουλιαράδες. Τα παλιότερα μαστοροχώρια είναι η Πυρσόγιαννη και η Βούρμπιανη (Κόνιτσα). Δεν είναι τυχαίο ότι πατρίδα των μαστόρων αποτελούν τα πιο ορεινά και βραχώδη χωριά, τα οποία δεν έχουν εδάφη κατάλληλα για καλλιέργειες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί τους να στρέφονται στην οικοδομική, κυρίως τέχνη (αλλά και τη ζωγραφική και την ξυλογλυπτική), προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα και να επιβιώσουν. Αντίθετα, χωριά όπως τα βλαχοχώρια - η Κλεισούρα, η Σαμαρίνα, το Νυμφαίο, το Μέτσοβο, κ.α. χτισμένα κοντά σε κατάλληλα επιλεγμένα βοσκοτόπια (για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας) δεν έδωσαν μαστόρους - η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας εξασφάλιζε την επιβίωση και επομένως δεν γεννούσε την ανάγκη για την ανάπτυξη της οικοδομικής τέχνης.
 Η ζωή στα μαστοροχώρια της Κόνιτσας ήταν γενικά δύσκολη και φτωχική - χαμηλό οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, σκληρή δουλειά αντρών και γυναικών, λίγοι πλούσιοι κάτοικοι, αλληλεγγύη των οικογενειών των μαστόρων. Το επάγγελμα του χτίστη δεν ήταν κερδοφόρο, με εξαίρεση τον πελεκάνο ίσως (πελεκητής της πέτρας) και τον πρωτομάστορα - ο μόνος που μπορούσε να αγοράσει το σιτάρι της χρονιάς και ο πιο μορφωμένος από τους μαστόρους. Οι μαστόροι ήταν τελείως αμόρφωτοι ή είχαν τελειώσει το δημοτικό. Μετά ξεκινούσαν τα ταξίδια. Η αμοιβή των μαστόρων, παραδοσιακά, γινόταν με τη μοιρασιά των κερδών με υπολογισμό τη συμβολή του κάθε ένα σε εργασία, εργαλεία και ζώα. Μεταγενέστερα, η αμοιβή γινόταν με μεροκάματο (Νιτσιάκος 1994).

 Οι λαϊκοί οικοδόμοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες (συνάφια ή ισνάφια) - μπουλούκια (τούρκικα: Boluk = συντροφιά, λόχος). Οι ονομασίες των συντεχνιών των μαστόρων - χτιστάδων διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Στην Ήπειρο ονομάζονται Κουδαραίοι. Οι χτίστες των πέτρινων γεφυριών ειδικά, ονομάζονται κιουπρουλήδες (τούρκικα: Kopru = γεφύρι).
 Η μαθητεία στην οικοδομική τέχνη ξεκινούσε από την ηλικία των 15ετών περίπου. Περνούσε από γενιά σε γενιά, στον τόπο της δουλειάς, στα εργαστήρια και στα γιαπιά, υπό την επίβλεψη του αρχιτεχνίτη (πρωτομάστορα). Ταυτόχρονα με τη μαθητεία στο επάγγελμα γινόταν και η πνευματική αγωγή του μαθητευόμενου οικοδόμου. Μάθαινε την τοπική παράδοση και το πως να κρατά και να προσαρμόζει στα έργα του τα ζωντανά στοιχεία της παράδοσης, συμβάλλοντας έτσι στην εξέλιξη και τη συνέχισή της. Μάθαινε επίσης να κατανοεί την πολυπλοκότητα των φυσικών στοιχείων και τις σχέσεις ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και το έργο του. Αυτό του επέτρεπε να κατανοεί καλύτερα τις δυνατότητες και τους περιορισμούς των δομικών υλικών (τα οποία έπαιρνε από το άμεσο φυσικό περιβάλλον). Συχνά ερχόταν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, εξαιτίας των ταξιδιών, γεγονός που εμπλούτιζε τις γνώσεις του και τον έφερνε σε επαφή με ομότεχνούς του με τους οποίους είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις.

 Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας. Αυτός είχε την ευθύνη όλης της ομάδας, της πληρωμής των μισθών, του κλεισίματος των συμφωνιών, των συμβολαίων, της εύρεσης δουλειών, κ.λ.π. Ο πρωτομάστορας ήταν εργολάβος και εργοδότης και συνέταιρος. Ήταν συνήθως και άριστος πελεκάνος - τεχνίτης της πέτρας. Οι πελεκάνοι ήξεραν τις ιδιοτροπίες του υλικού και πως να το χειριστούν, φτιάχνοντας αριστουργήματα. Ο πρωτομάστορας έδινε σε γενικές γραμμές το σχέδιο του σπιτιού σε συνεργασία με τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη.   Κυρίως όμως, έπρεπε να είναι καλός στο κουμάντο. Ακολουθούσαν οι τεχνίτες και οι κάλφες (τα τσιράκια). Την ιεραρχία μπορούσε κάποιος να την διαβεί σταδιακά. Η προαγωγή από τη μία βαθμίδα στην επόμενη γινόταν πάντα υπό την αυστηρή επίβλεψη του πρωτομάστορα. Ένα μπουλούκι περιελάμβανε διάφορες ειδικότητεςΠελεκάνος, Χτίστης, Νταμαρτζής ή Μαντεμτζής, Ταβανατζής ή ταβαντζής (μαραγκός), Ασβεστάς, Σκαλιστής, Μπογιατζής, Τσιράκι (Λασποπαίδι). Οι μαραγκοί ήταν αυτοί οι οποίοι έφτιαχναν οποιαδήποτε ξύλινη κατασκευή του κτιρίου (πατώματα, ταβάνια, παράθυρα, πόρτες, έπιπλα, κ.λ.π.). Αν δεν υπήρχαν σκαλιστάδες έκαναν και τα σκαλίσματα. Οι σκαλιστάδες (ταλιαδόροι) έφτιαχναν ξυλόγλυπτα - ταβάνια και μεσάντρες κυρίως στα σπίτια, καθώς και τέμπλα εκκλησιών. Επιπλέον, υπήρχαν και οι ζωγράφοι, οι οποίοι ερχόταν όταν ολοκληρωνόταν η κατασκευή, για να διακοσμήσουν το εσωτερικό του σπιτιού (ξύλινες επιφάνειες, ταβάνια, ντουλάπια, τοίχους, κ.λ.π.). Σημαντικό στοιχείο του μπουλουκιού ήταν και τα ζώα (μουλάρια), τα οποία χρησίμευαν για τη μεταφορά των υλικών (πέτρες από το νταμάρι) και συνόδευαν την ομάδα. Επιπλέον, για τον εξοπλισμό και την κατασκευή των μύλων εργάζονταν ειδικοί μαστόροι, οι σκεπαρνάδες, οι οποίοι προέρχονταν από το Μέτσοβο ή τη Βελτσίστα.
 Ο μάστορας δεν μπορούσε να φύγει από το μπουλούκι. Δεν τον προσλάμβανε κανένα άλλο μπουλούκι, σύμφωνα με κρυφή συμφωνία των πρωτομαστόρων. Πολλές φορές υπήρχε κόντρα ανάμεσα στον πρωτομάστορα και τους μαστόρους, με αρνητική επίπτωση στην ποιότητα της δουλειάς. Όμως, πολλοί πρωτομάστορες δούλευαν μαζί με τους μαστόρους και είχαν καλές και δίκαιες σχέσεις μαζί τους. Γινόταν η κατανομή της δουλειάς με τη σύμφωνη γνώμη όλων και το χειμώνα γλεντούσαν όλοι μαζί. Παρά το ότι οι μαστόροι δεν κέρδιζαν ικανοποιητικά χρήματα και πολλοί ήθελαν να φύγουν από τη μαστορική, δεν το έκαναν. Ίσως λόγω της χαμηλής μόρφωσης ή από άλλη αιτία. Αυτοί που αμείβονταν καλύτερα ήταν οι σκαλιστάδες και οι ταλιαδόροι, γιατί δούλευαν σε πλουσιόσπιτα και δεν έμεναν χωρίς δουλειά. Οι ζωγράφοι επίσης αμείβονταν καλά αλλά είχαν λιγότερες δουλειές από τους ταλιαδόρους. Από τους μαστόρους το ψηλότερο μεροκάματο το είχαν οι πελεκάνοι. Φαίνεται ότι η ικανότητα στο χτίσιμο ήταν ως ένα βαθμό έμφυτη - μικρά παιδιά έχτιζαν καλύβες και εικονοστάσια. Οι μαστόροι δούλευαν και σε μεγάλη ηλικία, ακόμα και στα 80 τους χρόνια. Τα τεχνικά μέσα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν πολύ απλά, γεγονός που τονίζει ακόμη περισσότερο την αξιοσύνη τους.
 Ο θεσμός των συντεχνιών έχει πολύ παλιές ρίζες - και συνεχίστηκε και κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ο θεσμός εξυπηρετούσε τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν να κάνουν με έναν υπεύθυνο για την είσπραξη φόρων ή την γρήγορη δημιουργία τεχνικών έργων (σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, κ.λ.π.). Στις διάφορες πόλεις και τα χωριά υπήρχαν τα βιοτεχνικά συνάφια, τα οποία ενίοτε συνενώνονταν σε μεγαλύτερα (σε ευρύτερες περιοχές) έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται πιο αποδοτικά και να μονοπωλούν τα έργα. Το ισνάφι των μαστόρων - χτιστάδων στα Γιάννενα ήταν το πιο πολυάριθμο της Ηπείρου. Αποτελούνταν από 450 περίπου μαστόρους (Χατζημιχάλη 1953).

Η συνθηματική γλώσσα των μαστόρων
 Ένα πολύ ιδιαίτερο στοιχείο των μαστόρων ήταν η μυστική, συνθηματική γλώσσα την οποία έφτιαχναν, χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους και μετέδιδαν από γενιά σε γενιά. Η γενεσιουργός αιτία αυτού του τρόπου επικοινωνίας ανάγεται στην φτώχεια και την ανάγκη των ανθρώπων αυτών να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση της οικογένειας μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η εργασία τους αποτελούσε το μοναδικό μέσο συντήρησης των οικογενειών τους - γυναίκες, παιδιά, γονείς, γέροι, άρρωστοι, συνεπώς αυτή έπρεπε να προστατευθεί, να παραμείνει δηλαδή γνωστή η τέχνη ανάμεσα στην ομάδα, στην συντεχνία. Να μη μαθευτούν τα μυστικά σε πολλούς και διεκδικήσουν περισσότεροι τη δουλειά. Η μυστική επαγγελματική γλώσσα δικαιολογεί και την εξειδίκευση ενός ολόκληρου χωριού στο επάγγελμα του μάστορα - χτίστη (έτσι μόνο μπορούσε να παραμένει μυστική η γλώσσα).
Η ανάγκη λοιπόν των μαστόρων να επικοινωνούν μυστικά μεταξύ τους, δίχως να επιτρέπουν σε κάποιον έξω από το συνάφι να διεισδύσει στα μυστικά της δουλειάς τους οδήγησε στη δημιουργία συντεχνιακών διαλέκτων - τα κουδαρίτικα ή κουδαραίϊκα.  

 Ιστοσελίδα με γλωσσάριο των κουδαρίτικων των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρουhttp://www.remen.gr/glosses/gkoudaritika.html

Έθιμα των μαστόρων
 Όταν οι χτίστες τελείωναν το σκάψιμο των θεμελίων και τοποθετούσαν το πρώτο αγκωνάρι σφάζανε ένα κουρμπάνι (ζώο) για να γίνει το αντέτι (για το καλό). Συχνότερα έσφαζαν έναν κόκορα. Καμιά φορά έσφαζαν τέσσερις κόκορες, στις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, για να στεριώσει καλύτερα. Από το σφαγμένο ζώο δεν έτρωγαν ποτέ οι νοικοκύρηδες του σπιτιού (το είχαν για κακό) - μόνο το συνάφι.
 Συχνά έριχναν και νομίσματα, χάλκινα ή ασημένια, πάνω στα θεμέλια για να βροντίσουν τα καλορίζικα. Τα νομίσματα τα έπαιρνε ο πρωτομάστορας (αφού άφηνε μερικά στα θεμέλια).
Όσο καιρό διαρκούσε η θεμελίωση του σπιτιού, οι νοικοκυραίοι δεν κοιμόταν από φόβο μήπως εχθροί τους ρίξουν μάγια στα θεμέλια. Φρουρούσαν το σπίτι νύχτα - μέρα.
 Οι γυναίκες έκοβαν κλαδιά κρανιάς και τα κρεμούσαν πάνω από την κύρια είσοδο του σπιτιού για να είναι γεροί σαν την κρανιά οι άντρες στο ταξίδι και να γυρίσουν γεροί.
 Τα μπαξίσια ή το ρίξιμο των μαντηλιών ή τα μανδηλώματα, ήταν έθιμο με το οποίο μάζευαν δώρα από όλο το χωριό, όταν, αφού τελείωναν τη στέγη, ύψωναν δύο πρόχειρους σταυρούς στολισμένους με λουλούδια και τέντωναν σχοινί ανάμεσά τους. Στο σχοινί κρεμούσαν τα δώρα, συνήθως μαντήλια ή ρούχα.
Με το τελείωμα του σπιτιού το έθιμο επέβαλε το ζιαφέτι - πλούσιο γεύμα με σφαχτό.

Τα ταξίδια των μαστόρων (προορισμοί, διάρκεια, τελετουργικό, αναχώρηση - επιστροφή)
 Οι μαστόροι ταξίδευαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Το που ταξίδευαν είναι σημαντικό γιατί εξηγεί τις επιρροές που δέχονταν. Διαπιστώνεται ότι το τοπικό περιβάλλον επιδρά στον τρόπο χτισίματος, γεγονός που σημαίνει ότι μάλλον δεν υπήρχαν "σχολές" αλλά προσαρμογή των μαστόρων στις τοπικές συνθήκες. Οι ομάδες των μαστόρων - χτιστάδων ξεκινούσαν το ταξίδι τους αμέσως μετά την Αποκριά. Η δουλειά είχε από πριν συμφωνηθεί από τον πρωτομάστορα. Η αποδημία διαρκούσε μέχρι τα μέσα του Νοέμβρη περίπου, οπότε η ομάδα επέστρεφε στο χωριό. Η ομάδα ξεκινούσε πριν τα ξημερώματα. Όλοι οι συγγενείς ακολουθούσαν μέχρι την άκρη του δρόμου για να τους ξεπροβοδίσουν. Όταν η ομάδα χάνονταν, η οικογένεια επέστρεφε στο χωριό. Στο γυρισμό, οι γυναίκες άφηναν να τρέχει νερό στο δρόμο, για να αφήσει χνάρια - σύμφωνα με το έθιμο - ώστε να βρει ο αφέντης το δρόμο να γυρίσει πίσω. Η αναχώρηση του μπουλουκιού ήταν συναισθηματικά φορτισμένο γεγονός, ενώ η επιστροφή του αντίθετα, εξαιρετικά χαρούμενο. Η ημερομηνία του γυρισμού ήταν γνωστή. Όλο το χωριό περιμένει να υποδεχτεί την ομάδα, με χαρές, τραγούδια, γλέντι και φαγητό. Οι μαστόροι επιστρέφουν με δώρα για την οικογένεια - φουστάνι για τη γυναίκα, τσαρούχια για το γιο, μαντήλι για την κόρη. Μαζί φέρνουν και τον γκόρο (μεγάλο βόδι για το κρέας του χειμώνα).
 Οι διαδρομές των μαστόρων έχουν σημασία γιατί φανερώνουν τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται οι τοπικές τεχνικές χτισίματος, η τοπική μορφολογία των κτισμάτων, οι επιρροές οι οποίες μεταφέρονται από ξένες περιοχές. Συνήθως όμως οι μαστόροι έχτιζαν σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου τους, τα υλικά που έβρισκαν στον τόπο του έργου και τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη.
 Στην Πυρσόγιαννη λειτουργεί το Εθνολογικό Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων. Στο μουσείο υπάρχει σπάνιο υλικό από την καθημερινή ζωή των μαστόρων, τις συνθήκες της δουλειάς τους και τα ταξίδια τους. Υπάρχουν πάνω από 2.000 αποτυπώσεις, σχέδια και φωτογραφίες των κατασκευών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Περιλαμβάνει επίσης κιτάπια και συμφωνητικά δουλειάς, τεφτέρια λογαριασμών για τα μεροκάματα, ομόλογα και συναλλαγματικές, διαβατήρια, προσωπικά ημερολόγια και αλληλογραφία με την οικογένεια, καθώς και παλιά εργαλεία, σχέδια εργαλείων και σχέδια χρήσης τους με σημειώσεις και παρατηρήσεις παλιών μαστόρων. Επίσης χαρτογραφήσεις δρομολογίων των μπουλουκιών με βάση τις μαρτυρίες παλιών μαστόρων και κυρατζήδων (μεταφορέων).

Βιβλιογραφία
Χρηστίδης Β. (1994). Η αρχιτεκτονική του χωριού Κουκούλι Ζαγορίου. Τόμος Α. Οι μαστόροι, σελ. 323 - 349. Αθήνα.
Μουτσόπουλος Ν. (1967). Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας. Εκδ. Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Αθήνα.
Νιτσιάκος Βασ. (1994). Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας. εκδ. Πλέθρον. Σειρά Λαϊκός πολιτισμός/ τοπικές κοινωνίες. Αθήνα.
Μουτσόπουλος Ν. (1993). Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική της Μακεδονίας. 15ος - 19ος αι. Εκδ. Παρατηρητής. Θεσσαλονίκη.
Τζελέπης Π. (1997).  Λαϊκή Ελληνική Αρχιτεκτονική. Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα.
Χατζημιχάλη Αγγ. (1953). Μορφές από τη σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική ΑυτοκρατορίαΟι συντεχνίες - τα Ισνάφια. Αθήνα.
Γκράσσος Γ. Η λαϊκή αρχιτεκτονική και το ανθρωπογενές περιβάλλον ως θέμα για το σχολικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μακρινίτσας Πηλίου. Δημοσίευση στο 1ο Συνέδριο Σχολικής Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Σεπτέμβριος 2005.
Μαμμόπουλος Α. (1973). Λαϊκή ΑρχιτεκτονικήΗπειρώτες μάστοροι και γεφύρια. Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρίας Αθηνών. Αθήνα.
Μπογδανόπουλος Δ. (1952). Τα κουδαρίτικα. Περιοδικό Ηπειρωτική Εστία. Τόμος 1, τεύχος 7, σ. 685 - 688.
Μάργαρης Β. (2007). Κόνιτσα. Τα ξακουστά μαστοροχώρια. Γιάννενα.
Παπασταύρου Χρ., Παπαχαρίσης Αθ., Σούλης Χρ., Φαλτάιτς Κ. (2007). Συνθηματικά γλωσσάρια Ηπειρωτών τεχνιτών. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννενα.
Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟΜαστοροχώρια. Οι εραστές της πέτρας. Τεύχος 89, σελ. 84. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

 Η από πατέρα σε παιδί διαδοχή της τέχνης έκανε να μεταδοθεί αυτή σε χωριά και ευρύτερες περιφέρειες χωριών που έγιναν ξακουστά ως Μαστοροχώρια. Αυτά είναι τα μαστοροχώρια στην περιφέρεια Δεβόλη - Κορυτσάς - Όπαρι, που μάστορες από εκεί έχτισαν μαζί με ντόπιους από το Πεντάλοφο της Κοζάνης και το Μπελκαμένι της Φλώρινας, κυρίως τη Δυτική Μακεδονία. Μαστοροχώρια της Κολιώνιας, πέρα από τον Αώο, την Μπόροβα, Ρεχόβα, Στίκα, Σκοροβότι, Γκοστιβίτσι, ορθόδοξοι αλβανόφωνοι που έχτισαν τα ψηλοκρεμαστά Μοναστήρια του Αγίου Όρους και των Μετεώρων. Μετά τα Μαστοροχώρια των Τζουμέρκων και τα Μαστοροχώρια των Χουλιαράδων.

Ο ξακουστός στρατσιανίτης Πελεκάνος 
Νικόλαος Βαζούκης – 1925

 
Τέλος, τα ξακουστά Μαστοροχώρια της Κόνιτσας με τη Βούρμπιανη, την Πυρσόγιαννη, τη Στράτσανη, την Καστάνιανη, το Κεράσοβο, το Κάντσικο, τα Ζέρμα, τη Μόλιστα και τα τόσα άλλα χωριά με τους φημισμένους μαστόρους του που ξεσυνερίζονταν πως χτίσανε τον κόσμο όλο.



Μέχρι και τον εμφύλιο που έγιναν οι πρώτοι αυτοκινητόδρομοι, η συγκοινωνία στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας παρέμενε πρωτόγονη. Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν μονοπάτια που είχαν δημιουργηθεί με το συχνό πέρασμα των ζώων. Τα μόνα μέσα συγκοινωνίας ήταν τα ζώα, γαϊδούρια και μουλάρια. Τα γεφύρια ήταν ελάχιστα και όταν οι χείμαρροι κατέβαζαν νερό, συνέβαιναν συχνά μοιραία δυστυχήματα. Η κατάσταση αυτή επέβαλε σχεδόν πλήρη απομόνωση στα χωριά και οικονομία αυτάρκειας με χαμηλό βιοτικό επίπεδο.

Στράτσιανη: Η Δημογεροντία μαστόρων στη Ράχη 
(κεντρική πλατεία Στράτσιανης)


Τρόπος εργασίας -  "μπαξίσια"

 Όλες οι εργασίες οποιουδήποτε οικοδομήματος γίνονταν εξ ολοκλήρου από το μπουλούκι ή την παρέα: από την εξόρυξη της πέτρας μέχρι την αποπεράτωση του έργου. Ένα ολόκληρο μελισσολόι πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα όλη μέρα. Βασικά υλικά τους ήταν η πέτρα, η λάσπη από νερό, άμμος και ασβέστης. Και για να "δένει" περισσότερο το υλικό, κυρίως στην κατασκευή γεφυριών, πρόσθεταν ασπράδι αυγού ή τρίχες ζώων. Τα απαραίτητα και χρήσιμα εργαλεία πολλά και ποικίλα: το καλέμι, το σφυρί, το αλφάδι, το τρίγωνο, η αρίδα, το μακόνι, η γωνιά, το τσοκαντήρι, το σκεπάρνι, ο κολαούζος, το ματσακόνι, η τσάπα, το πριόνι και το πηλοφόρι.
 Σε κάθε έργο και ιδιαίτερα στην οικοδομή, δύο ήταν οι πιο σημαντικές στιγμές: τα θεμέλια και η στέγη. Στα θεμέλια διαβαζόταν από τον παπά αγιασμός. Στο πρώτο αγκωνάρι χάραζαν έναν σταυρό και κάτω από την πέτρα έβαζαν μεταλλικό νόμισμα. Ακουλουθούσαν κεράσματα από το νοικοκύρη και τους συγγενείς του, τα οποία ήταν "τυχερά" των μαστόρων. Επίσης, έκοβαν σφάγια και με το αίμα ράντιζαν τα θεμέλια. Το αφεντικό ετοίμαζε και το πρώτο "ζιαφέτι" (τραπέζι - γλέντι). Το δεύτερο "ζιαφέτι" προσφερόταν όταν το χτίσιμο έφτανε στο πάτωμα και το τρίτο στο τέλος της δουλειάς.

Ηπειρώτες και Δυτικομακεδόνες μαστόροι 
στην Περσία – 1935

Η πιο συγκινητική στιγμή και για το νοικοκύρη και για τους μαστόρους ήταν όταν το σπίτι έφτανε στη σκεπή. Εδώ υπήρχε μια ολόκληρη τελετή που ονομαζόταν "μπαξίσια" ή "μαντιλώματα": Οι μαστόροι έστηναν δύο μεγάλους ξύλινους σταυρούς αντικριστά πάνω στη στέγη και έδεναν σκοινί τεντωμένο για να κρεμούν τα "μπαξίσια" (δώρα) του αφεντικού, των συγγενών και των φίλων. Αυτά ήταν συνήθως υφάσματα, πουκάμισα, πετσέτες, μαντίλια, όλα για τους μαστόρους που τα μοιράζονταν μεταξύ τους.
Ο πρωτομάστορας ή ένας άλλος βροντόφωνος τεχνίτης, παίρνοντας καθένα δώρο του, προσφωνούσε με τόνο μελωδικό, ενώ οι άλλοι μαστόροι χτυπούσαν με σκεπάρνια ή σφυριά πάνω στα ξύλα για να σιγοντάρουν αυτόν που έλεγε:
"Εεεε, καλώς όρισε το μπαξίσι του ….(το όνομα του δωρητή) που έφερε για την αγάπη του προς το αφεντικό και την εκτίμηση στους μαστόρους. Να ζήσει, να χαίρεται τα παιδιά του και ό,τι επιθυμεί.

Όσα λουλούδια του Μαγιού
Και φύλλα έχουν τα δέντρα,
Χόρταρα της γης, άμμος της θάλασσας,
Ψάρια του γιαλιού και ποταμοί μεγάλοι,
Τόσα καλά και αγαθά να του δώκει ο Θεός.
Ευχαριστούμε για το δώρο του…."


Αρχοντικό στην Μόλιστα

Έργα και ημέρες

 Οι κατασκευές και τα έργα των μαστόρων της Κόνιτσας είναι τόσα πολλά και ποικίλα, ώστε δίκαια έμεινε η φράση ότι αυτοί "έχτισαν τον κόσμο".
Ύψωσαν λαμπρά μοναστήρια όπως: η μονή της Ζέρμας, η μονή Στομίου, η μονή της Παναγιάς Μολυβδοσκέπαστης, περίτεχνες εκκλησίες όπως του Αγίου Νικολάου Πυρσόγιαννης και πλήθος άλλες, καμπαναριά όπως στη Φιλιππιάδα και στη Δημητσάνα, σεράγια πασάδων στο χώρο της Ηπείρου και της Αλβανίας, σπίτια αρχοντικά και απλά. Γεφύρια καταπληκτικά, αιωρούμενα πάνω από ορμητικά ποτάμια: μονότοξα όπως της Κόνιτσας, δίτοξα όπως του Κάντσικου και τρίτοξα όπως του Ζαγορίου. Πέτρινες βρύσες, συνήθως στο κέντρο του χωριού, τόπο συνάντησης των γυναικών για άντληση νερού ή για πλύσιμο των ρούχων.


Ναός Ταξιαρχών στο Γανναδιό

 
Έφτιαξαν μύλους, φούρνους και πέτρινα πηγάδια, αναγκαία στην καθημερινή τους ζωή. Ακόμα και φάρους έκτισαν όπως αυτός στο Λουτράκι στο Ηραίο ακρωτήριο, και από τις αρχές του 20ού αιώνα έβαλαν τη σφραγίδα τους σε πολλά έργα της Αθήνας, όπως η αποπεράτωση του ναού της Παναγιάς Χρυσοσπηλιώτισσης, η πρόσοψη της Εθνικής Τράπεζας, το νοσοκομείο "Ευαγγελισμός". Έργο Κονιτσιωτών μαστόρων είναι και το ρολόι της πλατείας των Ιωαννίνων, η Παρηγορήτισσα της Άρτας και άλλα. Στις ΗΠΑ (Ντιτρόιτ) και στην Περσία ηπειρώτες μαστόροι έκαναν εργασίες διάνοιξης σιδηροδρομικών γραμμών ή έκτισαν γέφυρες.


  Δύο φόβους είχε πάντα ο Ηπειρώτης. Από τη μια τους ληστές και από την άλλη το κακό συναπάντημα με αδιάβατα ποτάμια. Και αν για τους πρώτους δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, για τα δεύτερα, ονειρευότανε γεφύρια πέτρινα που έπρεπε βέβαια να στήσει μόνος τους.

Σοκάκι στο Γανναδιό

 
Για τους Κουδαραίους μάστορες το χτίσιμο του γεφυριού αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση. Τα έργα τους δεν προέρχονταν από κανένα σχεδιαστήριο, αλλά χαράζονταν επί τόπου με μόνο μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Τα έργα των λαϊκών αρχιτεκτόνων μαρτυρούν επιμέλεια, γνώση και πείρα στοχαστικού καλλιτέχνη. Και οι αρετές αυτές τους έδιναν το αίσθημα του μέτρου σε σημείο που η προσωπικότητά τους δεν επηρέασε αυτάρεσκα το δημιούργημά τους. Αν η αυταπάρνηση αυτή της προσωπικότητάς τους σβήνει τη μνήμη των λαϊκών αρχιτεκτόνων, δίνει ωστόσο στα έργα τους αξία ιστορική που ριζώνει και ταυτίζεται με την εθνική κληρονομιά.
 Μονότοξα, δίτοξα, πολύτοξα, γεφύρια ηπειρώτικα, δημιουργήματα που βρίσκονται στην παράδοση του τόπου μας. Πέτρινα όλα τους και θολωτά, "καδραρισμένα στην αιωνιότητα του πλατάνου", λαϊκές κατασκευές από τους περίφημους μαστόρους, τους άρχοντες της πέτρας που βρήκαν το σωστό μέτρο, με αποτέλεσμα να μετουσιωθούν σε έργα τέχνης.
 Αυτά τα γεφύρια απλωμένα στην Ελλάδα και ειδικά στην Ήπειρο με το τόσο άγριο και άγονο τόπο, εμπλούτισαν και προέκτειναν το ηπειρώτικο τοπίο. Επειδή ακριβώς δεν υπήρξαν ξένα πρότυπα και πειρασμός για μίμηση, αλλά και ούτε τα τεχνικά εκείνα μέσα, κρατήθηκε η σχέση χώρου και δημιουργημάτων του ανθρώπου, τοπίου και γεφυριού. Τα πετρογέφυρα τα χαρακτηρίζουν η ποικιλία μορφών και η ένδειξη φαντασίας του λαϊκού τεχνίτη.


Πυρσόγιαννη – λεπτομέρεια

 "Τα έργα των λαϊκών αρχιτεκτόνων μαρτυρούν επιμέλεια, γνώση και πείρα στοχαστικού καλλιτέχνη. Φανερώνουν την πίστη, την αγάπη και το σεβασμό που έτρεφαν προς την τέχνη τους. Και οι αρετές αυτές τους έδιναν το αίσθημα του μέτρου σε σημείο που η προσωπικότητά τους δεν επηρέασε αυτάρεσκα το δημιούργημα τους, ούτε δέσποζε σε βάρος της ουσιαστικής αξίας του έργου", όπως σημειώνεται στη "Λαϊκή Ελληνική Αρχιτεκτονική" του Πάνου Νικολή Τζελέπη.
 Σύμφωνα με το Αρχείο Ηπειρώτικων Γεφυριών, ο αριθμός γεφυριών που έχουν καταγραφεί και μελετηθεί στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου είναι 431, εκ των οποίων στον νομό Ιωαννίνων φτάνουν τα 295.

"Όσα έμαθα να μάθεις και όσα έπαθα να πάθεις"

 Οι έγγραφες μαρτυρίες για την καταγωγή των αείμνηστων κτητόρων - μαστόρων είναι ελάχιστες. Δεν κυνήγησαν την υστεροφημία και έτσι δεν διασώθηκε το "εποίει", εκτός κάποιας χρονολογίας που συνήθιζαν να σκαλίζουν στα υπέρθυρα των σπιτιών.
 Αν όμως τα γραπτά τεκμήρια είναι ελάχιστα, άφθονες είναι οι παραδόσεις.
Τα παλαιότερα πέτρινα σπίτια της Στερεάς Ελλάδας, της Εύβοιας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μικράς Ασίας κτίσθηκαν κατά το πλείστον από Ηπειρώτες, τόνιζε ο ιστορικός Κώστας Φαλτάιτς. Οι Κουδαραίοι τεχνίτες από την Κόνιτσα καυχιόντουσαν ότι τα παλιότερα και τα καλύτερα σπίτια και τα δημόσια μέγαρα της Αθήνας και του Πειραιά τα έκτισαν αυτοί. Ο τύπος του στρερφογάλαρου σπιτιού, με τοξωτές αψίδες στις πόρτες και τα παράθυρα, είναι ασφαλώς Ηπειρώτικος.


Πυρσόγιαννη – λεπτομέρεια

 "Τα μπουλούκια των μαστόρων κοντά στα 1935, είχαν λιγοστέψει. Είχε σπάσει το παλιό, δεν έβγαζαν λεφτά. Λιγόστεψαν και οι καλοί πελεκάνοι. Σα να πούμε στέρεψε η πηγή. Από εκεί και ύστερα κανένας δεν έμαθε πελέκημα. Μόνο μπετά και καλούπια ξέρουν οι καινούργιοι μάστοροι. Στα χαμένα, δεν είναι τέχνη τα τσιμέντα. Τότε που λες και με το Μεταξά ύστερα, χάλασαν τα μπουλούκια, χάλασε και η τέχνη και άρχισε ο καθένας να δουλεύει για πάρτη του…." ( διήγηση του μάστορα Τάκη Γκουντή, 1974).
 "Ο μέλλων για να δημιουργήσει νεοελληνική αρχιτεκτονική ας ρωτήσει τους καλφάδες (Κάλφας= ο πρακτικός αρχιτέκτονας στα τουρκικά), ας συμβουλευτεί πρώτα αυτούς που στα χωριά και το σχέδιο δίνουν και χτίζουν σπίτια, ας τους ρωτήσει με ποιο τρόπο χτίζουν και έπειτα ας προσπαθήσει να τελειοποιήσει την τέχνη τους" (Ι. Δραγούμης, Νεοελληνικός πολιτισμός.

Το Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων

 Σκαρφαλωμένα πάνω από την πόλη της Κόνιτσας με κατεύθυνση προς βορρά απλώνονται τα ξακουστά Μαστοροχώρια. Με θέα την κορυφή του Σμόλικα ο δρόμος οδηγεί στα αριστερά για το μεγαλύτερο χωριό των Μαστοροχωρίων την Πυρσόγιαννη.
 Λίγο πιο πάνω από την κεντρική πλατεία, το δίπατο πέτρινο κτίριο του παλαιού σχολείου της Πυρσόγιαννης, που χτίστηκε το 1927 και ανακαινίστηκε πρόσφατα, στεγάζει το Εθνολογικό Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων, το οποίο αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στην άγνωστη ιστορία των Ηπειρωτών μαστόρων της πέτρας.
 Το Μουσείο περιλαμβάνει σπάνιο υλικό από την τεχνική, τη μυστική γλώσσα (τα κουδαρίτικα), τα δρομολόγια, τα εργαλεία, τα συμφωνητικά και τις κατασκευές των μαστόρων της πέτρας. Το υλικό που εκτίθεται στο Μουσείο Μαστόρων της Πέτρας της Πυρσόγιαννης αποτελεί μια συστηματική καταγραφή της τοπικής αρχιτεκτονικής, των υλικών κάθε περιοχής και των αισθητικών ρευμάτων των τριών τελευταίων αιώνων στα Βαλκάνια.
 Στο Μουσείο σήμερα γίνονται έργα συντήρησης και αναμένεται σύντομα να ανοίξει για το κοινό. Για περισσότερες πληροφορίες, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθυνθούν στο Δημαρχείο Μαστοροχωρίων με έδρα την Πυρσόγιαννη. Τηλ. (26550) 31269, 31112  Μουσείο (26550) 31297

ΠηγήΓιάννης Σεφεριάδης

07 Απριλίου, 2018

Τα Γιάννενα, η πρωτεύουσα της Ηπείρου. Περιήγηση στο χώρο και στο χρόνο



Τα Ιωάννινα, η πρωτεύουσα της Ηπείρου, αναπτύσσονται γύρω από την υπέροχη λίμνη Παμβώτιδα Η φύση, το κλίμα και ο χαρακτήρας της πόλης ορίζονται από αυτήν την υδάτινη «κυρά». Η λίμνη, με τα ακύμαντα νερά και το μικρό νησάκι αποτελεί ένα φυσικό μνημείο, που γύρω του ζει και αναπνέει ολόκληρη η πόλη.



  Τα  Ιωάννινα, γνωστά και ως Γιάννενα ή Γιάννινα, είναι η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη του Νομού Ιωαννίνων και της Ηπείρου, με πληθυσμό 65.574 κατοίκους για την πόλη και 111.740 κατοίκους για το διευρυμένο Δήμο Ιωαννιτών (2011).
Τα Ιωάννινα εμπεριέχονται στον ΟΤΑ του Δήμου Ιωαννιτών, ο οποίος συμπεριλαμβάνει και τα γειτονικά χωριά 


Τα Ιωάννινα βρίσκονται στο βορειοδυτικό κομμάτι της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο κέντρο του ομώνυμου λεκανοπεδίου. Είναι μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας με πλούσια πολιτιστική παράδοση και σύγχρονες αναπτυξιακές επιχειρήσεις. Στα Ιωάννινα εδρεύει το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με 15 τμήματα και πάνω από 29.000 φοιτητές. Επίσης, στα Ιωάννινα φιλοξενούνται τμήματα του ΤΕΙ Ηπείρου, με έδρα την Άρτα. 
Πανεπιστήμιο  Ιωαννίνων

Στην πόλη λειτουργούν δύο νοσοκομεία, το Γενικό Κρατικό "Χατζηκώστα" και το "Πανεπιστημιακό Περιφερειακό Δουρούτη", τα οποία δέχονται ασθενείς από το σύνολο του νομού.

Η πόλη των θρύλων και των παραδόσεων, η αρχόντισσα των εθνικών ευεργετών και των ασημουργών, τα έχει όλα: Πλούσια ζωή, υπέροχα τοπία, ευχάριστη ατμόσφαιρα, ιστορία αιώνων, σπουδαία παράδοση και πλήθος μνημείων. Η ολοζώντανη σύγχρονη πόλη αντανακλά σε κάθε γωνιά της τη μεγάλη ιστορία της. 

Άποψη του εσωτερικού του Κάστρου
Η λίμνη Παμβώτιδα
Αρχαιολογικό Μουσείο

Περιδιαβαίνοντας την όμορφη λιμνούπολη...
Η αρχοντική πρωτεύουσα της Ηπείρου, το Κάστρο με τους θρύλους του Αλή Πασά, η Λίμνη με τις ονειρικές ομίχλες και το Νησί που ακόμα αντιστέκεται. Χίλιες και μία μέρες και νύχτες δεν είναι αρκετές για να χορτάσει κανείς τα Γιάννενα!…


Είναι η πολιτεία που απλώνεται στην όχθη της Λίμνης, με το λ κεφαλαίο. Τι κι αν έχει το δικό της όνομα; Την Παμβώτιδα όλοι την ξέρουν Λίμνη και το νησάκι που δεσπόζει στα νερά της είναι «το Νησί», χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις.
Το Νησί
Μια πόλη που υπόσχεται νοσταλγικές περιπλανήσεις στα καλντερίμια του Κάστρου και τον παραλίμνιο δρόμο, που γίνεται στ’ αλήθεια ονειρική όταν η ομίχλη αποφασίζει να την ντύσει με τη λευκή της φορεσιά, μια πόλη με ανθρώπους έξω καρδιά κι ανεπιτήδευτη ευγένεια, που μάλιστα «πιάνουν τα χέρια τους» και μέχρι και σήμερα φτιάχνουν αριστουργήματα, στο εργαστήρι τους αλλά και στην… κουζίνα.
Τα Γιάννενα είναι ανεξάντλητα, μα όπως και να ‘χει, κάπως πρέπει να γίνει η αρχή. Η πόλη λοιπόν είναι σχεδόν στο μέσον της Ηπείρου, διαχρονικό κέντρο διοίκησης, οικονομίας και πολιτισμού τής –για πολλούς– ωραιότερης γωνιάς της χώρας μας.
Ο πρώτος οικισμός στα εδάφη της σημερινής πόλης λέγεται πως ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό (6ος αι.), ενώ το όνομα «Ιωάννινα» αναφέρεται για πρώτη φορά σε επισκοπικό έγγραφο του 879. Η θέση της πόλης ήταν τέτοια που δεν άργησε να γίνει σημείο αναφοράς, η φήμη της ωστόσο έμελλε να ξεπεράσει τα γεωγραφικά της όρια στα χρόνια του Αλή Πασά.


Παραλίμνιος(Δ.Φιλοσόφου)
Σήμερα η Εγνατία σε φέρνει με άνεση στην πόλη μέσα σε τρεις περίπου ώρες από τη Θεσσαλονίκη, ενώ από την Αθήνα έρχεσαι είτε μέσω Κορίνθου-Πατρών και έπειτα μέσω Ιονίας οδού και Άρτας, είτε μέσω Καλαμπάκας, υπολογίζοντας περίπου έξι ώρες οδήγησης σε κάθε περίπτωση. Μπαίνοντας στην πόλη πιάνεις αμέσως τον παλμό της: η κεντρική λεωφόρος Δωδώνης (που έπειτα γίνεται  Αβέρωφ) είναι σχεδόν πάντα γεμάτη κόσμο και ασταμάτητη κίνηση από νωρίς το πρωί. Η κυκλοφορία με το αμάξι μπορεί να μην είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο, αλλά το πρόβλημα λύνουν από τη μια οι δημοτικοί χώροι στάθμευσης κι από την άλλη τα… παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία της Αβέρωφ που σε «αναγκάζουν» να σταθείς για να πάρεις μια γεύση –κυριολεκτικά– από το τι εστί Γιάννενα: η πόλη έχει τεράστια παράδοση στα γλυκίσματα, κυρίως στα σιροπιαστά και τα γλυκά του ταψιού, και οι επιλογές ανάμεσα σε γιαννιώτικο μπακλαβά, σαραγλί και καταΐφι θα σου δημιουργήσουν τα πρώτα ευχάριστα διλήμματα…

Στην Αβέρωφ θα δεις επίσης το περίφημο Ρολόι στην πλατεία Ηρώων, δίπλα ακριβώς στην έδρα της 8ης Μεραρχίας. Το Ρολόι κατασκεύασαν εν έτει 1905 λιθοξόοι από τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, και αρχικά βρισκόταν λίγα μέτρα βορειότερα, μέχρι που το 1925, κατά τη διάρκεια επισκευών, αποφασίστηκε η μεταφορά του στη σημερινή τοποθεσία του.


Πλησιάζοντας το Κάστρο και τη Λίμνη
Κατηφορίζοντας την Αβέρωφ πλησιάζεις σιγά σιγά προς το Κάστρο και τη Λίμνη, μα θα κάνεις ακόμη μία παράκαμψη για να στρίψεις αριστερά στην οδό Ανεξαρτησίας. Όνομα και πράγμα, ο στενός αυτός δρόμος είναι θα έλεγες μία από τις τελευταίες γωνιές της πόλης όπου οι τελευταίοι από τους παλιούς μάστορες εξακολουθούν να εργάζονται πάνω στο ασήμι, στο σίδερο και στη φωτιά, συνεχίζοντας παραδόσεις αιώνων.


Οδός Ανεξαρτησίας
Οι προκάτοχοί τους έκαναν κάποτε τα Γιάννενα ξακουστά για τη μαστοριά τους στην αργυροχοΐα, τότε που τα περίτεχνα γιαννιώτικα ασημικά ήταν περιζήτητα στις τέσσερις γωνιές της Ευρώπης. Τα χρόνια πέρασαν, οι μάστορες μπορεί να λιγόστεψαν μα η τέχνη δεν ξεχνιέται: καλλιεργείται ακόμα, στα μικρά εργαστήρια της Ανεξαρτησίας, μα κυρίως στο Κέντρο Παραδοσιακής Βιοτεχνίας Ιωαννίνων, γνωστό ως ΚΕΠΑΒΙ.


Το ΚΕΠΑΒΙ βρίσκεται στην άλλη πλευρά της πόλης, στην περιοχή της Σκάλας, και ουσιαστικά είναι ένας τεράστιος χώρος (περίπου 10.000 τ.μ.) όπου πρέπει να έρθεις για να γνωρίσεις από πρώτο χέρι την παραδοσιακή γιαννιώτικη τέχνη. Εδώ λειτουργούν καθημερινά πάνω από σαράντα εργαστήρια αργυροχοΐας, νέοι και παλιότεροι τεχνίτες σμιλεύουν το ασήμι και τον χαλκό φτιάχνοντας κυρίως κοσμήματα, διακοσμητικά και εκκλησιαστικά αντικείμενα.
Μπορείς να τους παρακολουθήσεις την ώρα της δουλειάς τους, να δεις μπροστά σου πώς γίνεται η χύτευση και η επεξεργασία των μετάλλων, να συζητήσεις μαζί τους για τα μυστικά της τέχνης τους, να μάθεις με δυο λόγια πώς έγιναν τα Γιάννενα «η πόλη των ασημουργών».
Εντός, εκτός και πέριξ των τειχών





Η πόλη ολόκληρη μοιάζει να αλλάζει διάθεση όταν κατεβαίνεις προς το Κάστρο και τη Λίμνη. Η παραλίμνια διαδρομή που αγκαλιάζει την περιτειχισμένη παλιά πόλη από το Μώλο μέχρι τη Σκάλα (ή αν προτιμάς, από την κυρα-Φροσύνη μέχρι τα Ναυτάκια, όπως ορίζουν τη διαδρομή τα δύο ιστορικά στέκια) φτιάχνει από μόνη της μια εμπειρία ξεχωριστή: με τα εκατόχρονα πλατάνια της όχθης που τέτοια εποχή ξεφορτώνονται σιγά σιγά τα φυλλώματά τους στρώνοντας χαλί σε χίλιες δυο ονειρικές αποχρώσεις, με τα μοντέρνα γλυπτά που στολίζουν τη διαδρομή, με τους ποδηλάτες, με τους ψαράδες που ρίχνουν πετονιά κι έπειτα θαρρείς πως στέκονται εντελώς ακίνητοι όση ώρα περιμένουν την ψαριά.


Στο Κάστρο μπορείς να μπεις από διάφορες εισόδους, ωστόσο η κεντρική είναι η Πύλη του Αγίου Γεωργίου (εδώ μαρτύρησε ο πολιούχος των Ιωαννίνων Νεομάρτυρας Άγιος Γεώργιος), εκεί που σε οδηγεί ο δρόμος κατεβαίνοντας την Αβέρωφ. 


Η πύλη του αγίου Γεωργίου/η κεντρική
Το εσωτερικό του Κάστρου

Το Κάστρο είναι μια οικιστική συνέχεια της πόλης, κατοικείται δηλαδή σχεδόν σ’ ολόκληρη την έκτασή του, ωστόσο μπαίνοντας στα καλντερίμια του καταλαβαίνεις αμέσως πως ο χρόνος έχει άλλο νόημα εδώ.

Περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια του Κάστρου
Γραφική, πολύχρωμη καστροπολιτεία
Αξίζει μια επίσκεψη στην Εβραϊκή Συναγωγή, πολύ κοντά στην κεντρική πύλη, πριν κατευθυνθείς προς τη βόρεια πλευρά του Κάστρου και τη θέση της παλιάς ακρόπολης. Πρώτη στάση στο Σουφαρί Σεράι, την παλιά σχολή ιππικού του Αλή Πασά, στις τάξεις της οποίας θήτευσαν και μαθήτευσαν πολλοί από τους Έλληνες οπλαρχηγούς που διακρίθηκαν στον Αγώνα.


Σουφαρί σαράι

Σήμερα το σεράι στεγάζει το Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου (και περιοδικές εκθέσεις), ενώ δίπλα του στέκει η παλιά οθωμανική βιβλιοθήκη και το χαμάμ. Λίγο παραπέρα, πέτρινα σκαλοπάτια σε ανεβάζουν μέχρι το τέμενος του Ασλάν Πασά, στη θέση όπου οι Βυζαντινοί είχαν τοποθετήσει την ακρόπολή τους. Το τέμενος στεγάζει σήμερα το Δημοτικό Μουσείο, που ξετυλίγει σε τρεις ενότητες τη ζωή των τριών κοινοτήτων που για μεγάλο διάστημα συνυπήρξαν στα Γιάννινα και σμίλεψαν τον χαρακτήρα της πόλης: την ελληνική, την εβραϊκή και τη μουσουλμανική.
Τέμενος Ασλάν πασά
Το Κάστρο άρχισε να χτίζεται τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό, έμελλε όμως να φτάσει στην ακμή του περίπου δώδεκα αιώνες αργότερα, το 1788, όταν η τοπική εξουσία πέρασε στα χέρια ενός ανθρώπου που τις ικανότητές του ξεπερνούσε μόνο η φιλοδοξία του: του Αλή Πασά. 
Με βάση τα Γιάννινα, ο Αλή πάσχισε να εδραιώσει την εξουσία του πολύ πέραν των ορίων δικαιοδοσίας του: επισκεύασε το κάστρο, εκπαίδευσε στρατό, απέκτησε πλούτη. Και μαζί του κι η ίδια πόλη: «Τα Γιάννενα πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα» έλεγαν τότε, και έτσι πραγματικά ήταν.
Τα σχέδια του Αλή ωστόσο έφταναν πολύ ψηλά, μέχρι το παλάτι του ίδιου του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Ο θρύλος μάλιστα λέει πως ρώτησε κάποτε τον Κοσμά τον Αιτωλό αν θα κατάφερνε να πάει ποτέ στην Πόλη, και ο γέρος Κοσμάς τού αποκρίθηκε «θα πας, αλλά με κόκκινα γένια». Ο Αλή ήταν τετραπέρατος, μα ποιος ξέρει αν υποψιάστηκε το αληθινό νόημα της προφητείας.
Ιτς Καλέ
Το γεγονός είναι πως από το σεράι του στο Ιτς Καλέ διαφέντευε όλη την Ήπειρο, κι ακόμα παραπέρα. Όταν όμως οι φιλοδοξίες του άρχισαν να ενοχλούν την Υψηλή Πύλη, ο σουλτάνος διέταξε την «επίλυση» του προβλήματος που λεγόταν Αλή, και ο πασάς των Ιωαννίνων σκοτώθηκε έπειτα από σύντομη σύρραξη στο Νησί. Κι έτσι εκπληρώθηκαν τα λόγια του Κοσμά, όταν το κεφάλι του Αλή παρουσιάστηκε στον σουλτάνο, στα 1822… Το σώμα του διαβόητου πασά ετάφη στο μνημείο με το σιδερένιο κιγκλίδωμα, μπροστά στο Φετιχέ Τζαμί που βλέπεις σήμερα στη νοτιοδυτική πλευρά του Κάστρου.


Ο τάφος του Αλή πασά
Ακριβώς απέναντι βρίσκεται το σεράι, νυν Βυζαντινό Μουσείο, ενώ λίγο παραπέρα τα Γιάννινα καλωσόρισαν πολύ πρόσφατα το νέο Μουσείο Αργυροτεχνίας, το πιο πρόσφατο στο δίκτυο μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς.


Βυζαντινό Μουσείο

Παραμύθι χωρίς όνομα


Τα Γιάννινα δεν θα ήταν η ίδια πόλη χωρίς την Παμβώτιδα. Μα και η λίμνη δεν θα γινόταν η Λίμνη αν στις όχθες της δεν απλωνόταν η πρωτεύουσα της Ηπείρου. 



Περίπου 23 τ.χλμ. φτάνει η έκτασή της, η περίμετρός της αγγίζει τα 33 χλμ. και το μέγιστο βάθος της μετράται περίπου στα 13 μέτρα. Αυτά λένε οι αριθμοί, χωρίς να αποτυπώσουν ούτε στο ελάχιστο τη γοητεία που ασκεί σε ντόπιους και επισκέπτες.



Στα νερά της βρήκε το τέλος της η περίφημη κυρα-Φροσύνη (μαζί με δεκαέξι ακόμη Γιαννιώτισσες κοπέλες), στα ίδια νερά πηγαινοέρχονται σήμερα οι πλάβες των ψαράδων, στα νερά της βρίσκεται και το ένα από τα δύο εν Ελλάδι κατοικημένα νησιά σε λίμνη. Το όνομα του; Το Νησί, με μόλις 0,3 τ.χλμ. επιφάνεια αλλά με το Ν κεφαλαίο.


Στο Νησί
Στο Νησί λοιπόν έρχεσαι με το πλοιάριο από τον Μώλο, που αναχωρούν κάθε 30’ (εισιτήριο στα 2€), και σε δέκα λεπτά έχεις φτάσει. Αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν εδώ, μα δεν χρειάζονται κιόλας. Μπορείς να κάνεις τον γύρο του νησιού με τα πόδια μέσα σε μισή ώρα, μα να ‘χεις στον νου σου πως εδώ θα αφιερώσεις τουλάχιστον μία ολόκληρη μέρα. 
Χρωματικές, οικιστικές πινελιές στο Νησί

Μόλις φτάνεις στο μικρό λιμανάκι ξεκινά το κεντρικό καλντερίμι, που θα σε φέρει στην πλατεία του νησιού και θα σε οδηγήσει στα συνολικά επτά μοναστήρια του. Οι μαγαζάτορες σε καλωσορίζουν, σε προτρέπουν να δοκιμάσεις την περίφημη τοπική κουζίνα στα όμορφα ταβερνάκια και να ‘σαι σίγουρος πως θα το κάνεις γιατί σε περιμένουν ευχάριστες εκπλήξεις.
Μα πρώτα έχει σειρά η επίσκεψη στα μοναστήρια. Από τα επτά, μόνο τα δύο είναι επισκέψιμα, η Μονή Φιλανθρωπινών και η Μονή Αγίου Νικολάου (ή Στρατηγοπούλου ή Ντίλιου), που είναι και οι πρώτες που συναντάς ξεκινώντας τη βόλτα από τη βορειοδυτική πλευρά. Στη Φιλανθρωπινών θα μείνεις άφωνος μπροστά στις εντυπωσιακά καλοδιατηρημένες αγιογραφίες με σκηνές από τα Πάθη, τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά και τις αγιογραφίες με αρχαίους Έλληνες σοφούς και φιλοσόφους (ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Χείλων…), ενώ και στην Αγίου Νικολάου το σκηνικό είναι εξίσου γοητευτικό.
Τα υπόλοιπα μοναστήρια στο Νησί είναι η Ελεούσα, η Μεταμόρφωση, ο Προφήτης Ηλίας, ο Παντελεήμων και ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, εκ των οποίων μόνο η Μονή Παντελεήμονος ανοίγει τις πύλες της στους χώρους όπου φιλοξενείται το μουσείο του Αλή Πασά, στα δωμάτιά του μάλιστα έμελλε να γραφτεί ο επίλογος της ταραχώδους ζωής του αμφιλεγόμενου πασά.
Στο Νησί ζούνε σήμερα περίπου εκατό οικογένειες, και σχεδόν όλοι ασχολούνται με το ψάρεμα και τον τουρισμό (πολλοί εργάζονται και στα Ιωάννινα). Ξενώνες μπορεί να μην υπάρχουν, τα ταβερνάκια πάντως φροντίζουν να πάρεις μια καλή γεύση από την τοπική κουζίνα: κυπρίνοι, χέλια και κυρίως τα ονομαστά βατραχοπόδαρα που είναι νοστιμότερα από ό,τι ίσως φαντάζεσαι!
Θαύματα της φύσης και του ανθρώπου
Επιστροφή στα Γιάννινα, και ξανά στον δρόμο, αυτήν τη φορά με κατεύθυνση προς το χωριό Πέραμα, περίπου στα 4 χλμ. από την πόλη. Η μοίρα του χωριού άλλαξε ένα πρωινό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι κάτοικοί του αναζητώντας καταφύγιο από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατέφυγαν στον λόφο Γκορίτσα, που υψώνεται στο χωριό. Στα σωθικά του ανακάλυψαν κάτι περισσότερο από ένα χρήσιμο καταφύγιο: ένα εκθαμβωτικής ομορφιάς σπήλαιο ηλικίας περίπου 1,5 εκατομμυρίων ετών, με πλούσιο διάκοσμο από 19 διαφορετικά είδη σταλακτιτών και σταλαγμιτών.



Συνεχίζοντας περιμετρικά της λίμνης, αξίζει να ανέβεις μέχρι το μαρτυρικό χωριό των Λιγκιάδων, που απολαμβάνουν ασυζητητί την καλύτερη θέα στην Παμβώτιδα, το Νησί και τα Γιάννενα. Λίγο παραπέρα βρίσκεται η Μονή Ντουραχάνης, που ο θρύλος θέλει να χτίζεται από τον Ντουραχάν Πασά της Θεσσαλίας, ως ευχαριστώ στην Παναγία όταν το 1434 το στράτευμά του διέσχισε νύχτα την παγωμένη λίμνη χωρίς κανείς να πάθει το παραμικρό.
Μουσείο κέρινων ομοιωμάτων Π. Βρέλλη
Περνώντας πια νότια της Λίμνης και της πόλης, έρχεσαι στο Μπιζάνι για δύο απαραίτητες επισκέψεις. Πρώτα στο μουσείο κέρινων ομοιωμάτων του Παύλου Βρέλλη (ή Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας), όπου 150 κέρινες αναπαραστάσεις ξετυλίγουν το νήμα της Ιστορίας μας από τα χρόνια πριν από την Επανάσταση μέχρι και τη νεότερη περίοδο. 



Και βέβαια θα ακολουθήσεις τον δρόμο που φέρνει το όνομα του Νικολάκη Εφέντη για να ανέβεις μέχρι τους λόφους, πάνω από το Μπιζάνι, όπου βρίσκονται παραταγμένα τα περίφημα Οχυρά Μπιζανίου.


Οχυρά Μπιζανίου
Εδώ, τον Φεβρουάριο του 1913 δόθηκαν οι σκληρότερες μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ανάμεσα στις τουρκικές δυνάμεις που κρατούσαν τα οχυρά και τις ελληνικές υπό τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Το αποτέλεσμα κρίθηκε χάρη στη βοήθεια του Έλληνα Νικολάκη Εφέντη, που είχε αναλάβει τη συντήρηση των οχυρών και γνώριζε τις θέσεις τους, και την πρωτοβουλία του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισάριου, που με ριψοκίνδυνο ελιγμό βρέθηκε στις παρυφές των Ιωαννίνων, πίσω από τους πολιορκούμενους.


Η επιστροφή σε βρίσκει κάθε βράδυ στην πόλη, σε κάποιο μπαράκι του ιστορικού κέντρου, στις στοές Λιάμπεη και Λούλη, στον παραλίμνιο δρόμο, στην Αβέρωφ, στην Καλλάρη, στα παλιά και νεότερα στέκια των Ιωαννίνων, με καλή παρέα και διάθεση που μόνο οι Γιαννιώτες ξέρουν να ανεβάζουν…







    Η πολιτιστική ιστορία των Ιωαννίνων, με τους μεγάλους πεζογράφους και ποιητές, τα καλλιτεχνικά και πνευματικά δρώμενα, που διοργανώνονται όλο τον χρόνο, δίνουν την ευκαιρία για μια γνωριμία με τις ρίζες της πνευματικής παράδοσης της Ηπείρου.
   Οι διαδρομές μέσα την πόλη, τα πολλά αξιοθέατα και τα μουσεία, προσφέρουν την αίσθηση μιας άλλης εποχής, γεμάτης μυστικά και θρύλους. Θαυμαστά κτίρια, όπως η Οικία Χουσείν Ματέι, το Οθωμανικό Τέμενος του Βελή Πασά και ολόκληρο το ιστορικό κέντρο των Ιωαννίνων αποτελούν μοναδικά αξιοθέατα.
  Τα Ιωάννινα υπήρξαν πολυπολιτισμική επικράτεια, με κυρίαρχο το χριστιανικό, το ισλαμικό και το εβραϊκό στοιχείο. Αυτή η συνύπαρξη έχει αφήσει έντονες μνήμες και καταγραφές στο ιστορικό κέντρο της πόλης.   Η Στοά Λούλη είναι ένα από τα σημεία στα οποία οι τρεις κοινότητες συνεργάστηκαν και προόδευσαν. Η στοά αρχικά λειτουργούσε ως χάνι, για να μετατραπεί κατόπιν σε εμπορικό κέντρο μεγάλης σημασίας για όλη την Ήπειρο. Στις μέρες μας ο χώρος γοητεύει τον επισκέπτη με την καλαισθησία και τη γραφικότητα των αναπαλαιωμένων κτηρίων, τα οποία έχουν μετατραπεί σε όμορφα και ταβερνάκια και καφέ, ικανοποιώντας και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη. Η στοά Λούλη αποπνέει το άρωμα αλλοτινών καιρών και χαρίζει μια...νοσταλγική πινελιά στην καρδιά της πόλης.

Στοά Λούλη
  Θρύλοι και μύθοι βρίσκουν έδαφος να ριζώσουν, αγκαλιάζονται με την ιστορίασυναντούν τον σύγχρονο παλμό και κάνουν τα Γιάννενα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις της Ελλάδας. Και από τις ομορφότερες, βέβαια. Η κυρά-Φροσύνη, ο Αλή Πασάς, η κυρα-Βασιλική σε παίρνουν απ’ το χέρι και σε ξεναγούν στα θρυλικά Γιάννενα, εκείνα που άνθησαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας χάρη στα ειδικά προνόμια αλλά και στους τεχνίτες και τους εμπόρους τους.


  Μετά σε παραλαμβάνουν οι ντόπιοι, άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, έμποροι, δημόσιοι υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες, πανεπιστημιακοίκαλλιτέχνες, ψαράδες, τεχνίτες, φοιτητές. Μαζί τους θα ανακαλύψεις τα σύγχρονα Γιάννενα, που χρόνο με το χρόνο μεταμορφώνονται.
Μια βόλτα στο ιστορικό κέντρο, το οποίο εκτείνεται στο «μέτωπο» της πόλης προς τη λίμνη, αξίζει μόνο, αν έχεις διάθεση να περιπλανηθείς και να χαθείς. Μια καλή αφετηρία για τη βόλτα αυτή είναι το Ρολόι της πλατείας (1905), απέναντι από το Δημαρχείο.



Κατηφόρισε τον κεντρικό δρόμο, όπου θα βρεις χρυσοχοεία και καταστήματα με είδη λαϊκής τέχνης και σουβενίρ, και άφησε το ένστικτο να σε οδηγήσει. Δεξιά και αριστερά του κεντρικού δρόμου, κάθε μικρό δρομάκι, κάθε στενάκι, είναι και μια έκπληξη.


Ένας μικρός λαβύρινθος από διατηρητέα κτίρια, παλιές εμπορικές στοές, χάνια και παλιά λαϊκά σπίτια και μικρούς πεζόδρομους. Μπαράκια και καφετέριες σε περιμένουν να ξαποστάσεις δοκιμάζοντας το παραδοσιακό τσίπουρο με εκλεκτά ντόπια εδέσματα, πριν συνεχίσεις τη βόλτα σου στα Γιάννινα περασμένων αιώνων
.
Αν έρχεσαι για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, θα μαγευτείς έτσι κι αλλιώς. Αν έχεις ξανάρθει όμως, θα αναρωτιέσαι πόσο ομορφότερα μπορούν να γίνουν τα Γιάννενα. Φαντάσου, λοιπόν, ότι σχεδόν όλη η Νέα και η Παλιά Αγορά έχουν πεζοδρομηθεί, από την κεντρική πλατεία Πύρρου έως τη λίμνη, δρόμοι και δρομάκια προσφέρονται για ποδήλατο και περπάτημα. Εκεί στήνονται μέρα με τη μέρα γουστόζικα μαγαζάκια, που πωλούν αρώματα, τοπικά προϊόντα, βότανα, χυμούς που φτιάχνονται μπροστά σου, αλλά και μεζεδοπωλεία και καφέ.





Παραλίμνιο πάρκο


Φρόντζου Πολιτεία






Με θέα τη λίμνη  Παμβώτιδα



  Οι περίπατοι γύρω από τη λίμνη είναι μια ευκαιρία για να αφεθείτε στη δύναμη του νερού∙ να χαρείτε την δροσιά και την ηρεμία που προσφέρουν οι συστάδες με τα τεράστια πλατάνια. Όλη η παραλίμνια περιοχή αποτελεί μια ιδανική βόλτα, γεμάτη μικρά μαγαζιά και σπουδαία εστιατόρια, στα οποία συνδυάζονται οι εκλεκτές γεύσεις με το καταπράσινο τοπίο.



Η λίμνη των Ιωαννίνων είναι η ξακουστή Παμβώτιδα. Παμβώτις («η τα πάντα θρέφουσα») είναι το αρχαίο όνομα της γνωστής σε όλους μας λίμνης των Ιωαννίνων, που στολίζει με τη σπάνια ομορφιά της το ομώνυμο λεκανοπέδιο. Με ένα πλούσιο ιστορικό παρελθόν, διανθισμένο με θρύλους και παραδόσεις αιώνων, η λίμνη της Κυρά-Φροσύνης οδηγεί τη φήμη της και πέρα από τα όρια της χώρας μας.  
 Η λίμνη Βρίσκεται σε ύψος 470 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Έχει μήκος 7,5 περίπου χιλιόμετρα, πλάτος 1,5 ως 5 χιλιόμετρα, μέσο βάθος 4 - 5 μέτρα, μέγιστο βάθος 11 μέτρα και επιφάνεια 22,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα.  Περιβάλλεται από τα όρη Μιτσικέλι και από τα ανατολικά αντερείσματα του Τομάρου (ή της Ολύτσικας), και σχηματίζεται από τα ύδατα τριών κυρίως πηγών (Ντραμπάντοβας, Σεντενίκου και Κρύας), που αναβλύζουν από τους πρόποδες του Μιτσικελίου. Συνδέεται με τους θρύλους της Κυρά - Φροσύνης και του Ντουραχάν πασά. Οι όχθες της είναι πυκνόφυτες και τα βουνά της Ηπείρου καθρεφτίζονται στα νερά της.
Το όνομά της, Παμβώτις, μας παραδίδεται για πρώτη φορά το 12ο αιώνα από τον Ευστάθιο στα σχόλια που έγραψε για την Οδύσσεια. αλλά ότι η λίμνη υπήρχε και παλαιότερα, όπως προκύπτει από τον ιστορικό του Ιουστινιανού, Προκόπιο, που στα "Κτίσματα" αναφέρει την ίδρυση του φρουρίου των Ιωαννίνων ( 527-528 μ.Χ.).
Αν και στο παρελθόν η στάθμη των υδάτων της είχε μειωθεί σημαντικά, σήμερα αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι της χλωρίδας και πανίδας της περιοχής. Η λίμνη είναι ιχθυοτρόφος, περίφημα δε είναι τα χέλια και οι καραβίδες της. Αποτελεί πηγή ζωής για τους ψαράδες.




Στο μέσον περίπου βρίσκεται μικρό νησάκι που κατοικείται από 100 περίπου οικογένειες. 
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα ο υγρός στίβος της λίμνης  έχει καταστεί κέντρο διεξαγωγής διεθνών αθλητικών συναντήσεων, κωπηλασίας, κανόε καγιάκ και σκι.
Έχει αναφερθεί πολλές φορές στο παρελθόν ότι η λίμνη είχε παγώσει ολόκληρη. Μάλιστα, το έτος 1434 αναφέρεται ότι ο Ντουραχάν Πασάς της Ρούμελης την πέρασε με όλο το στρατό του χωρίς να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για παγωμένη λίμνη. Το φαινόμενο έχει επαναληφθεί πολλές φορές, ενώ οι κάτοικοι του νησιού έχει τύχει να τη διασχίζουν με τα πόδια ή με ποδήλατα.
Η υδάτινη λεκάνη της τροφοδοτείται με νερά που αναβλύζουν από τις πηγές του όρους Μιτσικέλι, της Ντραμπάντοβας, του Σεντενίκου και της Κρύας. Συνήθως γαλήνια, αλλά και ενίοτε παγωμένη, η λίμνη ασκούσε και ασκεί στους Γιαννιώτες μια μυστηριακή γοητεία, που ενσαρκώνεται σε αστραφτερές καλοκαιρινές λιακάδες, υγρά πρωινά στην ομίχλη και μελαγχολικά χειμωνιάτικα δειλινά.
Οι πυκνόφυτες από εκτεταμένους καλαμιώνες όχθες της και η πλούσια παραλίμνια βλάστηση από ιτιές, λεύκες και θεόρατα πλατάνια προσφέρουν απάνεμο καταφύγιο σε πλήθος ενδημικών και αποδημητικών πουλιών. Ερωδιοί, βουτηχτάρια, μπεκατσίνια, αγριόκυκνοι και κορμοράνοι αναζητούν τα «προς το ζην» ανάμεσα σε νόστιμους ψαρομεζέδες.
Δύο είναι τα κύρια στοιχεία χαρακτηρίζουν τη λίμνη: Η ονειρεμένη χερσόνησος με το ιστορικό κάστρο και τους ψηλούς μιναρέδες και το νησάκι – το μοναδικό κατοικημένο και «ανώνυμο» νησί λίμνης στην Ελλάδα – που αναπαύεται στα πράσινα νερά της.



Μικρά καραβάκια θα σας οδηγήσουν σε ένα οδοιπορικό ανάμεσα στη φύση, στις ιστορικές μονές αλλά και στη γραφική ψαράδικη κοινότητα όπου χτυπά ο παλμός της ζωής στο νησί. Γευθείτε τα ονομαστά γιαννιώτικα γλυκά, ένα φιλόξενο καλωσόρισμα των κατοίκων, αλλά και τις ονομαστές νοστιμιές της λίμνης όπως καραβίδες, χέλια και βατραχοπόδαρα.
Τα μυστικά της λίμνης, καλά κρυμμένα στη πρωινή ομίχλη, σας περιμένουν για ένα ταξίδι στο θρύλο και στην ιστορία.
 Προς τη βόρεια έξοδο των Ιωαννίνων, στον άξονα του Μετσόβου, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Κοπάνων, ονομασία που οφείλεται στο κοπάνισμα των ρούχων που έκαναν οι γυναίκες στις παραδοσιακές νεροτριβές της λίμνης. 
 Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση εδώ φυλακίστηκε η Κυρά – Φροσύνη, η μοιραία γυναίκα των Ιωαννίνων.





Η τέχνη των ασημουργών



  Η τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας των Ιωαννίνων είναι από τις σπουδαιότερες εκφάνσεις του ντόπιου πολιτισμού. Τα συρμάτινα ή χυτά κοσμήματα της Ηπείρου, τα περίφημα «τζοβαΐρια», ήταν ξακουστά και εκτός της ελληνικής επικράτειας. Η έκφραση «Η Άρτα με τα Γιάννενα» σήμαινε – και σημαίνει – «όλος ο πλούτος της γης». 



 Τα πανέμορφα γιαννιώτικα κοσμήματα, σε παραδοσιακά ή πρωτότυπα σχέδια, εξακολουθούν να αποτελούν συνώνυμο της διακριτικής κομψότητας. Λεπτοδουλεμένα σκουλαρίκια, περίτεχνες καδένες, βαρύτιμες πόρπες, αλλά και διακοσμητικά αντικείμενα από ασήμι, είναι κάποια μόνον από τα χειροτεχνήματα που μπορεί να θαυμάσετε στην αγορά των Ιωαννίνων.















  Οι αρχές της γιαννιώτικης Λαϊκής Τέχνης ξεκινούν περίπου με την ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων.
Από αναφορές γνωρίζουμε ότι το ασήμι δουλεύεται στα Ιωάννινα από τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και τουρκικά έγγραφα μας δείχνουν ότι το 1430 ο κλάδος της ασημουργίας βρίσκεται στην ακμή του.




Καθ΄ όλη την διάρκεια της ιστορίας υπάρχουν στοιχεία για την εμπορική και την εξαγωγική δραστηριότητα προϊόντων αργυροχοΐας από τους Γιαννιώτες Τεχνίτες σε περιοχές όπως το Βελιγράδι, την Βενετία, το Βουκουρέστι, την Πράγα, την Βιέννη ακόμη και στα Σκόπια και την Ρωσία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα Γιαννιώτικα τυπογραφεία της Βενετίας της Κωνσταντινούπολης προσπορίζουν βιβλία στα Ιωάννινα. Από αυτά, τα εκκλησιαστικά και κυρίως τα ευαγγέλια επενδύονται με ασημένια καλύμματα των Ηπειρωτικών εργαστηρίων. Το επενδεδυμένο στο 16ο αιώνα βυζαντινό ευαγγέλιο της Μολυβδοσκεπάστου που εκτίθεται στο Βυζαντινό Μουσείο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της τέχνης του 16ου αιώνα. Στη Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους βρίσκεται κάλυμμα Ευαγγελίου, έργο του Σουγδουρή και στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης του Βουκουρεστίου βρίσκεται ασημένιο ποτήριον του 1671 με σλαβική γραφή και την υπογραφή Σουγδουρή. Στη Μονή Σινά σώζεται ασημένιος πολυέλαιος, έργο των αδερφών Σουγδουρή, Σερμπάνου και Ευσταθίου του 1752. Παράλληλα παρουσιάζεται μεγάλη παραγωγή κοσμικών αντικειμένων που είναι διάφορα χρηστικά αντικείμενα όλων των κατηγοριών. Δίσκοι, πιατέλες, βάσεις ποτηριών και ένθετα σε ξύλο διακοσμητικά. Εξαρτήματα αντρικής χρήσης (ράβδοι, ταμπακέρες, πίπες κλπ) και γυναικεία κιβωτίδια. Ιδιαίτερη ζήτηση παρουσιάζουν τα αργυρά γυναικεία και αντρικά κοσμήματα σε πολλές τεχνικές. 

 

Παραδοσιακές τεχνικές

 Σήμερα, στα Γιάννενα υπάρχουν περίπου 80 εργαστήρια που εξακολουθούν να παράγουν χειροποίητα έργα τέχνης με παραδοσιακές τεχνικές όπως είναι:
  • Τα περίφημα σκαλιστά σκεύη
  • Σκαλιστά εκκλησιαστικά αντικείμενα όπως καντήλια και εικόνες
  • Τα χυτά προϊόντα όπως κουτάλια γλυκού και σερβίτσια
  • Τα χυτά φωτιστικά
  • Τα συρματερά ή φιλιγκράν κοσμήματα και σκεύη όπου κατασκευάζονται εξ  ολοκλήρου από σύρμα στριμμένο σε σχέδια, όλο με το χέρι. Τεχνική η οποία είναι γνωστή από τα προ Χριστού χρόνια.
  • Τα γνωστά Βυζαντινά και Αρχαϊκά κοσμήματα.
Τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε το ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ (ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι.). Το κέντρο αποτελείται από 44 εργαστήρια αργυροχοΐας και σκοπό έχει ανάπτυξη των εργαστηρίων αργυροχοΐας και την προβολή και ανάδειξη των γιαννιώτικων προϊόντων αργυροχοΐας(ΚΕΠΑΒΙ).


Επίσης, μέσα στο Κάστρο Ιωαννίνων, και συγκεκριμένα στον δυτικό προμαχώνα της νοτιoανατολικής ακρόπολης (ΙτςΚαλέ) δημιουργήθηκε το αξιόλογο Μουσείο Αργυροτεχνίας. Το μουσείο καταλαμβάνει τις δύο στάθμες του προμαχώνα, καθώς και το κτίσμα των παλαιών μαγειρείων που εφάπτεται με αυτόν.
Σκοπός του Μουσείου Αργυροτεχνίας είναι η διάσωση της γνώσης για την ηπειρώτικη αργυροτεχνία, η διάχυση στο ευρύ κοινό πληροφοριών σχετικά με την τεχνολογία της, καθώς και η σύνδεση αυτής της τεχνολογίας με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εποχής στην οποία αναπτύχθηκε και άκμασε.
Πρόκειται για μουσείο θεματικό, τεχνολογικό, αφού πραγματεύεται την τεχνολογία της αργυροχοΐας κατά την προβιομηχανική περίοδο, αλλά ταυτόχρονα και για μουσείο περιφερειακό, αφού εστιάζει κυρίως στην ιστορία της στην περιοχή της Ηπείρου. Χρονικά, η έκθεση καλύπτει κατά βάση τη μεταβυζαντινή περίοδο, από τον 15ο αιώνα και έπειτα, χωρίς ωστόσο να λείπουν και αναφορές στο απώτερο παρελθόν, καθώς η τεχνολογία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των ασημικών ανάγεται συχνά σε πολύ παλαιότερες περιόδους.
Οι εκθεσιακοί χώροι αναπτύσσονται στα δύο επίπεδα του προμαχώνα. Στο πρώτο επίπεδο ξετυλίγεται το βασικό μέρος της έκθεσης, το οποίο αναφέρεται στην ιστορία και την τεχνολογία της αργυροτεχνίας στην Ήπειρο. Ο επισκέπτης, με τη βοήθεια ποικίλων εποπτικών μέσων, ανακαλύπτει παραδοσιακές τεχνικές μορφοποίησης και διακόσμησης αργυρών αντικειμένων, μαθαίνοντας για τα στάδια κάθε τεχνικής έως τη δημιουργία του τελικού προϊόντος. Στο δεύτερο επίπεδο και μέσα σε διαφανές κέλυφος, παρουσιάζεται η συλλογή ηπειρώτικων αργυρών αντικειμένων από τον 18ο έως τον 20ό αιώνα. Παράλληλα, ο επισκέπτης καλείται να προσεγγίσει τον χαρακτήρα, τον λειτουργικό ρόλο και τη συμβολική αξία των αργυρών αντικειμένων.
Το Μουσείο Αργυροτεχνίας δημιουργήθηκε από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, το οποίο έχει και την ευθύνη της λειτουργίας του. Το έργο εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα» ΕΠΑΝ ΙΙ, στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013, και συγχρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.






Ηπειρώτες Εθνικοί Ευεργέτες




  

 "Ο άλλοτε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ευάγγελος Φωτιάδης είχε πει σε μία διάλεξη του: «Αν από την Αθήνα αφαιρέσουμε τα έργα των Ηπειρωτών Ευεργετών, δεν ηξεύρω τι ακριβώς θα απομείνει…». Αλήθεια, μπορεί να φανταστεί κανείς πως θα ήταν η ελληνική πρωτεύουσα χωρίς το Ζάππειο και την Ακαδημία, το Καλλιμάρμαρο και τη Σχολή Ευελπίδων, το Αστεροσκοπείο και το Μέγαρο Μελά, την Εθνική Τράπεζα και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Αρσάκειο και τόσα άλλα; Μπορεί κανείς να διανοηθεί την εικόνα και την κοινωνική και πολιτισμική υποδομή των Αθηνών, χωρίς τις ευεργεσίες του Σίνα, των Ριζάρη, του Δομπόλη, του Γεωργίου Σταύρου, του Αβέρωφ, του Τοσίτσα, του Στουρνάρη,  του Μελά, του Αρσάκη, των Ζάππα, του Χατζηκώστα, του Γενναδίου, του Μπάγκα; Και όμως δεν είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν ποιοι έκαναν αυτά τα μέγαρα, πότε τα έκαναν, αλλά και γιατί ταβέκαναν. Αυτό το κενό επιδιώκω να καλύψω με το παρόν λεύκωμα παρουσιάζοντας του Ηπειρώτες Εθνικούς Ευεργέτες και τα μεγάλα έργα ευποιίας που κατέλιπαν. Συγχρόνως το παρόν πόνημα αποδίδει και τον οφειλόμενο φόρο τιμής του συγγραφέα στους μεγάλους αυτούς Έλληνες, που είναι οπωσδήποτε “Άξιοι της Εθνικής Ευγνωμοσύνης”.

Ο όρος “ Εθνικός Ευεργέτης” είναι τίτλος που απονεμήθηκε με επίσημο και θεσμοθετημένο τρόπο από την Ελληνική Πολιτεία. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι, που τυπικά δεν ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία, όμως η ουσιαστική και πραγματική προσφορά τους θα μπορούσε να τους κατατάξει σαν τέτοιους. Αυτόν τον τόσο τιμητικό τίτλο κατέχουν σήμερα μόνο τριάντα πρόσωπα. Από αυτά οι δέκα πέντε είναι Ηπειρώτες(!), οι Αβέρωφ, Αρσάκης, Δομπόλης, Ζάππες, Ζωγράφος, Ζωσιμάδες, Καπλάνης, Μελάς, Μπάγκας, Ριζάρηδες, Σίνες, Σταύρου, Στουρνάρης, Τοσίτσας και Χατζηκώστας. Πρόκειται για απίστευτη περίπτωση. Κανένα άλλο μέρος στην Ελλάδα – και ίσως στον κόσμο ολόκληρο – δεν γέννησε ένα τέτοιο αριθμό λαμπρών ευεργετών. Εθνικοί Ευεργέτες καταγόμενοι από άλλες περιοχές είναι ο Ιωάννης Βαρβάκης από τα Ψαρά, ο Γρηγόρης Μαρασλής από την Οδησσό, ο Ανδρέας Συγγρός από την Κωνσταντινούπολη, ο Εμμανουήλ Μπενάκης από τη Σύρο, ο Ιωάννης Παπάφης από τη Θεσσαλονίκη, ο Παναγής Χαροκόπος από τα Δωδεκάνησα, οι Στέργιος Δούμπας και Κωνσταντίνος Μπέλλιος από τη Μακεδονία, ο Παναγής Βαλλιάνος από την Κεφαλλονιά και ο Δημήτριος Βερναρδάκης από την Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας.

 Εκτός από τους “τιτλούχους” Ηπειρώτες Εθνικούς Ευεργέτες έκρινα σκόπιμο να συμπεριλάβω στο παρόν λεύκωμα και τρεις ακόμη, οι οποίοι δεν είναι χαρακτηρισμένοι μεν ως “εθνικοί”, θα μπορούσαν όμως κάλλιστα να είναι, αφού οι ευεργεσίες τους δεν υστερούν σε τίποτε από εκείνες των εθνικών. Πρόκειται για το Σίμωνα και Λάμπρο Μαρούτση από τα Γιάννενα, τους μεγαλέμπορους της Βενετίας, που ίδρυσαν τον 18 αιώνα την περίφημη Μαρουτσαία Σχολή Ιωαννίνων, τον Ιωάννη Γεννάδιο από τα Δολιανά, γιο του Δασκάλου του Γένους και εθνικού αγωνιστή Γεωργίου Γεννάδιου, ο οποίος ίδρυσε τη  “Γεννάδιο Βιβλιοθήκη” και τον βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα, που γεννήθηκε στο Παρίσι, δεν ήξερε λέξη ελληνικά, ουδέποτε ήρθε στην Ελλάδα και όμως διέθεσε για τον τόπο καταγωγής του, το Μέτσοβο, την αμύθητη περιουσία του.

 Από τους δεκαπέντε Ηπειρώτες Εθνικούς Ευεργέτες ο πέντε κατάγονταν από τη Βόρειο Ήπειρο, ο Αρσάκης από τη Χοτάχοβα, οι Ζάππες από το Λάμποβο, ο Ζωγράφος από το Κεστοράτι, ο Μπάγκας από την Κορυτσά και οι Σίνες από τη Μοσχόλη. Τέσσερις ήταν αυτόχθονες Γιαννιώτες, οι αδελφοί Ζωσιμάδες,  ο Γεώργιος Σταύρου, ο Βασίλειος Μελάς και ο Γεώργιος Χατζκώστας. Τρεις προέρχονταν από χωριά γύρω από τα Γιάννενα, ο Δομπόλης από το Δεσποτικό, ο Καπλάνης από το Γραμμένο και οι Ριζάρηδες από το Μονοδέντρι. Οι υπόλοιποι τρεις ο Αβέρωφ, ο Στουρνάρης και ο Τοσίτσας ήταν Μετσοβίτες. Οι βλάχοι πλειοψηφούν, αφού εκτός από τους Μετσοβίτες, βλάχοι ήταν και οι πέντε Βορειοηπειρώτες και ο Γεώργιος Σταύρου, δηλαδή σύνολο εννιά στους δεκαπέντε!

Άλλοι απ’ αυτούς ήταν γόνοι πλουσίων οικογενειών όπως οι Σίνες, ο Γεώργιος Σταύρου, οι αδελφοί Ζωσιμάδες και ο Γεώργιος Χατζηκώστας, ενώ άλλοι προέρχονταν από εντελώς άπορες οικογένειες, με ακραία περίπτωση αυτή ου Ζώη Καπλάνη".


Πηγή: Αναστ. Παπασταύρος, ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ, ένα πόνημα πολλών αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής και αρκετών προσωπικοτήτων των Ιωαννίνων και της Ηπείρου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ, ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ, 2010)